Η παρούσα ενότητα αποτελείται από μαρτυρίες. Πρόκειται για πέντε προσωπικές ιστορίες που αφορούν τις προκλήσεις της σύγχρονης μητρότητας, την μονογονεϊκότητα, την πάλη για συμφιλίωση προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, καθώς και την επιλογή αποχής από τη γονεϊκότητα.
Η εγκυμοσύνη έτυχε να είναι μία από τις πιο δύσκολες περιόδους στη ζωή μου, οπότε από πολύ νωρίς μπήκα στα βαθιά νερά της μητρότητας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς και κυρίως γιατί θεωρείται η καλύτερη περίοδος στη ζωή μιας γυναίκας, αλλά – η αλήθεια είναι – πως γνωρίζω δυο-τρεις περιπτώσεις που όντως ήταν έτσι. Άρα, λόγω μίας προσωπικής συνθήκης, κατά κάποιο τρόπο είχα πολύ χρόνο να προετοιμάσω τον εαυτό μου (χωρίς να έχω ιδέα βέβαια) για τις όποιες αλλαγές θα έρχονταν και παράλληλα να συζητήσω αρκετά με τον σύντροφό μου για το πώς θα διαχειριστούμε τις δυσκολίες που θα προκύψουν, μα κυρίως να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας τον τρόπο που έχουμε ανάγκη να στηρίζουμε ο ένας την άλλη σε αυτή τη νέα φάση ζωής.
Επιστρέφοντας με το μωρό στο σπίτι, εγώ έχω ήδη ξεχάσει την εγκυμοσύνη και έχουμε και οι δύο αποτρελαθεί με το μικρό. Είχα την απόλυτη τύχη – γιατί περί τύχης πρόκειται – να θηλάζω από την πρώτη στιγμή και αποκλειστικά. Κάτι που βολεύει παρά πολύ, όχι μόνο για το ποσό εύκολα τρώει το βρέφος όπου και αν είστε, αλλά και για το πόσα χρήματα μπορείς να αποταμιεύσεις αν δεν αγοράζεις βρεφικό γάλα στην Ελλάδα. Μέσα λοιπόν σε αυτήν την απόλυτη τύχη του θηλασμού, υπήρξαν παρά ένας φορές μέσα ένας πρώτους έξι μήνες που ένιωσα και απόλυτα φυλακισμένη. Ένιωσα παρά πολλές φορές ότι το σώμα μου δε μου ανήκει πια, ένιωσα ότι δεν έχω κανέναν έλεγχο πάνω του, ότι έχω εγκαταλειφθεί μέσα του και ορίζομαι από κάθε τι άλλο παρά από εμένα. Για παράδειγμα μολονότι είχα ένα τρομερά υποστηρικτικό περιβάλλον, δεν μπορούσα να απομακρυνθώ από το μικρό μου παραπάνω από δύο ώρες. Ταυτόχρονα, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, δεν ήθελα να κόψω τον θηλασμό γιατί με έκανε να νιώθω περήφανη που αυτό το σώμα ταΐζει το παιδί μου. Και μάλλον, από όσο καταλαβαίνω ετεροχρονισμένα, αυτό το προτιμούσα περισσότερο από την αυτονομία μου. Και έτσι ο αποθηλασμός ήρθε μόνος του και σιγά-σιγά σε 10 μήνες.
Στάθηκα τυχερή γιατί δεν αναγκάστηκα να δουλέψω τον πρώτο καιρό. Με ευνόησαν οι συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο στην οικογένεια μου και δεν χρειάστηκε να μπω στη δυσκολία του «ψάχνω πού να αφήσω το μωρό, αντλώ γάλα για να του το δίνει άλλος», και ό,τι τελοσπαντων συνεπάγεται ο πρώιμος αποχωρισμός αυτής της δυάδας. Θαυμάζω πολύ τις γυναίκες που καταφέρνουν κάτι τέτοιο καθώς η χώρα στην οποία ζούμε δεν είναι και η πιο φιλική στην απόκτηση ενός παιδιού και τη στήριξή του. Πόσω δε μάλλον στην απόκτηση δεύτερου ή τρίτου.
