Τρεις δημοσιογράφοι μιλούν για τις αναπαραστάσεις ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στα ελληνικά ΜΜΕ στο παρελθόν και σήμερα. Τι έχει αλλάξει από την εποχή της Αυριανής; Πολλά αν σκεφτούμε τους αγώνες που έχουν δοθεί και την ορατότητα που έχει κερδηθεί. Λίγα, αν δούμε την αντιμετώπιση των μέσων ενημέρωσης απέναντι στην υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου. Ο Θοδωρής Αντωνόπουλος από την LIFO, ο Δημήτρης Αγγελίδης από την Εφημερίδα των Συντακτών και ο Βασίλης Θανόπουλος από το ANTIVIRUS γράφουν για την ορατότητα και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει πιο συμπεριληπτικός και μη στιγματιστικός ο δημόσιος λόγος.
Θοδωρής Αντωνόπουλος
Οι πρώτες εικόνες που είχα από λοατκι αναφορές στον Τύπο πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αναφέρονταν σε «αδερφές», «τοιούτους», «ανώμαλους» και «τρίτο φύλο», ακόμα και σε ρεπορτάζ για δολοφονίες με ομοφοβικά ή τρανσφοβικά κίνητρα. Ανάλογους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς χρησιμοποιούσε το σύνολο σχεδόν του ημερήσιου Τύπου, άσχετα με το πού έκλινε πολιτικά. Το αποκορύφωμα ήταν η «Αυριανή» του λεγόμενου λαϊκού ΠΑΣΟΚ με τις τεράστιες επί σειρά ετών κυκλοφορίες που «άφησε εποχή» με τις συκοφαντικές, χυδαίες και κατά σύστημα επιθέσεις της σε επιφανείς λοατκι προσωπικότητες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Αλέξανδρος Ιόλας και τη “macho” ρητορική μίσους που τη χαρακτήριζε γενικότερα. Η επιδημία του HIV/AIDS πυροδότησε, με τη σειρά της, ένα νέο ξέσπασμα κακοποιητικού ομοφοβικού λόγου και ηθικού πανικού που χρειάστηκαν χρόνια για να αμβλυνθεί.
Από τη δεκαετία του ’90 και μετά χάρη στους «ανέμους της αλλαγής» που φυσούσαν πια δυνατά και στην Ελλάδα, την είσοδο νέων ανθρώπων με πιο φρέσκες αντιλήψεις στη δημοσιογραφία αλλά και τις παρεμβάσεις λοατκι ακτιβιστών, η εικόνα αυτή άρχισε σταδιακά να διαφοροποιείται. Τα στερεότυπα, οι προκαταλήψεις, ο τοξικός λόγος δεν εξαφανίστηκαν, συνέχισαν να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στα ιδιωτικά κανάλια, τον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο, θέριευε όμως ταυτόχρονα η εναντίωση σε αυτές τις πρακτικές που σήμερα επιβιώνουν κυρίως σε «κίτρινα» ή ακροδεξιά έντυπα και ιστοσελίδες.
Η προσωπική μου, τώρα, εργασιακή εμπειρία είναι θα έλεγα πολύ θετική γιατί εξαρχής βρέθηκα – και το επιδίωξα κιόλας – να απασχολούμαι σε μέσα που στήριζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ορατότητα και τη διαφορετικότητα, όπως κατ’ εξοχήν συμβαίνει και με το μέσο που απασχολούμαι τώρα. Όντας κιόλας από τους πρώτους που έγραψαν επώνυμα σε λοατκι έντυπα και όχι μόνο με αυτή τη θεματολογία, η επιλογή αυτή ήταν μονόδρομος. Όσο για κάποια στερεοτυπικά μυθεύματα περί «γκέι μαφίας» που τάχα κάνει κουμάντο σε νευραλγικά πόστα της δημόσιας ζωής, άρα και στα ΜΜΕ, πουθενά ως τώρα δεν διαπίστωσα να επηρεάζονται οι εργασιακές σχέσεις από τη σεξουαλικότητα εργοδοτών και εργαζομένων – αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάποιοι εργασιακοί χώροι είναι περισσότερο ανοικτοί στη διαφορετικότητα ενώ κάποιοι άλλοι λιγότερο ή και καθόλου.
Βασίλης Θανόπουλος
Όχι πολλά χρόνια πριν, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα υπήρχαμε στους τίτλους εφημερίδων και στα δελτία ειδήσεων κυρίως ως (ακολουθούν κακοποιητικοί όροι) «πούστηδες», «αδερφές», «τραβέλια». Τον τελευταία καιρό και χάρη στη δράση ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και συλλογικοτήτων, για αρκετά απ΄αυτά τα μέσα γίναμε απλώς άνθρωποι. Δυστυχώς, όχι για όλα. Το δίλημμα «πολιτική ορθότητα» ή «ρητορική μίσους», εξακολουθεί να υπάρχει.
Πριν καταλήξω στο ΑΝΤΙVIRUS, είχα περάσει από διευθυντές/αρχισυντάκτες που πίστευαν πως, ως γκέι, έπρεπε να ασχολούμαι μόνο με κουτσομπολίστικα θέματα. Μία φορά, θυμάμαι, είχα ζητήσει να καλύψω μια πολιτική εκδήλωση. «Αυτά δεν είναι για άτομα σαν κι εσένα», ήταν η απάντηση που έλαβα. Επίσης, συχνά έσπαγαν πλάκα, αναθέτοντάς μου αθλητικά θέματα. Δεν αισθανόμουν ασφαλής, δεν είχα τις ίδιες ευκαιρίες. Στο ΑΝΤΙVIRUS προσπαθούμε να το αλλάξουμε αυτό. Μαθαίνω ότι και κάποια άλλα μέσα το προσπαθούν. Η προσπάθεια αυτή αντανακλάται και στον τρόπο που διαχειρίζονται (τα μέσα αυτά) τη ΛΟΑΤΚΙ+ θεματολογία.
Δημήτρης Αγγελίδης
Μη γελιόμαστε, η αδιαφορία, η αποσιώπηση και η υποτίμηση εξακολουθούν να αποτελούν τον γενικό κανόνα. Υπάρχουν όμως πια περισσότερες εξαιρέσεις, ιδίως σε θέματα κάμινγκ άουτ και ορατότητας, συμβίωσης και οικογένειας, ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού, κακοποίησης και βίας. Εχει αρχίσει να αμφισβητείται στην πράξη η αντίληψη ότι τα ΛΟΑΤΚΙ θεματα είτε κινούνται στη σφαίρα του εξωτικού είτε αποτελούν συντεχνιακές διεκδικήσεις που δεν αφορούν τον πολύ κόσμο. Δίνεται περισσότερος χώρος σε πρόσωπα και θέσεις του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος σε ένα πλαίσιο συχνά υποστηρικτικό. Η αναπαράσταση των ΛΟΑΤΚΙ δεν περιορίζεται στις καρικατούρες της αδελφής ή του λάιφστάιλ καταναλωτή αλλά γίνεται λίγο πιο αντιπροσωπευτική, αν και εξακολουθεί να επικεντρώνεται στους γκέι λευκούς άνδρες της μεσαίας τάξης.
Δεν έχει βέβαια εξαλειφθεί ο στιγματιστικός και κακοποιητικός λόγος, αντιθέτως η τρανσφοβία και η ομοφοβία προσφέρονται σε γερές δόσεις και μάλιστα στην αρθρογραφία σοβαρών εφημερίδων. Υπάρχει όμως πια και δυνατός αντίλογος που αποκαλύπτει τον κακοποιητικό λόγο και τον τοποθετεί στη σφαίρα του μη αποδεκτού. Πριν δεκαπέντε χρόνια, οι ομοφοβικές δηλώσεις του Αλέξη Κούγια για τους γάμους στην Τήλο συνάντησαν λιγοστές αντιδράσεις στο δημόσιο λόγο. Σήμερα, οι ομοφοβικές και τρανσφοβικές δηλώσεις του με αφορμή τη δίκη Λιγνάδη προκαλούν έντονη και ευρεία αντίδραση που τον φέρνει σε θέση άμυνας και τον αναγκάζει σε μερική αναδίπλωση. Η αποδοχή του λόγου αυτού στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας γίνεται αντιληπτή ως παραφωνία και προκαλεί ερωτήματα για το ρόλο και τα ανακλαστικά της δικαστικής εξουσίας. Δείχνει όμως επίσης ότι οι κατακτήσεις είναι επισφαλείς και ότι μένουν πολλά να γίνουν στον αγώνα για ένα συμπεριληπτικό και μη στιγματιστικό δημόσιο λόγο.
Στην Εφημερίδα των Συντακτών, που λειτουργεί με όρους συνεταιριστικού εγχειρήματος, σχηματίστηκε από πολύ νωρίς μια κρίσιμη μάζα δημοσιογράφων και άλλων εργαζομένων που πιστεύουν ότι είναι χρέος του Τύπου να αποτελέσει μέτωπο κατά του φασισμού και του ρατσισμού σε όλες τις μορφές του και να δώσει βήμα σε κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν διακρίσεις και στιγματισμό. Η προσήλωση στο στόχο αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο της ταυτότητας της εφημερίδας και ασφαλώς διαμορφώνει ένα εργασιακό περιβάλλον στο οποίο αποτελούν έκδηλη παραφωνία ο σεξιστικός, ομοφοβικός και τρανσφοβικός λόγος και συμπεριφορές, φαινόμενα συνηθισμένα στα δημοσιογραφικά γραφεία τουλάχιστον μέχρι πριν κάποια χρόνια.
Θοδωρής Αντωνόπουλος
Πλέον η εικόνα στα ΜΜΕ έχει σε γενικές γραμμές βελτιωθεί θεαματικά συγκριτικά με εκείνη που επικρατούσε λίγες μόλις δεκαετίες πριν. Σε αυτό συνέβαλαν τόσο οι κοινωνικές και νομοθετικές εξελίξεις όσο και η επικράτηση ενός πολιτικά ορθότερου έμφυλου λόγου ακόμα και σε μέσα που δεν φημίζονται τόσο για τις δικαιωματικές τους ευαισθησίες. Αυτό είναι σίγουρα μια νίκη που οφείλουμε να διαφυλάξουμε και να διευρύνουμε. Ασχήμιες και «παρατράγουδα», όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, η απαράδεκτη στην πρώτη της ιδίως φάση παρουσίαση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου και το πώς αυτή σχολιάστηκε από κάποιους γνωστούς δημοσιογράφους και παρουσιαστές αφενός, από μια μεγάλη μερίδα κόσμου σε μέσα και κοινωνικά δίκτυα ακόμα αφετέρου, ακόμα κι όταν αποδείχτηκαν εντελώς ανυπόστατες οι κατηγορίες που του απέδιδαν.
Ένα δεύτερο, η άκριτη αναπαραγωγή του τοξικού λόγου «κατ’ επάγγελμα» ομοφοβικών όπως ο γνωστός και μη εξαιρετέος ποινικολόγος που ανέλαβε την υπόθεση Λιγνάδη. Μην ξεχνάμε κιόλας ότι χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να αρχίσουν να καλύπτονται τηλεοπτικά ακόμα και μαζικές εκδηλώσεις όπως το Athens Pride ή τις αντιδράσεις στο σύμφωνο συμβίωσης, τη ΝΑΤΦ, την προοπτική της θεσμοθέτησης του ομόφυλου γάμου και της παιδοθεσίας.
Βασίλης Θανόπουλος
Πολλά τα παραδείγματα των ΜΜΕ που ακόμη και σήμερα κακοποιούν τις ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητες. Τα πιο συχνά αφορούν σε τρανς άτομα και στη χρήση προσβλητικών – κακοποιητικών όρων ή/και χρήση λανθασμένων αντωνυμιών (misgendering) (φωτό 1,2 & 3). Από τα πιο συνηθισμένα, επίσης, «δημοσιογραφικά λάθη» είναι η αναφορά/δήλωση της (γκέι) σεξουαλικής ταυτότητας ατόμων που κατηγορούνται για εγκληματικές πράξεις.
«Ο γκέι δολοφόνος που καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλακή», έγραψε το in.gr τον περασμένο Απρίλιο.
Φυσικά, ποτέ δε θα μιλούσαμε για τη σεξουαλική ταυτότητα του συγκεκριμένου ατόμου, αν ήταν στρέιτ. Τέλος, υπάρχουν και αυτά που επιτίθενται ευθέως στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, αναπαράγοντας ψευδείς ειδήσεις.
Θα ολοκληρώσω την απάντηση αυτή με μία συμβουλή (ως γκέι και ως δημοσιογράφος). Ας σταματήσουμε να δίνουμε χώρο και χρόνο σε άτομα που κακοποιούν τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα (βλέπε Κούγιας) και ας σταματήσουμε να θεωρούμε τη ρητορική μίσους και τον κακοποιητικό λόγο ως «άποψη» ή «αντίθετη γνώμη». Στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάρχουν αντίθετες γνώμες.
Δημήτρης Αγγελίδης
Δεν είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα -τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων της λαϊκής Δεξιάς, της ακροδεξιάς και του κίτρινου Τύπου βρίθουν από ακραία ομοφοβικούς και τρανσφοβικούς τίτλους και ευθείες προσωπικές επιθέσεις σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα-, είναι όμως χαρακτηριστικό καθώς αφορά μια από τις πιο ειδεχθείς και τραγικές υποθέσεις ομοφοβικού στιγματισμού στη σύγχρονη Ελλάδα, την αστυνομική εισβολή στο κλαμπ Spices σε βραδιά μόνο για άνδρες στις 20 Φεβρουαρίου 2003 με το πρόσχημα της πορνογραφίας ανηλίκων και της εκμετάλλευσης ανηλίκων. Συνελήφθησαν και διαπομπεύτηκαν με τα ονόματά τους θαμώνες και προσωπικό για άσχετους λόγους, μεταξύ των οποίων ότι έκαναν σεξ στο νταρκ ρουμ και συμμετείχαν σε “πάρτι οργίων”, χωρίς να βρεθεί ανήλικος στο κλαμπ ούτε πορνογραφία ανηλίκων.
Αφέθηκαν ελεύθεροι λίγες μέρες αργότερα, ένας αυτοκτόνησε, αλλά η δημοσιογραφική κάλυψη επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε διαρροές της αστυνομίας με σαφή ομοφοβική διάσταση. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα των Νέων, της πρώτης ή δεύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδας εκείνη την εποχή. «”Ήμουνα στο Spices” θα πρέπει να είναι το σύνθημα για το φετινό Pride» έγραφε τότε το lesbian.gr αποκαλύπτοντας το ρόλο της δημοσιογραφίας σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες ομοφοβικής βίας στη χώρα μας, που έδωσε το έναυσμα για την επανενεργοποίηση του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος στην Ελλάδα.
Θοδωρής Αντωνόπουλος
Γεγονός είναι ότι παρά τις προόδους που συντελέστηκαν στο μεταξύ, ο αγώνας για ελεύθερη έκφραση, αξιοπρέπεια και ίσα δικαιώματα δεν έχει τελειώσει και το να έχει την τύχη να εργάζεται κανείς σε ένα φιλικό περιβάλλον δεν συνεπάγεται εφησυχασμό αλλά ακόμα μεγαλύτερη προσήλωση στον στόχο αυτό τόσο μέσα από τη δουλειά όσο και από τη στάση ζωής του. Η στήριξη έπειτα στη λοατκι κοινότητα και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας, των αληθειών και των δικαιωμάτων της δεν εξαντλείται στις νομοθεσίες, τους εκάστοτε συρμούς ή την ανάγκη που ποιείται την φιλοτιμία. Προϋποθέτει καλλιέργεια, ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Όσο περισσότερα μέσα, δημοσιογράφοι και δημόσια πρόσωπα ενστερνίζονται αυτές τις αξίες προσαρμόζοντας ανάλογα τη γλώσσα και τη φρασεολογία τους και υιοθετώντας πιο συμπεριληπτικές αντιλήψεις και πολιτικές, τόσο θα μεγαλώνουν οι προσδοκίες για έναν φωτεινότερο κόσμο.
Αυτό δεν αφορά ωστόσο μόνο τα «παραδοσιακά» ΜΜΕ, συμβατικά ή ψηφιακά. Δεν επηρεάζουν, ούτε διαμορφώνουν άλλωστε πια μόνο αυτά την κοινή γνώμη. Ο ομοφοβικός λόγος και η ρητορική μίσους έχουν βρει νέο λαμπρό πεδίο δόξης στα κοινωνικά δίκτυα όπως διαπιστώνουμε σε πλείστες όσες περιπτώσεις, από το σύμφωνο, τη ΝΑΤΦ και τον γάμο μέχρι το μπούλινγκ, τη σεξουαλική αγωγή στα σχολεία και τα σχόλια που συνοδεύουν δημόσιες εμφανίσεις και δηλώσεις ανοικτά λοατκι ατόμων, με τις υπάρχουσες ασφαλιστικές δικλείδες να κρίνονται ως ανεπαρκείς. Σε αυτό το πεδίο ευδοκιμούν σήμερα τα πλέον αποτρόπαια «τέρατα» και εκεί διαφαίνονται οι μεγαλύτερες προκλήσεις.
Βασίλης Θανόπουλος
Φυσικά και αντανακλώνται. Το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο και για πόσο. Με τον κοινωνικό διάλογο να διαμορφώνεται πλέον όχι μόνο από τα παραδοσιακά μέσα αλλά και απ’ αυτά της κοινωνικής δικτύωσης, όλοι/ες/α έχουμε ευθύνη να συμβάλλουμε στον αγώνα για ορατότητα. Είτε πρόκειται για το κίνημα του #metοo είτε για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα ή για το οτιδήποτε. Για να το πω πιο απλά… σε μια χώρα, όπου δεν υπάρχει αξιοπιστία στα αυτά που διαβάζουμε στα πρωτοσέλιδα ή ακούμε στις ειδήσεις είναι σημαντικό να εξασφαλίσουμε εμείς ότι κανένας αγώνας δε θα πάει χαμένος, κανένα θύμα δε χάσει τη φωνή του, κανένα δικαίωμα δε θα μείνει στον πάγκο. «Φωνή» έχουμε όλα μας, όπως και τρόπους να τη χρησιμοποιήσουμε.
Δημήτρης Αγγελίδης
Οι σπαρακτικές μαρτυρίες των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης από τους χώρους του θεάτρου, του αθλητισμού και του τραγουδιού, οι τραγικές περιπτώσεις νέων παιδιών που έπεσαν θύμα σχολικού ομοφοβικού εκφοβισμού, το φονικό λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου και οι δολοφονίες γυναικών που δεν συγκαλύπτονται πίσω από ευφημιστικούς όρους αλλά ονομάζονται γυναικοκτονίες, ορος που δείχνει με καθαρότητα το θύμα και υπονοεί το θύτη, άλλαξαν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, ορίζουμε και αντιμετωπίζουμε τη σεξουαλική κακοποίηση και την έμφυλη ή την ομοφοβική και την τρανσφοβική βία. Σε όσες κι όσους θέλουν να καταλάβουν, ο λόγος των θυμάτων, σπαρακτικός και αξιοπρεπής, αποκαλύπτει το τραύμα και τον βουβό πόνο που προκαλεί, τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις που το δημιουργούν και το τρέφουν, τις κοινωνικές δομές και τους θεσμούς που το συγκαλύπτουν και το αναπαράγουν.
Στα μέσα ενημέρωσης, και μάλιστα σε εκπομπές της ψυχαγωγικής ζώνης, όπως σε ιστοσελίδες και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκδηλώνεται πολύ περισσότερο σήμερα μια ανυποχώρητη στάση που αφουγκράζεται τον πόνο των θυμάτων, συμπάσχει και συμπαρίσταται, καταλαβαίνοντας πως το ερώτημα “γιατί τώρα” δεν αφορά τα θύματα, αλλά την κοινωνική συνθήκη που τα απέτρεψε να μιλήσουν νωρίτερα και να διεκδικήσουν δικαιοσύνη, απειλώντας τα ότι θα τα συνθλίψει. Αυτή η στάση αντιλαμβάνεται πως μόνη απάντηση είναι η συγγνώμη ή η τιμωρία και ο καθημερινός αγώνας κατά της τοξικής αρρενωπότητας, που περνά μέσα από τη δημιουργία ασφαλών χώρων και δομών προστασίας, ώστε να μη μείνουν μετέωρες οι μαρτυρίες των θυμάτων αλλά να πολλαπλασιαστούν και να δικαιωθούν.
Την ίδια στιγμή, αγωνίζεται να παραμείνει κυρίαρχη η στάση που δικαιολογεί και αναπαράγει την τοξική αρρενωπότητα, είτε απροκάλυπτα, αντιστρέφοντας τους ρόλους και στοχοποιώντας τα θύματα σε μια προσπάθεια εκφοβισμού και φίμωσης, είτε συγκαλυμμένα, αλλάζοντας τη συζήτηση από το επίμαχο ζήτημα της έμφυλης και σεξουαλικής βίας στο επαγγελματικό στατους και την κοινωνική αποδοχή των θυτών. Σήμερα η πρώτη στάση δείχνει να διεκδικεί με πείσμα το χώρο της στο δημόσιο διάλογο, την ώρα που η δεύτερη στάση ανασυντάσσεται ή αντεπιτίθεται. Το αποτέλεσμα θα κριθεί από τη στάση όλων μας και τον τρόπο που θα την υποστηρίξουμε στο δημόσιο λόγο.