Το FootballON: More Than Goals είναι το πρώτο ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron για την ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Διεισδύουμε σε διαφορετικές θεματικές ενότητες και φωτίζουμε πτυχές και διαστάσεις του αθλήματος που βγαίνουν έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, περνούν στην κερκίδα, στο επαγγελματικό, επενδυτικό και ερευνητικό πεδίο, και εισχωρούν στη σφαίρα της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στόχος του προγράμματος είναι να διευρύνουμε το πεδίο αντίληψης του σύγχρονου ποδοσφαίρου και να κατανοήσουμε πως οικοδομείται, που φτάνει, ποιους αφορά, πως μεταλλάσσεται και εξελίσσεται μέσα σε ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.
Το project FootballON: More Than Goals πραγματοποιείται σε συνεργασία με το AnotherFootball, έναν οργανισμό που οραματίζεται και χτίζει ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο και κόσμο, βασισμένο στην αλληλεγγύη, τη συνεργασία και τη βιωσιμότητα.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2025.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org

Ο Κώστας Μαρωνίτης είναι καθηγητής Πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων στο Leeds Trinity University και επιστημονικός υπεύθυνος του project FootballON: More Than Goals του ETERON. Γράφει για τα ενδιαφέροντα στοιχεία που κομίζει η έρευνα της δρ. Λήδας Τσενέ για το ποδόσφαιρο γυναικών, εστιάζοντας στη σχέση φεμινισμού και αθλητισμού, την αντίληψη του αθλήματος ως κατεξοχήν ανδρικό άθλημα και τη συνεχή προσπάθεια του ποδοσφαίρου γυναικών να θεωρηθεί ισότιμο.
Ποδόσφαιρο γυναικών ή γυναικείο ποδόσφαιρο; Η μελέτη της Λήδας Τσενέ για το ΕΤΕΡΟΝ μας προτρέπει να επανεξετάσουμε τον ρόλο των διακρίσεων φύλου στον χώρο του ποδοσφαίρου και να αναλογισθούμε πως το ποδόσφαιρο μπορεί να αποτελέσει μια κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα όπου το φύλο δεν είναι κριτήριο συμμετοχής και ικανότητας.
Πριν προχωρήσουμε στον σχολιασμό των ευρημάτων της έρευνας, πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να συζητήσουμε την κατά τα αλλα προβληματική σχέση μεταξύ φεμινισμού και αθλητισμού. Η αφετηρία μας είναι το Δεύτερο Φύλο της Σιμόν ντε Μπoβουάρ. Παρά τους ιδεολογικούς και κοινωνικούς περιορισμούς του Μοντερνισμού και της ίδιας της συγγραφέως, το Δεύτερο Φύλο παρουσιάζει ένα πειστικό επιχείρημα όσων αφορά την άμεση σχέση του αθλητισμού με την χειραφέτηση και το γυναικείο σώμα. Το 1949 η ντε Μπoβουάρ έγραψε ότι αν μια γυναίκα «μπορεί να κολυμπήσει, να σκαρφαλώσει βουνοκορφές, να πιλοτάρει ένα αεροπλάνο, να πολεμήσει ενάντια στα στοιχεία…ποτέ δεν θα αισθανθεί δειλία…». Η ντε Μπoβουάρ εμπνεύσθηκε από και μοιράστηκε παρόμοιες απόψεις με φεμινίστριες του 19ου αιώνα όπως η Ελίζαμπεθ Κέιντι Στάντον και η Σούζαν Άντονι, οι οποίες αντιλήφθηκαν την εκπαίδευση του σώματος ως πρωτεύοντος σημασίας για την διαμόρφωση των βασικών αρχών του πρωίμου φεμινισμού. Η έννοια του «άλλου» όπως αναπτύχθηκε από την ντε Μπoβουάρ περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες έχουν ιστορικά οριστεί σε σχέση με τους άνδρες παρά ως αυτόνομα άτομα.
Η συγκεκριμένη θεωρητική διατύπωση είναι εμφανής στο εγχώριο και διεθνές ποδόσφαιρο. Για ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης αθλητικής ιστορίας, το ποδόσφαιρο γινόταν αντιληπτό ως ένα εγγενώς ανδρικό άθλημα, με την συμμετοχή των γυναικών να πλαισιώνεται ως ανωμαλία ή εξαίρεση. Για παράδειγμα, το 1921 η Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία απαγόρευσε το ποδόσφαιρο γυναικών, υποστηρίζοντας ότι το άθλημα είναι «ακατάλληλο» για γυναίκες ~ μια απαγόρευση που διήρκεσε 50 χρόνια. Ακόμη και όταν η NIKE σχεδιάζει την διαφημιστική εκστρατεία «Rebel Girls» με την συμμετοχή των μεγαλύτερών ονομάτων του σύγχρονου ποδοσφαίρου γυναικών όπως η Άλεξ Μόργκαν, η Κλόη Κέλλυ, η Καντέισα Μπιούκαναν και η Κέρολιν Νίκολι, το ποδόσφαιρο γυναικών αγωνίζεται να θεωρηθεί ισότιμο.
Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την έλλειψη φεμινιστικού ενδιαφέροντος για το ποδόσφαιρο; Έχει η σχετική εμπορική επιτυχία του ποδοσφαίρου γυναικών στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία ξεπεράσει τις πολιτικές ανησυχίες των φεμινιστών μελετητών σχετικά με την ισότητα, τις ικανότητες και την κοινωνική τάξη;
Ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο πιο συγκεκριμένα θεωρούνται ένας πολιτιστικός και κοινωνικός χώρος όπου ο ανδρισμός διαμορφώνεται και εκδηλώνεται με τη βοήθεια προπονητών, διαφημιστών και παραγόντων. Η βραβευμένη με Νόμπελ λογοτεχνίας Ελφρίντε Γέλινεκ και συγγραφέας του Ein Sportsück (1988) συνδέει την ενασχόληση με τον αθλητισμό με την πρακτική του πολέμου εν καιρώ ειρήνης. Ο ενθουσιασμός για το δυνατό, υγιές σώμα και η απόρριψη των πνευματικών και σωματικών αδυναμιών που οδηγούν στην ήττα αποτελούν βασικά συστατικά «πρώτο φασιστικών» κοινωνιών σύμφωνα με την Γέλινεκ.
Σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη θέση με αυτή της Γέλινεκ, η ταινία Καν᾽το όπως ο Μπεκαμ (Bend it Like Beckham, 2002) παρουσιάζει την ποπ κουλτούρα της Βρετανίας στην αρχή της χιλιετίας ως μια μεταμορφωτική δύναμη ικανή να κάμψει οικογενειακές προκαταλήψεις και σεξιστικές αντιλήψεις. Η Τζεσμίντα είναι κόρη οικογένειας Σιχ που ζει στο Λονδίνο, φιλοδοξεί να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο και φαντάζεται διάσημους σχολιαστές ποδοσφαίρου όπως ο Γκάρι Λίνεκερ και ο Άλαν Χάνσεν να αναφέρουν το όνομά της και να επαινούν τις ικανότητές της. Ενώ η ταινία απεικονίζει το ποδόσφαιρο ως μία από τις ελάχιστες πτυχές της βρετανικής εθνικής ταυτότητας που τείνει να ενώνει με επιτυχία τις περισσότερες εθνοτικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις, δυσκολεύεται να προχωρήσει πέρα από τον ορισμό των γυναικών και ειδικότερα των ποδοσφαιριστριών σε σχέση με τους άνδρες. Πράγματι, οι ποδοσφαιρίστριες στην ταινία αψηφούν τα στερεότυπα του φύλου και της εθνοτικής καταγωγής και αποδεικνύουν ότι ο αθλητισμός και η ανταγωνιστικότητα δεν είναι αποκλειστικά ανδρικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, οι ποδοσφαιρίστριες όχι μόνο εξακολουθούν να ορίζονται σε σχέση με τους άνδρες, αλλά ένας τέτοιος ορισμός αποτελεί την απόλυτη επιβράβευση. Τελικά, πρέπει να το κάνεις όπως ο Μπέκαμ αν θέλεις να είσαι επιτυχημένη και αναγνωρισμένη ποδοσφαιρίστρια.
