Για περισσότερο από μια δεκαετία, η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει συνεχείς κρίσεις, σε οικονομικό, κοινωνικό, υγειονομικό, γεωπολιτικό ή περιβαλλοντικό επίπεδο. Αυτές οι κρίσεις αποτυπώνουν την αποτυχία των οικονομικών, δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών που εφαρμόζουν οι εθνικές κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες λειτουργούν υπονομευτικά για τα εθνικά συστήματα υγείας, τις δημόσιες υπηρεσίες, την προστασία του περιβάλλοντος και την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
To Eteron είναι ο πρεσβευτής της καμπάνιας “Tax the Rich” στην Ελλάδα. Η καμπάνια αυτή καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια δίκαιη και δημοκρατική κλιματική μετάβαση, επιχειρώντας να συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο υπογραφές Ελλήνων πολιτών και προτείνει την επέκταση των πολιτικών οικολογικής και κοινωνικής μετάβασης, μέσω της εισαγωγής -με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- ενός φόρου στον πλούτο μεγάλης κλίμακας.
Εισαγωγή:
Ποιο είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα των καιρών μας; Μια ερώτηση που ακούμε ή διαβάζουμε συχνά, χωρίς όμως να συμφωνούμε όλοι μεταξύ μας. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, πως η κλιματική αλλαγή ή ακριβέστερα η κλιματική κρίση είναι από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ανθρωπότητας. Και αυτό γιατί φέρνει εκτεταμένες και αλληλένδετες συνέπειες σε όλο τον κόσμο, εντείνοντας τις υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες και δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα των υποδομών, των θεσμών και των κοινωνιών μας, όπως φάνηκε από τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία και τις πυρκαγιές σε Έβρο και Ρόδο.
Όμως γιατί δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά; Τόσο σε αυτή την κρίση, όσο και σε σειρά κρίσεων -βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων-, όπως η οικονομική κρίση του 2009 και η πανδημία, παρατηρούμε διαρκώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο πολιτικές οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιούν τους πολίτες. Και αυτό γιατί η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, όπως και κάθε προβλήματος απαιτεί πόρους, οι οποίοι γίνονται όλο και πιο δυσεύρετοι εξαιτίας της άνισης κατανομής του πλούτου.
Ενδεικτικά, αξίζει να αναφέρουμε πως σύμφωνα με τα στοιχεία της Oxfam (2023), το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πλούτου και το ίδιο 1% εκπέμπει επίσης περισσότερο CO2 από το φτωχότερο μισό του πλανήτη. Είναι, συνεπώς, τεράστιας σημασίας η εύρεση πόρων μέσω της δίκαιης φορολογίας. Για να συμβεί αυτό, δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι (Piketty 2014 ; Saez and Zucman 2019) που ζητούν ως αντίδοτο την αυξημένη φορολόγηση του υπερβάλλοντα πλούτου.
Όμως, μαζί με το παραπάνω απαραίτητο βήμα για μια πιο δίκαιη κοινωνία και μια πιο αποτελεσματική διακυβέρνηση, είναι κομβικής σημασίας τα οικονομικά να πάψουν να είναι ένα “όπλο” στα χέρια των λίγων.
Καθώς αυτό το κείμενο γράφεται με αφορμή την συμμετοχή του Eteron στην πανευρωπαϊκή καμπάνια “Tax the Rich”, που συνδέει την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με το αίτημα για δίκαιη φορολόγηση, εστιάζει για λόγους οικονομίας χρόνου αλλά και περιεχομενικής συνάφειας στον τρόπο με τον οποίο τα οικονομικά έγιναν ένα πολύτιμο εργαλείο για επιχειρηματικούς κολοσσούς, ώστε να μπλοκάρουν την λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Έτσι, το αίτημα για οικονομική δικαιοσύνη, μέσω της φορολόγησης, συνδέεται με το εξίσου αναγκαίο αίτημα για περαιτέρω εκδημοκρατισμό της δημόσιας πολιτικής. Εξάλλου, και ο ρόλος του Eteron ως δεξαμενή σκέψης, είναι μέσω της γνώσης που παράγει να ενδυναμώνει τους πολίτες.