Όταν έφτασε η ώρα να βγω ξανά στην αγορά εργασίας, ψυχικά ήμουν έτοιμη – ίσως και παραπάνω από έτοιμη. Είχα πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να αισθάνεται – δε θα ντραπώ να το πω – άχρηστη. Κοινωνικά και εργασιακά. Και αντιπαραγωγική. Ήμουν ένας άνθρωπος που δούλευε από τα 20 του χρόνια και ξαφνικά, στα 36, έγινα 24/7 μαμά. Κάπου με έπνιξε όλο αυτό, κάπου με έχασα, κάπου δε με αναγνώριζα ως οντότητα. Κάπου είχα γίνει κι εγώ μωρό. Τρομερή σύγχυση στο μυαλό, τρομερή αγωνία αν θα μπορέσω να ξαναγίνω μονάδα, υπερβολικός φόβος για το αν θα μπορέσω να ξανά γνωρίσω τον εαυτό μου και κυρίως αν θα τον αγαπήσω έτσι. Νομίζω πως μετά από πολλή προσπάθεια και κόπο, σχεδόν τρία χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού μου, έχω καταφέρει να βρω έναν δρόμο που με ισορροπεί και σε αυτόν θα ήθελα να συνεχίσω να κινούμαι.
Νιώθω τυχερή γιατί δεν έχω αισθανθεί πίεση από το στενό οικογενειακό μου περιβάλλον, εννοώ τους γονείς μου, να αποκτήσω παιδιά. Έχω ακούσει σκόρπιες κουβέντες ή υπονοούμενα από γνωστούς και αγνώστους αλλά και μόνο που εκφράζουν τη γνώμη τους για τη ζωή μου, ενώ δεν τη ζήτησα, είναι αρκετό για να πέφτουν στα μάτια μου και να μην τους παίρνω σοβαρά. Γενικά, ο κοινωνικός περίγυρος σίγουρα επηρεάζει αφού οι εξελίξεις που συμβαίνουν στη ζωή των συνομηλίκων/φίλων μάς βάζουν σε μία διαδικασία σύγκρισης και προβληματισμού, ειδικά όταν διαφοροποιούμαστε από εκείνους.
Η μητρότητα είναι ένα θέμα στο οποίο δεν έχω απαντήσει ακόμα. Το τελευταίο διάστημα έχω παρατηρήσει ότι αποφεύγω να το σκεφτώ διεξοδικά και να πάρω μια συγκεκριμένη απόφαση. Ίσως αντιστέκομαι σε μια ευρύτερη κοινωνική πίεση που υπάρχει στις γυναίκες της ηλικίες μου, γι’ αυτό και συχνά οι συζητήσεις μονοπωλούνται από αυτή τη θεματολογία, με πολλές να επιλέγουν να ξεκινήσουν τη διαδικασία της κρυοκατάψυξης ωαρίων. Προσωπικά μάλλον αποφεύγω τις πολλές συζητήσεις, αλλά και έναν γενικό ιατρικό έλεγχο γονιμότητας προκειμένου να έχω μια συνολικότερη εικόνα της αναπαραγωγικής μου δεινότητας, πόσο μάλλον να υποβληθώ στη διαδικασία της κρυοκατάψηξης. Νομίζω ότι επιλέγω να αφήσω τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους, αβίαστα, χωρίς ιδιαίτερη πίεση.
Ειλικρινά, δεν ξέρω αν η στάση μου είναι αυτοκαταστροφική ή επαναστατική: «αυτοκαταστροφική» υπό την έννοια ότι δεν χρησιμοποιώ τις δυνατότητες που μού προσφέρονται από τη σύγχρονη ιατρική για την πραγματοποίηση μιας πιθανής μελλοντικής επιθυμίας ή «επαναστατική» γιατί, κόντρα στο ρεύμα των καιρών, επιμένω να μην υποκύψω στην πίεση που ασκείται στις γυναίκες τις ηλικίας μου να αναπαραχθούν καταψύχοντας τα ωάρια τους και περιμένω τις εξελίξεις στην προσωπική μου ζωή να υποδείξουν τα επόμενα βήματα μου, δηλ. το κατά πόσο νιώθω συναισθηματικά κοντά στον σύντροφο μου, πώς διαχειριζόμαστε τις προκλήσεις ως ζευγάρι, πόσο θα μας ενδιέφερε η απόκτηση ενός παιδιού από κοινού κ.ά. Άλλωστε, για εμένα προσωπικά, η μητρότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συντροφικότητα. Δηλαδή θεωρώ τη συντροφικότητα – με ό,τι αυτή συνεπάγεται (αγάπη, αμοιβαιότητα, μοίρασμα) – ως μια ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη γονεϊκότητα που, αν δεν καλύπτεται, απομακρύνομαι πολύ από αυτή την προοπτική.