Η έρευνα της Λήδας Τσενέ δεν παραβλέπει αυτούς τους ιστορικούς προβληματισμούς σχετικά με τις κοινωνικές και πολιτικές καταβολές του αθλητισμού και την αρρενωπότητας αλλά δίνει προτεραιότητα στην εμπειρία των ποδοσφαιριστριών και φιλάθλων. Μια τέτοια εμπειρία δομείται από προκαταλήψεις και διακρίσεις, φιλοδοξίες και ελπίδες που αμφισβητούν τις συμβατικές αντιλήψεις για το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η έρευνα καταδεικνύει ένα σχετικά υψηλό ποσοστό ενεργής συμμετοχής στον χώρο του ποδοσφαίρου στις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες. Παράλληλα παρατηρούμε ότι υπάρχει καθολική αναγνώριση ότι τα στερεότυπα ανάμεσα στα δύο φύλα συντελούν στην υποβάθμιση του ποδοσφαίρου στην Ελλάδα σε επαγγελματικό και ερασιτεχνικό επίπεδο. Είναι προφανές ότι τόσο η κοινωνία όσο και οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν επαρκώς τις νεαρές γυναίκες και τα κορίτσια από σεξιστικά σχόλια και συμπεριφορές. Οι περισσότερες έχουν βιώσει και βιώνουν σεξιστικές συμπεριφορές που τους έκαναν να αναθεωρήσουν την ενασχόλησή τους με το ποδόσφαιρο.
Το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα είναι σε άνοδο και αρκετοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι όπως η ΑΕΚ, ο Αστέρας Τρίπολης, ο ΟΦΗ και ο ΠΑΟΚ διατηρούν ομάδες γυναικών. Το 2021 ο Παναθηναϊκός επανίδρυσε την ποδοσφαιρική ομάδα γυναικών και μέσα στο 2025 ο Ολυμπιακός Πειραιώς ανακοίνωσε την επανίδρυση της ομάδας γυναικών που σκοπεύει να ξεκινήσει τις υποχρεώσεις της από την χαμηλότερη κατηγορία. H επανίδρυση της ομάδας γυναικών του Ολυμπιακού λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα εμπορικό και αθλητικό πλαίσιο «ραγδαίας ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο» του οποίου οι παράμετροι άρχισαν να διαμορφώνονται από το Παγκόσμιο Κύπελλο της ΦΙΦΑ το 2023.
Η παρουσία παραδοσιακών ποδοσφαιρικών δυνάμεων στο χώρο του αναπτυσσόμενου ποδοσφαίρου γυναικών μας δίνει την δυνατότητα να επαναξιολογήσουμε τις βαθιά ριζωμένες δομικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την σύγχρονη ενασχόληση με το άθλημα. Όχι μόνο οι παραδοσιακές ομάδες ποδοσφαίρου κυριαρχούν στην προτίμηση των γυναικών φιλάθλων, αλλά τέτοιες προτιμήσεις διαμορφώνονται από την οικογένεια και πιο συγκεκριμένα από τον πατέρα της οικογένειας. Ενώ οι ποδοσφαιρικές προτιμήσεις και η συνείδηση των φιλάθλων δεν διαφέρουν απαραίτητα μεταξύ των φύλων, η πραγματική εμπειρία των γυναικών οπαδών που παρακολουθούν την ομάδα τους είναι όντως διαφορετική. Ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών έχει δεχθεί ακατάλληλα σχόλια και χειρονομίες και το γήπεδο παραμένει ένας ανδροκρατούμενος χώρος με περιορισμένες αν όχι ανύπαρκτες εγκαταστάσεις για γυναίκες.
Παρότι το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις – από την ανεπαρκή χρηματοδότηση και κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης έως τα κοινωνικά στερεότυπα και την έλλειψη θεσμικής στήριξης – η αυξανόμενη δυναμική για αλλαγή είναι πλέον εμφανής. Οι φωνές των ποδοσφαιριστριών και των φιλάθλων ανέδειξαν όχι μόνο τα εμπόδια που υπάρχουν, αλλά και την αποφασιστικότητα και την ανθεκτικότητά τους για να αλλάξουν το τοπίο του αθλήματος. Ήδη έχουν γίνει κάποια θετικά βήματα: τοπικές πρωτοβουλίες αναπτύσσονται, η στήριξη από διεθνείς οργανισμούς αυξάνεται και η κοινή γνώμη δείχνει δειλά-δειλά σημάδια αλλαγής. Αυτές οι εξελίξεις, αν και μικρές, δείχνουν μια ελπιδοφόρα πορεία. Με συνεχή διεκδίκηση, επενδύσεις και προβολή το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα έχει τη δυνατότητα όχι απλώς να αφήσει πίσω του την παρωχημένη και προσβλητική έννοια του γυναικείου ποδοσφαίρου αλλά να ανθίσει.