Πώς τα οικονομικά έγιναν όπλο στα χέρια λίγων και ισχυρών:
Στον τομέα της περιβαλλοντικής πολιτικής -και όχι μόνο-, δεν είναι ασυνήθιστο για ισχυρές ομάδες συμφερόντων, μέσω της οικονομικής πολιτικής, να ασκούν πιέσεις για πολιτικές που εξυπηρετούν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα, ακόμα κι αν τέτοιες πολιτικές έρχονται σε αντίθεση με τις ευρύτερες περιβαλλοντικές ανησυχίες του γενικού εκλογικού σώματος (Gilens, 2012). Αυτές οι ομάδες αναφέρονται συχνά στην βιβλιογραφία ως Λόμπι Εκπομπών (Εmitters Lobby) και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του αντίκτυπου που μπορεί να έχει ένα τέτοιο λόμπι είναι η περίπτωση της Charles River Associates (Franta, 2022). Αυτή η συγκεκριμένη περίπτωση αποτυπώνει ανάγλυφα τις πρακτικές που χρησιμοποίησε ο τομέας των ορυκτών καυσίμων για να υπονομεύσει, να σταματήσει ή να καθυστερήσει διάφορες κλιματικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων των προτάσεων φορολόγησης για τον άνθρακα στις ΗΠΑ και των παγκόσμιων συμφωνιών για το κλίμα.
Όπως εύγλωττα περιγράφει ο Franta (2022), το 1988 ήταν μια κομβική χρονιά για την πορεία της κλιματικής αλλαγής. Ο αμερικανός καθηγητής James Hansen μιλώντας ενώπιον του Κογκρέσου δήλωσε ότι η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας συνδεόταν με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Πρόκειται για μια κομβική ομιλία όσον αφορά την κατανόηση της κλιματικής αλλαγής. Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, ιδρύθηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), ενώ και η κυβέρνηση του Καναδά στήριξε μια διάσκεψη που είχε στόχο να προωθήσει τη μείωση των εκπομπών CO2 κατά 20% έως το 2005.
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτάχθηκαν στην υιοθέτηση φόρων άνθρακα για την επίτευξη αυτών των στόχων, επικαλούμενες οικονομικές ανησυχίες και αμφισβητώντας την ακεραιότητα των εκθέσεων για την κλιματική αλλαγή. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου (API), μέσω μελέτης, στήριξε το επιχείρημα πως η μείωση των εκπομπών θα είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Η μελέτη προέβλεψε ότι η μείωση των εκπομπών CO2 κατά 20% θα μείωνε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) κατά 1,7% έως το 2020 και 2,4% έως το 2100. Καθώς πλησίαζε η Σύνοδος Κορυφής της Γης στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992, το API διέρρευσε τα ευρήματα αυτής της μελέτης στους New York Times, επιχειρώντας να υποβαθμίσει τον αντίκτυπο των ορυκτών καυσίμων στην υπερθέρμανση του πλανήτη, δίνοντας έμφαση στο οικονομικό κόστος του ελέγχου των εκπομπών.
Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε επιτυχημένη και πολλές καίριες πολιτικές για το κλίμα, συμπεριλαμβανομένου του φορολογικού νομοσχεδίου BTU (ενεργειακός φόρος), δεν πέρασαν από τη Γερουσία.
Η εκμετάλλευση της οικονομικής πολιτικής, ως προνομιακό πεδίο διαπραγμάτευσης για να παρεμποδιστεί η μείωση των ορυκτών καυσίμων, εξακολουθεί να αξιοποιείται και σήμερα, με τα λόμπι ορυκτών καυσίμων να εργαλοποιούν συχνά το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία τους είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί από μη ειδικούς. Συνεπώς, το επιχείρημα, ότι η εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων θα ήταν πολύ κοστοβόρα, είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση.
Μάλιστα, η αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Συμφωνία του Παρισιού το 2017, σύμφωνα με τον Franta (2021), φέρεται να επηρεάστηκε από τα ευρήματα οικονομολόγων που είχαν ισχυρές διασυνδέσεις με τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων, που χρονολογούνται ήδη από τη δεκαετία του 1990. Φυσικά, υπάρχουν πολλές ακόμη παρόμοιες περιπτώσεις, που χρησιμοποιούνται διαφορετικές τακτικές (Kenner & Heede, 2021). Ωστόσο, το συγκεκριμένο παράδειγμα συνοψίζει με ακρίβεια την ισχύ που έχουν οι επιχειρήσεις (Miliband, 1969) σε ορισμένες πτυχές του δημόσιου διαλόγου, όπως οι οικονομικές πολιτικές (Gilens, 2014).