Αν για κάτι είμαι απόλυτα σίγουρη είναι ότι δεν θα άλλαζα καμία από τις επιλογές που έχω κάνει μέχρι σήμερα, δηλ. να προτεραιοποιήσω άλλες πτυχές της ζωής μου (σπουδές, φιλίες, ομάδες, διασκέδαση, ερωτικές σχέσεις κτλ.), για να έχω ήδη γίνει μητέρα. Κι αν κάτι με καθησυχάζει, είναι ότι μπορώ να φανταστώ εξίσου όμορφη τη ζωή μου στο μέλλον είτε γίνω μητέρα είτε όχι. Έχω σκεφτεί με μεγάλη λεπτομέρεια και τις δύο εκδοχές και τις βρίσκω αμφότερες εξίσου ελκυστικές».
Αποφάσισα να χωρίσω στα 32. Τότε τα παιδιά μου ήταν 2,5 και 4,5 ετών. Στην ουσία ήταν δύο μωρά. Κι όμως πολλοί θα πουν γιατί δεν έκανα υπομονή μέχρι να μεγαλώσουν; Πολλές φορές δεν υπάρχει άλλη λύση. Με αυτήν την απόφαση μου, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, είδα ένα βουνό από προβλήματα να ορθώνεται μπροστά μου. Θεωρητικά τα γνώριζα, πρακτικά όμως όχι.
Ας δούμε λοιπόν πως μεγαλώνεις μόνη σου, μέσα σε ένα 24ωρο, δύο παιδιά χωρίς καμία απολύτως βοήθεια. Η Πολιτεία δεν αναγνωρίζει τις χωρισμένες μαμάδες με την πλήρη επιμέλεια ως μονογονεϊκές οικογένειες. Οπότε δεν υπάρχει πουθενά το κράτος.
Έμενα στην Αθήνα. Η δουλειά μου ήταν περίπου 1,5 ώρα απόσταση από το σπίτι. Άφηνα τα παιδιά το πρωί στο σχολείο και έτρεχα στην δουλειά. Εάν με έπιανε η κίνηση, με έπιανε και ο πανικός. Τελείωναν από το ολοήμερο στις 16:00. Εννοείται πως δεν είχα σχολάσει ακόμα. Είχα μια κυρία για την δίωρη φύλαξη μέχρι να φτάσω σπίτι. Βόλτα τα παιδιά, λίγο στις κούνιες, λίγο στο πάρκο. Επιστροφή στο σπίτι για το μαγείρεμα, πλύσιμο, τακτοποίηση και ξανά μαγείρεμα. Μέχρι να φτάσει 21:00 να κοιμηθούν για να κάνεις και τα υπόλοιπα. Και όταν πήγαινε πια η ώρα 23:00 χωρίς αντοχές, σωματικές και ψυχολογικές ερχόταν η προσωπική σου ώρα. Η ώρα που έχεις για τον εαυτό σου. Απλά να ξαπλώσεις να κοιμηθείς. Δεν ολοκληρώνεις ποτέ μια ταινία. Δεν έχεις αντοχή να διαβάσεις πάνω από 3 σελίδες το αγαπημένο σου βιβλίο. Δεν έχεις αντοχή να βγεις ένα ραντεβού.
