Πως είναι να είσαι ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένεια στην Ελλάδα το 2022 και να αγωνίζεσαι για την αναγνώριση της ύπαρξής σου; Είναι η κοινωνία «έτοιμη» να υποδεχθεί τον πολιτικό γάμο και το δικαίωμα στην τεκνοθεσία από τα ομόφυλα ζευγάρια ή μήπως η Πολιτεία κρύβεται πίσω από επιχειρήματα περί του αντιθέτου, ολιγωρώντας χαρακτηριστικά στην παροχή ίσων δικαιωμάτων προς όλες και όλους τις/τους πολίτες της; Σε αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα απαντά, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Eteron, ο ηθοποιός Μιχάλης Οικονόμου, ο οποίος μαζί με τον σύντροφό του, Γιώργο Μακρή, μεγαλώνουν εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια τον γιο τους, Νικηφόρο.
Ο κ. Οικονόμου περιγράφει τις αγωνίες και τις δυσκολίες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι και αντιμέτωπες οι «αόρατοι/ες» γονείς, αλλά και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη ζωή ενός παιδιού η μη αναγνώριση τους από το κράτος. Επισημαίνει πως ένα νομοσχέδιο για τον πολιτικό γάμο ομόφυλων ζευγαριών θα πρέπει να πηγαίνει ‘πακέτο’ με το δικαίωμα στην τεκνοθεσία και διατηρεί την αισιοδοξία του, λέγοντας: «Αν αγκαλιάσουμε τον εαυτό μας και δεν ντραπούμε γι’ αυτό που είμαστε, τότε μπορεί να αλλάξει σιγά-σιγά, κομμάτι-κομμάτι, γειτονιά- γειτονιά, ολόκληρη η κοινωνία. Νομίζω ότι προς τα εκεί πάμε».
Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητα του ένα ομόφυλο ζευγάρι με παιδί εξαιτίας της απουσίας νομικής αναγνώρισης του δικαιώματος στον γάμο, την παιδοθεσία, την συνγονεϊκότητα και την από κοινού επιμέλεια;
Στην καθημερινότητα, για να μιλήσω για εμάς, δεν αλλάζει κάτι. Είμαστε μια οικογένεια που λειτουργούμε όπως όλες οι άλλες, με τις ίδιες έγνοιες, τα ίδια άγχη, την ίδια αγάπη. Κι έχω την τύχη βέβαια, να μην έχει συμβεί κάτι απρόβλεπτο στην οικογένεια μου. Αν όμως, ο μη γένοιτο, σε μία ομόφυλη οικογένεια συμβεί κάτι, όπως για παράδειγμα ένας χωρισμός ή αν πεθάνει ένας από τους δύο γονείς – πραγματικότητες της ζωής που δεν είναι απίθανο να συμβούν – τότε η κατάσταση αλλάζει. Αυτό που ουσιαστικά ισχύει είναι ότι σε μία ομόφυλη οικογένεια, ο ένας γονιός είναι ο φυσικός γονιός του παιδιού ή έχει πάρει νόμιμα την επιμέλεια – όπως έχει συμβεί σ’ εμάς που ο Γιώργος έχει την επιμέλεια του μικρού – και ο άλλος γονιός είναι ο λεγόμενος «αόρατος» γιατί δεν τον καλύπτει κάποιο νομικό πλαίσιο, αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα. Δεν αναγνωρίζεται το ζευγάρι, ούτε μπορεί να παντρευτεί. Μπορεί μόνο να κάνει σύμφωνο συμβίωσης για την μεταξύ τους κατοχύρωση. Αν αυτοί οι δύο άνθρωποι θέλουν να έχουν ένα παιδί νόμιμα, δεν μπορούν να τεκνοθετήσουν. Μπορούν μόνο να κάνουν αναδοχή που, βέβαια, πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Είναι απλά μια φιλοξενία για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα χωρίς κανένα δικαίωμα από κανέναν.
Εμείς λοιπόν, και συγκεκριμένα εγώ, ως «αόρατος» γονιός, δεν καλυπτόμαστε. Αν για παράδειγμα χωρίσουμε, δεν θα έχω δικαίωμα να βλέπω το παιδί. Αυτό θα επαφίεται στην καλή θέληση του άλλου συντρόφου ή μόνο αν κάνουμε κάποιο ιδιωτικό συμφωνητικό σε κάποιον/α συμβολαιογράφο ή δικηγόρο, το οποίο όμως δεν αναγνωρίζει η Πολιτεία. Επίσης, αν φύγει από τη ζωή εκείνος που έχει την επιμέλεια του παιδιού, ποιος εγγυάται ότι η Πολιτεία θα δώσει το παιδί στον άλλο γονέα και δεν θα κινηθεί νομικά εναντίον του ή δεν θα το δώσει στον πρώτο εξ αίματος συγγενή; Θέλω να πω ότι μια οικογένεια μπορεί να έχει ένα παιδί και ξαφνικά να πρέπει να το πάρει το ίδρυμα ή να πάει στη γιαγιά, μολονότι υπάρχει ο δεύτερος γονέας.