Έτσι, τα οικονομικά γίνονται προνομιακό πεδίο για τον «κυρίαρχο κοινωνικό συνασπισμό» (πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί και οικονομικοί παράγοντες), καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την ουσιαστική επιρροή από μη οργανωμένους ψηφοφόρους. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μη οργανωμένοι ψηφοφόροι δεν έχουν καμία διαπραγματευτική ισχύ στις πολιτικές για το κλίμα, ωστόσο καθίσταται σαφές ότι δίνουν μια άνιση μάχη.
Πιάνοντας το νήμα από την Γερμανία, η έρευνα της Heike Klüver (2020) προσφέρει ορισμένες απαντήσεις στο ερώτημα «αν αποφασίζουν τελικά οι ομάδες συμφερόντων ή οι απλοί ψηφοφόροι». Έχοντας την ευχέρεια να αναλύσει στατιστικά το γερμανικό παράδειγμα, λόγω της υποχρεωτικής καταγραφής ομάδων συμφερόντων ήδη από τη δεκαετία του 1970, η Klüver εξετάζει τις προτεραιότητες των λόμπι μέσω της ετήσιας λίστας “Bundesanzeiger” του γερμανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης, τις προτεραιότητες των ψηφοφόρων μέσω του μηνιαίου “Politbarometer” που συλλέγει μηνιαίες δημοσκοπήσεις από το 1986 και συγκρίνει όλα τα παραπάνω με τις κατηγορίες πολιτικών που καταγράφονται για τα κόμματα από το Manifestos Project.
Παρατηρεί, συγκεκριμένα, ότι εάν ο αριθμός των λόμπι που εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο τομέα πολιτικής «αυξάνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα, η προσοχή που δίνουν τα κόμματα σε αυτόν τον τομέα του θέματος αυξάνεται κατά 0,161 ποσοστιαίες μονάδες». Αντίστοιχα, παρατηρεί ότι η άνοδος «της προσοχής που δίνουν σε μια θεματική οι υποστηρικτές ενός κόμματος (ομοίως μετρούμενη ως ποσοστά) κατά μία ποσοστιαία μονάδα αυξάνει μόνο κατά περίπου 0,063 μονάδες την προσοχή του».
Πίνακας 1. Ο αντίκτυπος της κινητοποίησης από ομάδες συμφερόντων στην ευαισθητοποίηση των πολιτικών κομμάτων σε ορισμένα ζητήματα. Πηγή: Heike Klüver (2020)
Εν είδει κατακλείδας:
Συνεπώς, είναι φανερό ότι στο πεδίο της περιβαλλοντικής πολιτικής, παρότι οι πολίτες ασκούν ορισμένη επιρροή, συχνά η θεωρία σχετικά με την μεγαλύτερη ισχύ των λόμπι επιβεβαιώνεται, ενώ παρατηρείται και η εργαλειοποίηση της διάστασης της οικονομικής πολιτικής από την πλευρά τους για την επίτευξη των στόχων τους. Γι’ αυτό είναι κρίσιμος ο εκδημοκρατισμός της γνώσης γύρω από τα οικονομικά, αλλά και παρεμβάσεις οι οποίες ενδυναμώνουν τους πολίτες, προσφέροντάς τους την δυνατότητα ουσιαστικής δράσης στη βάση ενός τεκμηριωμένου σχεδίου.
Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι κομβική η συμμετοχή ερευνητικών φορέων σε τέτοιες δράσεις, όπως έπραξε η ομάδα του Eteron αναλαμβάνοντας την προώθηση και διάδοση της καμπάνιας “Tax the Rich” στην Ελλάδα. Όμως, αυτές οι δράσεις οφείλουν να μην περιορίζονται μόνο στο αμιγώς τεχνοκρατικό σκέλος, αλλά να συνοδεύονται με την παραγωγή γνώσης και την εκλαΐκευση της υπάρχουσας, για να επιτυγχάνουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Βιβλιογραφία: