Οι ευρωπαϊκές εκλογές του 2024 σηματοδότησαν μια σημαντική αλλαγή στο πολιτικό τοπίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), με τα ακροδεξιά κόμματα να κερδίζουν σημαντικό έδαφος σε αρκετά κράτη μέλη. Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών δείχνουν ένα ανάμεικτο σύνολο από πλευράς εκλογικής επιτυχίας των ακροδεξιών κομμάτων, με κάποια κόμματα να κερδίζουν ποσοστά πάνω από 30%, άλλα με σαφή κέρδη και άλλα καλύτερα από ό,τι προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις (Σλοβενία, Γαλλία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ολλανδία) ενώ άλλα να αποδεικνύονται λιγότερο πετυχημένα από ό,τι προέβλεπαν οι προβλέψεις και άλλα με σαφείς απώλειες στο εκλογικό κοινό (Βέλγιο, Δανία, Τσεχία, Φινλανδία). Και παρόλο που η στροφή προς τα δεξιά ήταν προβλεπόμενη, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να ήταν ακόμα πιο έντονα, καθώς για παράδειγμα το PVV στην Ολλανδία παρόλο που πέτυχε ένα ισχυρό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με τις δημοσκοπήσεις, ήρθε δεύτερο στις εκλογές με 17% πίσω από τη σοσιαλδημοκρατική εκλογική συμμαχία GroenLinks/PvdA που κέρδισε το 21.1% των ψήφων.
Στη Γερμανία, το AfD είδε μια αξιοσημείωτη αύξηση στο μερίδιο των ψήφων του, εξασφαλίζοντας 15.89% και το σημαντικό αριθμό των 15 εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό το αποτέλεσμα, παρότι δεν προκάλεσε έκπληξη, αποδίδεται στην αυξανόμενη δυσαρέσκεια με τη διαχείριση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε θέματα οικονομίας, μετανάστευσης και κλιματικής αλλαγής. Χαρακτηριστικά ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς αναγνώρισε την ανάγκη για επανεκκίνηση της χώρας και την αναγνώριση των ανησυχιών των ψηφοφόρων που αισθάνονται παραμελημένοι, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης κάλεσαν για μια πιο περιεκτική και πρακτική προσέγγιση στη διακυβέρνηση.
Η Εθνική Συσπείρωση (RN) της Γαλλίας, πρώην Εθνικό Μέτωπο (FN), υπό την ηγεσία των Λεπέν και Μπαρντελά, συνέχισε την ισχυρή του απόδοση από προηγούμενες εκλογές, κερδίζοντας 31.37% των ψήφων και αυξάνοντας τις έδρες του κατά 7 σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές. Ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, με το κόμμα του να συγκεντρώνει μόλις το 14.6% εξέφρασε ανησυχία για την άνοδο των ακροδεξιών ιδεολογιών, τόνισε τη σημασία της αντιμετώπισης των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που οδηγούν αυτή την τάση, κηρύσσοντας πρόωρες εκλογές, μια απόφαση που μπορεί να αποδειχθεί σε σημείο καμπής για την πολιτική σκηνή της χώρας αλλά και της Ευρώπης. Ο Γάλλος Πρόεδρος στην αναγγελία του υπογράμμισε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα προκάλεσαν εκκλήσεις για μεγαλύτερη ενότητα και μεταρρυθμίσεις εντός της ΕΕ για την αντιμετώπιση των εθνικιστικών τάσεων. Οι εκλογές για την ανάδειξη νέου κοινοβουλίου θα διεξαχθούν στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου.
Σε μια αντίστοιχη κίνηση, στο Βέλγιο, ο πρωθυπουργός Αλεξάντερ Ντε Κρου παραιτήθηκε μετά την καταστροφική ήττα του κόμματός του στις εθνικές και ευρωπαϊκές βουλευτικές εκλογές. Με τη Νέα Φλαμανδική Συμμαχία (N-VA) κόμμα που προάγει τον φλαμανδικό εθνικισμό, να κερδίζει το 14% των ψήφων και με το με το ακροδεξιό φιλοαυτονομιστικό Vlaams Belang στη δεύτερη θέση με 12%, ο φιλελεύθερος συνδυασμός του πρωθυπουργού Αλεξάντερ Ντε Κρου, Liberal Open VLD, κατάφερε να κερδίζει μόλις 5.8%.
Στην Ιταλία, το κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας (FdI), υπό την ηγεσία της Τζόρτζια Μελόνι, πέτυχε σημαντικές κέρδη, αυξάνοντας τις έδρες του κατά 18, κερδίζοντας το 28.8% των ψήφων ενισχύοντας την ηγεσία της στο εσωτερικό της χώρας αλλά και αναζωπύρωντας τις συζητήσεις για τον ρόλο της Ιταλίας στην ΕΕ και την προσέγγισή της σε θέματα μετανάστευσης και οικονομικής πολιτικής. Από την άλλη, η ακροδεξιά Λέγκα του Σαλβίνι αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους χαμένους στις εκλογές της ΕΕ, και από 34.3% στις ΕΕ του 2019 έπεσε στο 9% αυτή τη φορά, πίσω από το άλλοτε επίσης ισχυρό Φόρτσα Ιτάλια (FI), που παρομοίως κατέκτησε το 9.6% των ψήφων.
Το κόμμα Vox της Ισπανίας έκανε μικρά αλλά σημαντικά βήματα, προσελκύοντας ψηφοφόρους απογοητευμένους από τα παραδοσιακά κόμματα και ανησυχούντες για την εθνική ταυτότητα και ασφάλεια, αυξάνοντας τις έδρες του κερδίζοντας το 9.6% των ψήφων. Το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών και το κόμμα της αντιπολίτευσης, το Λαϊκό Κόμμα, αναγνώρισαν την ανάγκη για καλύτερη αντιμετώπιση των ζητημάτων εθνικής ενότητας και οικονομικής σταθερότητας. Παράλληλα η άνοδος του Vox εγείρει περαιτέρω ερωτήματα για το πολιτικό μέλλον της Ισπανίας και τη δέσμευσή της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με το κόμμα να εστιάζει κυρίως σε θέματα μετανάστευσης, στην αποκατάσταση της κυριαρχίας των ευρωπαϊκών εθνών και την αυξημένη προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Στην Πορτογαλία, η μεγαλύτερη ήττα στις εκλογές ήταν η Chega!, η οποία δεν κατάφερε να επαναλάβει την επίδοσή της στις εθνικές εκλογές του Μαρτίου του 2024, και κέρδισε μόλις το 9.8% των ψήφων, αποτέλεσμα σαφώς χαμηλότερο από αυτό του 18% στις εκλογές του Μαρτίου.
Στην Ανατολική Ευρώπη, τα ακροδεξιά κόμματα στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπως το Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) και το Fidesz, αντίστοιχα, διατήρησαν τις ισχυρές τους θέσεις, με τις θέσεις τους να συνεχώς αμφισβητούν τις πολιτικές της ΕΕ για τη μετανάστευση, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα LGBTQ+. Η συνεχής επιτυχία τους υπογραμμίζει τις βαθιές διαιρέσεις εντός της ΕΕ σχετικά με τους δημοκρατικούς κανόνες και το κράτος δικαίου.
Τέσσερα πράγματα είναι σίγουρα μετά από αυτές τις Ευρωεκλογές. Πρώτον, το επιχείρημα ότι η υποστήριξη για τα ακροδεξιά κόμματα ήρθε ξαφνικά, είναι παραπλανητική, καθώς η υποστήριξη αυτών των κομμάτων, με κεντρικά χαρακτηριστικά την αντίθεση στη μετανάστευση και την αντίθεση στην πολύ-πολιτισμικότητα, αυξάνεται σταθερά εδώ και δεκαετίες. Δεύτερον, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων σε πολλές χώρες αντανακλά την αυξανόμενη τάση ομαλοποίησής του, τόσο σε εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, κάτι που έχει σχολιαστεί εκτενώς ήδη από της προηγούμενες Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία το 2022, αλλά και στις εθνικές εκλογές στην Ολλανδία το 2023, καθώς τόσο το PVV αλλά και RN έχουν μετριάσει τις θέσεις τους για την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τρίτον, το Brexit έχει έχει σημαντικό αντίκτυπο στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2024 και αποτελεί προειδοποίηση για την Ευρώπη, επηρεάζοντας τόσο τις πολιτικές δυναμικές εντός της ΕΕ όσο και τις στρατηγικές των ακροδεξιών κομμάτων, με τα ακροδεξιά κόμματα υποστηρίζουν μεγαλύτερη εθνική αυτονομία και αμφισβητούν τα οφέλη της συμμετοχής στην ΕΕ. Και ενώ μπορεί να έχουν εγκαταλείψει ή να μην έχουν στο επίκεντρο πλέον το αίτημα για αποχώρηση από την Ένωση, τα ακροδεξιά κόμματα εκμεταλλεύονται τις οικονομικές αβεβαιότητες του Brexit για να επιχειρηματολογήσουν κατά της βαθύτερης ολοκλήρωσης και υπέρ πιο προστατευτικών οικονομικών πολιτικών. Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει επίσης χρησιμοποιηθεί από τα ακροδεξιά κόμματα για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυστηρότερων πολιτικών μετανάστευσης και μεγαλύτερου ελέγχου των εθνικών συνόρων, παρουσιάζοντας αυτά τα μέτρα ως απαραίτητα για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της πολιτιστικής ταυτότητας. Τέλος, η πρόκληση που αντιμετωπίζει τώρα η ακροδεξιά, είναι η πρόκληση της ενότητας, (ήδη το AfD αποκλείστηκε από το Κόμμα Ταυτότητας και Δημοκρατίας (ID) και η αποφυγή διχασμού εντός του κοινοβουλίου καθώς υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές σε κομβικά ζητήματα όπως η Πράσινη Συμφωνία αλλά και η στάση απέναντι στην Ουκρανία και τις σχέσεις με τη Ρωσία.
Με δύο από τα βασικά κράτη μέλη της ΕΕ (Γαλλία και Γερμανία) να βιώνουν ένα ακροδεξιό προβάδισμα, η κατάκτηση της ακροδεξιάς σε Ευρωπαϊκό επίπεδο φαίνεται εύλογη. Παρόλα αυτά, οι μέχρι στιγμής διαπραγματεύσεις για τους εσωτερικούς σχηματισμούς εντός Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, οι σημαντικές διαφορές πέραν της μετανάστευσης στην πολιτική ατζέντα και επομένως οι επακόλουθοι διχασμοί που αναδύονται μεταξύ των ακροδεξιών κομμάτων και τέλος οι πολύπλευρες και πολυδιάστατες μορφές της ακροδεξιάς στην Ευρώπη προσφέρουν μια μερική αισιοδοξία ότι το ακροδεξιό ρεύμα θα αποτύχει να υλοποιηθεί.