Αυτό φαντάζομαι ότι είναι κάτι που προκαλεί στον/στην «αόρατο/η» γονέα συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου. Από τη μία, τον φόβο πως αν κάτι συμβεί στον/στην σύντροφο του/της μπορεί η Πολιτεία να τον/την απομακρύνει από το παιδί, αφού δεν τον/την αναγνωρίζει. Από την άλλη, ανησυχία για το μέλλον του παιδιού. Σωστά;
Ναι, αλλά δεν είναι μόνο ο/η «αόρατος/η» γονέας που νιώθει αυτή την ανασφάλεια. Την νιώθουν και οι δύο γονείς, καθώς και τα ίδια τα παιδιά που είναι εκτεθειμένα στις απρόβλεπτες καταστάσεις της ζωής. Η οικογένεια, ως σύνολο, δεν προστατεύεται εξαιτίας της συγκεκριμένης νομικής παράλειψης. Άρα, μιλάμε για μια κοινωνία δύο ταχυτήτων, στην οποία δεν έχουν όλες οι οικογένειες τα ίδια δικαιώματα και δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ίσα δικαιώματα. Αυτό είναι ένα φάουλ μιας δημοκρατικής χώρας ή τελος πάντων μιας χώρας που θέλει να λέγεται δημοκρατική.
Το τελευταίο διάστημα υπάρχει μία συζήτηση για τη νομική κατοχύρωση του πολιτικού γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια – δημοσιεύματα αναφέρουν ότι μπορεί να υπάρξει και κάποιο σχετικό νομοσχέδιο. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε το κομμάτι της τεκνοθεσίας;
Δεν γνωρίζω τα ακριβή στάδια. Από ό,τι αντιλαμβάνομαι όμως, όταν θα περάσει μια νομοθεσία που θα αφορά τον πολιτικό γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, επειδή ακριβώς αφορά και το οικογενειακό δίκαιο, θα πρέπει να περικλείει και ένα άρθρο που θα μιλάει για το δικαίωμα στην τεκνοθεσία. Δηλαδή, θα πρέπει να πηγαίνουν ‘πακέτο’ αυτά τα δύο. Ωστόσο, σε αυτή τη χώρα, δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Μπορεί την ώρα που θα ψηφίζεται ένα τέτοιο νομοσχέδιο, να πουν ψηφίζουμε τον πολιτικό γάμο, αλλά θέλουμε να εξαιρεθεί το κομμάτι της τεκνοθεσίας. Φοβάμαι ότι χρειάζεται μια γενναία απόφαση από την Πολιτεία για να περάσει ‘πακέτο’ όλο αυτό.
Γιατί πιστεύετε ότι στην Ελλάδα δεν έχουν υπάρξει έως τώρα νομοθετικές πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση; Δεν υπάρχει πολιτική βούληση ή, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, δεν είναι ακόμα «έτοιμη» η ελληνική κοινωνία;
Νιώθω ότι υπάρχει πολιτική βούληση αλλά, δυστυχώς, φοβούνται ότι θα χάσουν ψήφους – ειδικά τα πιο συντηρητικά κόμματα που αυτή τη στιγμή έχουν την εξουσία. Υπάρχει ο φόβος ότι θα χαθούν ψήφοι από ένα πολύ μεγάλο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας και την Εκκλησία. Δεν ξέρω πόσο έτοιμη είναι η κοινωνία. Ωστόσο, αν θυμηθούμε τις μεγάλες αποφάσεις που αφορούσαν δικαιώματα, όπως για παράδειγμα τον πολιτικό γάμο των στρέιτ, ένα μεγάλο κομμάτι της είχε αντιδράσει τότε. Προς τιμήν της η Πολιτεία όμως, πήρε την απόφαση και είπε ότι θα το κάνει. Και να που τώρα, δεν είναι πρόβλημα ο πολιτικός γάμος, υπάρχει μεγάλη αποδοχή αυτού του κομματιού. Θέλω να πω με αυτό το παράδειγμα ότι ποτέ ένα μέρος της κοινωνίας δεν θα είναι εντελώς έτοιμο για κάτι, γι’ αυτό η Πολιτεία θα πρέπει να δείχνει το δρόμο – πόσω μάλλον αν πιέζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μιλάμε για πράγματα που θα έπρεπε να έχουν ήδη γίνει. Αν η Πολιτεία πάρει τη γενναία απόφαση, τότε η κοινωνία θα ακολουθήσει. Παρόλα αυτά βλέπω ότι σιγά-σιγά η κατάσταση ωριμάζει. Δηλαδή δεν ήταν ποτέ πιο έτοιμη η κοινωνία από ό,τι τώρα για να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Εμείς αυτό βιώνουμε στην καθημερινότητα μας.
Θα σταθώ στο τελευταίο που είπατε για την επόμενη ερώτηση. Από την έως τώρα εμπειρία σας, πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι γονείς ένα ομόφυλο ζευγάρι με παιδί;
Κι εμείς είχαμε αυτή την απορία, πηγαίνοντας πρόσφατα το παιδί μας στον παιδικό σταθμό. Διερωτώμασταν για το πως θα μας αντιμετωπίσουν εκεί. Πρέπει να σας πω ότι ήταν πάρα πολύ ανοιχτοί, γεγονός που μάς έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ. Εννοώ ότι δεν χρειάστηκε να πάμε σε διαφορετικούς σταθμούς και μετά να επιλέξουμε που θα τον στείλουμε. Με την πρώτη, εκεί που πήγαμε, βρήκαμε ένα πολύ πρόσφορο κλίμα απέναντι μας και μια διάθεση για συνεργασία σε σχέση, για παράδειγμα, με το μάθημα που θα μπορεί να γίνει πιο συμπεριληπτικό. Ήταν πρόθυμοι, όταν μιλήσουν σε ένα μάθημα για την οικογένεια, να μην περιοριστούν στο μοντέλο μαμά-μπαμπά, αλλά να δείξουν ότι υπάρχουν και άλλα είδη οικογένειας. Κάτι παρόμοιο συνέβη και με γονείς συμμαθητών του μικρού, που ήδη έχουμε κάνει κάποιες συναντήσεις, π.χ. να πάμε σε παιδότοπους και παιδικά πάρτι. Ήταν πολύ cool και δεν χρειάστηκε να εξηγήσουμε τι και πώς. Μας αποδέχθηκαν.
Αυτό, ενδεχομένως, δίνει και την απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση για την ετοιμότητα της κοινωνίας.
Ναι, αν και δεν μπορώ να μιλήσω για ολόκληρη την κοινωνία παρόλο που νιώθω μια τάση αποδοχής. Παρατηρώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και μέσα από τις σειρές μυθοπλασίας που βγαίνουν στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, ότι υπάρχει ένα είδος ορατότητας και αποδοχής. Υπάρχει και αυτό το κομμάτι. Αλλά ναι, από τον στενό μας κύκλο, από το σχολείο του μικρού, από συγγενείς, φίλους και γονείς, βλέπουμε μια μεγάλη αποδοχή. Δεν έχουμε έρθει ποτέ σε δύσκολη θέση. Δεν έχει χρειαστεί να εξηγήσουμε κάτι κάπου και για ποιο λόγο, ούτε έχει χρειαστεί να υπερασπιστούμε αυτό που είμαστε.
Τα επόμενα χρόνια ο γιος σας, ένα παιδί ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειας, θα πάει σχολείο. Σας ανησυχεί ο τρόπος με τον οποίο θα τον αντιμετωπίσουν τα άλλα παιδιά;
Ναι και έχουμε μπει στη διαδικασία να σκεφτούμε σε ποιο σχολείο θα πρέπει να τον πάμε. Με αγχώνει και με φοβίζει το θέμα του μπούλινγκ γιατί, έτσι όπως είναι η κατάσταση σήμερα, μπούλινγκ μπορεί να φάει κανείς γιατί απλά έχει ένα πεταχτό αυτί. Εδώ βλέπουμε να μαχαιρώνουν παιδιά στο δρόμο γιατί φοράνε λάθος χρώμα μπλούζας. Επομένως, ξέρω, πως αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να ελέγξω. Αυτό που μπορώ να ελέγξω είναι να μεγαλώσω το παιδί με έναν τρόπο που να ξέρει ποιοι είμαστε, να μην ντρέπεται για εμάς, να έχει αποδοχή του εαυτού του και, αν μπορεί, να απαντήσει γι’ αυτό όπου χρειαστεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Και, φυσικά, να μην καταπιεστεί. Να μην νιώσει ότι είναι κάποιος εξωγήινος. Αλλά και εδώ πάλι, το μπαλάκι πηγαίνει στην Πολιτεία. Αν η Πολιτεία δεν πάρει την απόφαση να μας αγκαλιάσει και να μας περικλείσει στην κανονικότητά της και σ’ αυτό που θεωρείται δεδομένο και νορμάλ, δεν θα ακολουθήσει η κοινωνία εύκολα. Δεν θα πρέπει να παλεύουμε μόνες μας οι οικογένειες, θα πρέπει να μας υποστηρίξει η Πολιτεία και ακολούθως η κοινωνία.
Υπάρχει κάτι που, ως γονιός, θα θέλατε να υπάρχει στο εκπαιδευτικό σύστημα; Κάτι που ενδεχομένως θα μπορούσε να διευκολύνει τη ζωή όλων των παιδιών, πόσω μάλλον των ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιών και των παιδιών από ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες; Κάποιο σχολικό πρόγραμμα για παράδειγμα ή μία ολοκληρωμένη σεξουαλική εκπαίδευση;
Όλο και πιο συχνά σκέφτομαι ότι πρέπει να μπει ένα μάθημα, το οποίο δεν θα το περιόριζα στη σεξουαλική εκπαίδευση. Δεν ξέρω ακριβώς τι τίτλο θα του έδινα. Θα το περιέγραφα όμως, ως ένα μάθημα αποδοχής και ανεκτικότητας και μάλιστα σχεδιασμένο σε τρεις άξονες: Πρώτον, αποδοχής του ίδιου μας του εαυτού. Να αφορά δηλαδή τα παιδιά που νιώθουν διαφορετικά είτε γιατί είναι υπέρβαρα, είτε γιατί είναι ΛΟΑΤΚΙ+ ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Δεύτερον, αποδοχής του άλλου. Τρίτον, για το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους. Στο τελευταίο, θα μπορούσε να χωρέσει και το σεξουαλικό, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Δηλαδή το σεξ είναι ένα κομμάτι του θέματος που αφορά την αποδοχή του άλλου και των ορίων που πρέπει να θέσω για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει κάποιος στο σώμα μου. Περικλείει όλα αυτά που αφορούν τους βιασμούς, τις γυναικοκτονίες και μια γενικότερη ανάγκη εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των παιδιών.
Θα πρέπει όμως, για να είναι κατανοητό ένα τέτοιο μάθημα να είναι βιωματικό, δηλαδή να ξεκινάει από τον ίδιο μας τον εαυτό. Να μάθουμε με άλλα λόγια, να αγαπάμε και τον εαυτό μας και τους άλλους. Να εστιάζουμε στα κοινά μας σημεία που είναι άπειρα και όχι στις διαφορές μας, οι οποίες είναι φυσιολογικό να υπάρχουν. Να θυμόμαστε πως είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν.
Κλείνοντας, υπάρχει κάποιο μήνυμα που θα θέλατε να στείλετε σε όσες και όσους διαβάσουν την συνέντευξη μας;
Μιας και είστε Ινστιτούτο Κοινωνικής Αλλαγής, θα ήθελα να πω ότι η αλλαγή κοινωνικά ξεκινάει πρώτα από την αποδοχή του εαυτού μας και μετά από τον μικρόκοσμο που έχουμε γύρω μας – εννοώ τους γονείς, τα αδέρφια μας, τους ανθρώπους στη δουλειά, στο σχολείο, στη γειτονιά. Αν εκεί βγούμε με υπερηφάνεια και είμαστε ορατοί χωρίς να είμαστε φοβισμένοι, τότε αυτό είναι ένα βήμα ώστε ένας ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωπος να βρει, όταν είναι έτοιμος, τη δύναμη να μιλήσει στους γονείς του. Προσωπικά, αυτό βίωσα. Κι αφού τούς μίλησα και πήρα αποδοχή – ήμουν τυχερός σ’ αυτό – τότε βρήκα τη δύναμη να ανοιχτώ στους συγγενείς, στη γειτονιά, στη δουλειά και, ως δημόσιο πρόσωπο, και στην κοινωνία. Νομίζω ότι σιγά-σιγά, έτσι αλλάζει η κοινωνία, ακόμα κι αν δεν είσαι δημόσιο πρόσωπο για να μιλήσεις σε μια ευρεία γκάμα ανθρώπων. Αν αγκαλιάσουμε τον εαυτό μας και δεν ντραπούμε γι’ αυτό που είμαστε, τότε μπορεί να αλλάξει σιγά-σιγά, κομμάτι-κομμάτι, γειτονιά- γειτονιά, ολόκληρη η κοινωνία. Και νομίζω ότι προς τα εκεί πάμε. Είμαι αισιόδοξος γι’ αυτό.
Ο Μιχάλης Οικονόμου είναι ηθοποιός και αυτή την περίοδο κάνει πρόβες για τους Πέρσες του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, που θα παιχτούν στην Επίδαυρο 15 και 16 Ιουλίου. Επίσης συμμετέχει στην τηλεοπτική σειρά «Τα καλύτερά μας χρόνια» στην ΕΡΤ1.
Photo credits: Γιώργος Καπλανίδης