Αυτή ήταν μια εύκολη ρουτίνα. Θυμάμαι όταν αρρώστησε ο γιος μου έπρεπε να τον πάω στο νοσοκομείο. Για να τον πάω όμως χωρίς να μεταφέρω και το μωρό μαζί λόγω ιώσεων έπρεπε να περιμένω τους γονείς μου από την επαρχία. Με το που ήρθαν πήγα τον μικρό στα επείγοντα και νοσηλεύτηκε για τρεις μέρες. Εκεί νιώθεις την απόλυτη μοναξιά. Δεν υπήρχε κάνεις να σου φέρει ένα μπουκαλάκι νερό, ένα πιάτο φαγητό. Δεν μπορούσες να αφήσεις μόνο του το παιδί για να πας να πάρεις κάτι. Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, χωρίς μπάνιο, χωρίς άλλα ρούχα και ένα μωρό πίσω και αυτό με 39 πυρετό. Μέσα σε αυτήν την καθημερινότητα περνάει ο χρόνος. Και τα παιδιά μεγαλώνουν. Και μεγαλώνεις και εσύ μαζί τους. Τώρα πια τα παιδιά είναι 10 και 12 ετών. Πιο αυτόνομα μεν με περισσότερες δραστηριότητες δε.
Τα πιο δύσκολα κομμάτια διαχείρισης είναι ο χρόνος και οι τύψεις.
Πρέπει να είσαι πολλές φορές σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Και εννοείται πως δεν προλαβαίνεις.
Και σε πιάνουν οι τύψεις και τα ερωτηματικά. Γιατί δεν μπόρεσα να τα προλάβω όλα; Γιατί δεν έκανα σωστή διαχείριση του χρόνου; Τι άλλο να έκανα; Και περνάει ο καιρός. Και ακόμα δεν προλαβαίνω.
Παρόλα αυτά δεν θα άλλαζα τίποτε στην ζωή μου. Η ανιδιοτελής αγάπη που δίνω είναι πρωτόγνωρη μα δεδομένη.
Και ας κάνω λάθη!
Είχα στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή μπορεί να γίνω μαμά, αλλά ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός. Έλεγα πάντα όμως πως αν τύχει να κάνω παιδιά, δεν θα ήταν μόνο ένα γιατί ως μοναχοπαίδι ένιωσα μεγάλη μοναξιά, την οποία δεν θα ήθελα να νιώσει το παιδί μου. Μετά από αρκετά χρόνια σχέσης, έμεινα έγκυος στο πρώτο παιδί που με χαρά κρατήσαμε. Ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι της γονεϊκότητας, για το οποίο βέβαια δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη.
Η εγκυμοσύνη συνδυάστηκε με την επιστροφή μας από το εξωτερικό. Θέλαμε να γίνει έτσι – ιδίως εγώ – γιατί νομίζαμε ότι σε αντίθεση με το Λονδίνο, όπου ζούσαμε εκείνη την περίοδο, θα είχαμε ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον εδώ στην Ελλάδα και αναφέρομαι τόσο σε επίπεδο αποστάσεων και κόστους ζωής, όσο και βοήθειας από την οικογένεια. Κάναμε λάθος. Σε τίποτα σχεδόν δεν είναι υποστηρικτικό το πλαίσιο στην Ελλάδα. Το επίδομα των 2.000 ή 2.400 ευρώ δεν διευκολύνει την ανατροφή ενός παιδιού. Είναι βοηθητικό, αλλά είναι παροδικό – αρκεί να δεις τις τιμές του βρεφικού γάλακτος ή τις πάνες για να το καταλάβεις. Από τα πεζοδρόμια στο κέντρο της πόλης, όπου δίνεις καθημερινό αγώνα για να μετακινηθείς με το καρότσι του παιδιού, μέχρι τους παιδικούς σταθμούς ή την εύρεση βοήθειας για το σπίτι, οι υποχρεώσεις είναι τεράστιες σε οικονομικό και σωματικό επίπεδο. Οι δε υποδομές είναι ανύπαρκτες για να διευκολύνουν – έστω και λίγο – τη ζωή μιας μητέρας.
Εξαιρώ μόνο το δημόσιο μαιευτήριο της Αθήνας, όπου γέννησα και τα δυο μου παιδιά, στο οποίο πρέπει να πω ότι είχα συνολικά μια εξαιρετική εμπειρία. Ένα μικρό παράπονο μου έχει μείνει μόνο που αφορά το θέμα του θηλασμού. Μολονότι πρόκειται για ένα «μωροκεντρικό» – όπως τα ονομάζουν πια – νοσοκομείο, στο κομμάτι του θηλασμού κατά την γέννηση του πρώτου μου παιδιού δεν υπήρχε καμία ενθάρρυνση ή υποστήριξη σε αυτό. Η πρώτη μου εγκυμοσύνη ήταν πολύ δύσκολη. Λίγο πριν την ολοκλήρωση της το παιδί εμφάνισε ενδομήτρια υπολειπόμενη ανάπτυξη. Πολύ αγχωτική και δύσκολη περίοδος για μένα –διαγνώστηκα τότε με αγχώδη διαταραχή. Δεν ήξερα αν και πως θα γεννηθεί το μωράκι, αν θα είναι υγιές και σε τι κατάσταση. Μόλις γέννησα άρχισαν να με πιέζουν στο μαιευτήριο, να μου λένε ότι το παιδί πρέπει να πάρει μπουκάλι γιατί υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μην πετύχει ο θηλασμός. Σε ένα κλίμα φόβου και παντελούς άγνοιας που είχα, δεν επέμεινα για το αντίθετο. Άκουσα τις μαίες και τελικά… έχασα τον θηλασμό με το πρώτο παιδί. Αντλούσα γάλα από το στήθος μου για εννιά μήνες χωρίς ουσιαστικά να προσπαθήσουμε πραγματικά για τον θηλασμό. Αντίθετα, με το δεύτερο παιδί που ενημερώθηκα πλήρως για το θέμα, συνεχίζω να θηλάζω ακόμα επτά μήνες μετά τη γέννηση του. Όλες οι μαμάδες πρέπει να ενημερωθούν για τον θηλασμό και να αποφασίσουν μόνες τους για το τι θα κάνουν.
Ως ελεύθερη επαγγελματίας η στήριξη που δικαιούμαι από το κράτος ήταν περίπου 800 ευρώ, τα οποία μου δόθηκαν αποσπασματικά – περίπου σε βάθος ενός τετραμήνου. Έκτοτε δεν είχα κανένα εισόδημα. Σε λίγες μέρες, οπότε και συμπληρώνονται οκτώ μήνες, θα πρέπει να επιστρέψω στο γραφείο με το οποίο συνεργάζομαι. Ήταν ένα διάστημα που πέρασε με το τεράστιο άγχος του αν θα με αντικαταστήσουν. Δεν ήθελα να επιστρέψω στους τέσσερις μήνες, είχα ανάγκη να μείνω με το παιδί. Τους το είπα, το δέχθηκαν – οικονομικά άλλωστε δεν τους κόστιζα. Ξέρω όμως καλά ότι η επιστροφή μιας γυναίκας που εργάζεται ως ελεύθερη επαγγελματίας στη δουλειά μετά από εγκυμοσύνη είναι καθαρά θέμα τύχης, θέμα συγκυρίας. Αν δεν προκύψει κάποια άμεση ανάγκη για τη θέση σου και μπορούν να καλυφθούν από τις ήδη υπάρχουσες, δεν θα πάψει η συνεργασία. Αν όχι, υπάρχει πρόβλημα. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη, ούτε φυσικά μειωμένο ωράριο.
Ταυτόχρονα όμως, ως γυναίκα έχεις να παλέψεις και με το άγχος του πως θα λειτουργήσει το σπίτι χωρίς εσένα, πως θα γράψει η απουσία σου στα παιδιά. Πρέπει να διαχειριστείς τις τύψεις σου που θα λείπεις κι ας είναι για δουλειά, για θέμα βιοπορισμού της οικογένειας. Θυμάμαι μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού μου, όταν επέστρεψα στο γραφείο, πάλευα μέσα μου. Πίστευα ότι δεν είμαι καλή μητέρα. Από την άλλη, όσες εναλλακτικές μορφές απασχόλησης προσπάθησα να σκεφτώ τότε – ακόμα και το ενδεχόμενο να μην επιστρέψω στο γραφείο εξέτασα κάποια στιγμή – ήξερα και ξέρω ότι το να δουλεύω έχει ταυτοτικά στοιχεία για μένα. Αν δεν εργαζόμουν, δεν θα ήμουν η ίδια. Δεν θα ήμουν εγώ. Μ’ αρέσει το επάγγελμα μου, δεν θα ήθελα να το αφήσω. Θα ήθελα όμως να υπάρχουν καλύτεροι όροι για όλους τους γονείς.
Οι επιλογές είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης ενός συνδυασμού παραγόντων. Αισθάνομαι ότι είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τις βαρύτητες που τις καθορίζουν, το ποσοστό δηλαδή που προέρχεται από προσωπική επιθυμία, και αυτό που προέρχεται από βαθιά ριζωμένες κοινωνικές προσδοκίες και επιρροές. Αυτή η σκέψη μου αφορά πολλές εκφάνσεις της ζωής μας, από τις επιλογές στον τρόπο διαβίωσης, τη διεκδίκηση επιπλέον υλικών αγαθών, τον τομέα των σπουδών και τις επαγγελματικές φιλοδοξίες, το κοινωνικό μας πρόσωπο, μέχρι – ίσως – τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός ανθρώπου, τον γονεϊκό.
Για εμένα αποτέλεσε ένα πολύ μακρύ και βαθύ ταξίδι η αναζήτηση της ύπαρξης ή της απουσίας, αυθεντικής και προσωπικής επιθυμίας να αποκτήσω παιδιά. Εδώ πολύ συνειδητά επιλέγω τη λέξη παιδιά και όχι οικογένεια, μιας και η οικογένεια για εμένα σχηματίζεται αρχικά και πρωτίστως όταν δύο ενήλικες επιλέγουν να διεκδικήσουν μία κοινή πορεία. Τελικά αυτό το ταξίδι είχε ως προορισμό την επιλογή να μη γίνω μητέρα. Ποια είναι όμως η αφετηρία μίας τέτοιας αναζήτησης;
Η αφετηρία αυτής της αναζήτησης έχει δύο επίπεδα: το πρώτο είναι ασυνείδητο και ενισχύεται από την παιδική ηλικία μιας γυναίκας που κοινωνικά εγκλωβίζεται σε εξιστορήσεις παραμυθιών με πρίγκιπες και πριγκίπισσες, σε ετεροπροσδιορισμό που επαφίεται σε ερωτήσεις όπως «Ποιον αγαπάς;», και σε κούκλες-μωρά που ένα μικρό παιδί καλείται ως παιχνίδι να φροντίσει προσποιούμενο το ρόλο του γονιού. Το δεύτερο και συνειδητό επίπεδο αρχίζει να ενεργοποιείται σε μεγαλύτερη ηλικία, μέσα από τον οικογενειακό περίγυρο, το φιλικό κύκλο, την κοινωνία ακόμα και το ιατρικό περιβάλλον που πλέον καλείται – και καλώς το κάνει – να μοιραστεί με τις γυναίκες τρόπους πρόληψης και φροντίδας για την παράταση του διαστήματος που θα μπορέσει κανείς να διεκδικήσει το «όνειρο» της μητρότητας.
Στην ηλικιακή δεκαετία των 20 – μία δεκαετία όπου το τελευταίο που πρέπει να σε απασχολεί είναι η δημιουργία οικογένειας – ήμουν σίγουρη ότι θέλω παιδιά. Γνωρίζω πια τους λόγους που ένιωθα έτσι και θα μπορούσαν μόνοι τους να απασχολήσουν ένα κείμενο 800 λέξεων. Συνδέονται πάντως με την επιρροή της κοινωνίας και τα οικογενειακά βιώματα. Σήμερα κοντεύω τα 40 και τα τελευταία έξι χρόνια είμαι πια κατασταλαγμένη στο ότι δεν θέλω να αποκτήσω παιδιά. Γι’ αυτό και απέρριψα την κατάψυξη ωαρίων επανειλημμένα στις ηλικίες των 34,35 και 36. Μετά ήρθε η αποδοχή της απόφασής μου και από το γιατρό μου. Αυτή η συνειδητότητα προέρχεται από πολλές συζητήσεις με ανθρώπους που αγαπώ, χρόνο με τον εαυτό μου και προσωπική αναζήτηση, και κυρίως από ένα δεκαετές ψυχοθεραπευτικό ταξίδι που ολοκληρώθηκε πριν δύο περίπου χρόνια.
Μία γυναίκα που δε θέλει παιδιά μπορεί να λατρεύει τα παιδιά, όπως εγώ, να απολαμβάνει τη συναναστροφή μαζί τους, να είναι τρυφερή, να μοιράζεται ειλικρινά και με μεγάλη συγκίνηση τη χαρά των φίλων της όταν γίνονται γονείς, να μην κουβαλάει τραύματα -ή αν θέλω να είμαι ειλικρινής- να μην κουβαλάει περισσότερα τραύματα από όσα κουβαλούν όσοι είναι ήδη γονείς, να έχει βρει τον άνθρωπο που ονειρεύεται να είναι συνοδοιπόρ@ στη ζωή της, να έχει τη βιολογική δυνατότητα να τα αποκτήσει (γιατί ακούμε και δηλώσεις όπως «λέει ότι δε θέλει αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί» λες και ζούμε στο 1950).
Παρατηρήστε, αν σας δοθεί η ευκαιρία, το εξής εντυπωσιακό: Αν σε μία παρέα ένας άντρας εκφράσει την επιθυμία να παραμείνει άτεκνος δεν θα ξεκινήσει μία συζήτηση βασισμένη σε ερωτήσεις που διερευνούν τους λόγους που οδηγήθηκε σε αυτή την επιλογή. Αντίστοιχα, αν σε μία παρέα μία γυναίκα εκφράσει την απόφαση και επιλογή της να γίνει μητέρα, τα συγχαρητήρια που θα δεχτεί, δεν θα τα διαδεχθούν ερωτήσεις που εξερευνούν τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Τολμήστε όμως να δηλώσετε σε μία παρέα ηλικιών 30+ ότι μία γυναίκα αποφάσισε να μην αποκτήσει ποτέ παιδιά και σας εγγυώμαι ότι θα μονοπωλήσει την υπόλοιπη συζήτηση η προσπάθεια αρχικά να κατανοήσει η πλειοψηφία γιατί μία γυναίκα μπορεί να επιλέγει κάτι τέτοιο, μετά θα αναζητηθεί (διακριτικά αν υπάρχει τακτ) το τραύμα της – γιατί μόνο έτσι δικαιολογείται αυτή η απόφαση – και τελικά θα ξεκινήσει μία προσπάθεια να μεταπείσουμε τη γυναίκα αυτή – ή τουλάχιστον να βεβαιωθούμε ότι έχει καταλάβει τι πραγματικά «χάνει» ή «θυσιάζει» μένοντας άκληρη.
Παλαιότερα τις αντιδράσεις αυτές τις βίωνα πιο έντονα, κυρίως για δύο λόγους. Αρχικά γιατί άφηνα το χώρο στους ανθρώπους να γίνουν αδιάκριτοι και δεύτερον, γιατί επέτρεπα στον εαυτό μου να αισθάνεται υποχρέωση να υπερασπιστώ την επιλογή μου.
Έχω την τύχη να έχω γονείς που αγκάλιασαν απόλυτα την απόφασή μου, ένα σύντροφο που σέβεται την επιλογή μου και στηρίζει τη σχέση μας και τα κοινά μας όνειρα, ακόμα και αν αυτά δεν περιλαμβάνουν εμάς τους δύο σε ρόλο γονέων – κάτι που για να είμαι δίκαιη θα πω ότι θεωρώ σημαντικό κάθε άνθρωπος να εκφράζει στο/στη σύντροφ@ του νωρίς για να υπάρχει διαφάνεια και ισότιμο δικαίωμα επιλογής -, και ένα πολύ σημαντικό σύστημα φίλων που ξέρω ότι genuinely πιστεύουν στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος κάθε ανθρώπου.
Προφανώς έχω γύρω μου (ίσως και κοντά μου) και ανθρώπους που με πίεσαν, με αμφισβήτησαν, με προσέβαλαν, κάποιοι μάλιστα με «απείλησαν» με δηλώσεις όπως «όταν θα το μετανιώσεις θα είναι αργά» και αυτοί αριθμητικά αν κοιτάξουμε την κοινωνία είναι οι περισσότεροι. Ζούμε όμως σε μία εποχή – και σε μία πλευρά του κόσμου καθαρά από τύχη- που ευτυχώς μας επιτρέπει να αντιδράμε. Να ακουγόμαστε. Να διαφωνούμε. Να διεκδικούμε. Να ονειρευόμαστε. Να ζούμε όπως επιλέγουμε. Η εποχή το δίνει, η κοινωνία όχι πάντα, η δύναμη όμως είναι προσωπική υπόθεση να βρίσκεται και να τολμάμε να πορευόμαστε με τον τρόπο που εμείς επιλέγουμε.