Όψεις: Δικαίωμα μου

Κλείσιμο
Μαρτυρίες
Μαρτυρίες
Αναγνώσεις
Αναγνώσεις
Γνώμες
04.03.2024

Η πολιτική σημασία, η αναγκαιότητα και οι συνέπειες της χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας στη δημόσια σφαίρα

Είναι γνωστό πλέον πώς το φαινόμενο του γλωσσικού σεξισμού αποτελεί μία από τις πιο οδυνηρές εκφάνσεις του σεξισμού ευρύτερα, εκείνης δηλαδή της ρατσιστικής πρακτικής, μέσω της οποίας υποβαθμίζονται άτομα με βάση το φύλο τους. Σε κοινωνίες με μακρά πατριαρχική παράδοση, όπως η ελληνική, υποβιβάζονται οι γυναίκες. Ο λόγος τους βρίσκεται στο περιθώριο, αφού οι άνδρες διαθέτουν αισθητά μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη. Στο πλαίσιο του γλωσσικού σεξισμού επισημαίνεται αφενός, ο αναχρονιστικός, ιεραρχικός τρόπος με τον οποίο ορίζονται, αναφέρονται ή/και αποσιωπούνται οι γυναίκες, αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιούνται οι κυρίαρχες γλωσσικές στρατηγικές κατά την έμφυλη αλληλεπίδραση.  Αξίζει να επισημανθεί πως ο σεξιστικός λόγος εντάσσεται στο είδος του λόγου που συνηθίσαμε να αποκαλούμε κακοποιητικό, στον οποίο αξίζει να σταθούμε: Τι είναι ακριβώς ο κακοποιητικός λόγος, γραπτός ή προφορικός; Και πόσο ευδιάκριτο είναι το όριο που τον χωρίζει από έναν μη κακοποιητικό, λ.χ. από έναν αιχμηρό, ειρωνικό ίσως κ.ά., πολιτικά θεμιτό, ωστόσο, λόγο; Είναι γνωστός και ως λεκτική επιθετικότητα, λεκτική βία, ψυχολογική επιθετικότητα κ.λπ. και αποτελεί τύπο ψυχολογικής/διανοητικής κακοποίησης, η οποία αναφέρεται στη χρήση προφορικής και γραπτής γλώσσας, χειρονομίας κ.ά που απευθύνεται προς ένα θύμα. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, υποτιμητικούς όρους ή δηλώσεις που έχουν σκοπό να τρομάξουν, να ταπεινώσουν, να υποτιμήσουν μία/έναν άνθρωπο και μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχική ή/και συναισθηματική δυσφορία το θύμα. Πάντως επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η έννοια εξακολουθεί να αμφισβητείται ευρέως, ιδίως όσον αφορά τη σχέση της με την ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης, τη μη διάκριση και την ισότητα, αλλά και με τη διασφάλιση της προστασίας του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης. Σε κάθε περίπτωση, και  παρά τις όποιες επιμέρους εκτιμήσεις, υπάρχει σύγκλιση στο ότι:

  • Ο λόγος και η γλώσσα απηχούν ιεραρχημένες, εξουσιαστικές, κοινωνικές πραγματικότητες και συντελούν στην ανάπτυξη έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων. Η γλώσσα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στις οντότητες του κόσμου αλληλεπιδρούν με τον τρόπο που αυτός ο κόσμος γίνεται αντιληπτός. 
  • Στο πλαίσιο του λόγου και της γλώσσας αναπαράγεται και διαιωνίζεται, ανάλογα με τις ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες, το πλέγμα των κυρίαρχων κάθε φορά έμφυλων προκαταλήψεων και στερεοτύπων.

Από πολύ νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του 70, φεμινίστριες υποστήριξαν πώς οι έννοιες και τα νοήματα αποτελούν προϊόντα του κυρίαρχου φύλου, προορισμένα να εκφράσουν τις δικές του εμπειρίες και, έτσι, ο κόσμος δομείται μέσω της γλώσσας ως ένας αρσενικός κόσμος, στον οποίο βρίσκονται παγιδευμένες αόρατες και σιωπηλές γυναίκες. Φεμινίστριες των πρώτων μαχητικών κινημάτων προσδιορίζοντας τον γλωσσικό σεξισμό και αμφισβητώντας την κυρίαρχη έμφυλη γλωσσική πραγματικότητα (κάποιες μιλούσαν ακόμα και για μεθοδοκτονία), επιχείρησαν να απελευθερώσουν τη γλώσσα τους. Απόηχο σήμερα της διαδικασίας αυτής αποτελεί το ότι από τη μία, λέξεις καθοριστικές για το πατριαρχικό αξιακό σύστημα εξαρθρώνονται ως προς το σημασιολογικό τους περιεχόμενο (υιο-θεσία, ανδρα-γαθία) και από την άλλη, παράγονται καινούργιες (έμφυλος έμφυλη έμφυλο) ή επανασημασιοδοτούνται παλιές (γυάλινη οροφή, κολλώδες πάτωμα) εντός πάντοτε του σημασιολογικού πλαισίου, το οποίο προκύπτει ποιοτικά από τη νέα  γυναικεία εμπειρία. Φυσικά υπήρξαν ενστάσεις ως προς την άποψη αυτή, παραμένει όμως διάχυτη η πεποίθηση πως, κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης της γλώσσας, ταυτίστηκε τελικά η αρσενική υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα εν γένει και, όπως επισημαίνεται,  οι γυναίκες έχουν αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή μορφών σκέψης, αλλά και εικόνων και  συμβόλων, στο πλαίσιο των οποίων εκφράζεται και υλοποιείται η σκέψη. Κι οπωσδήποτε συμφωνούμε ότι η γλωσσική διαφοροποίηση, την οποία διαπιστώνουμε, δεν ανάγεται στη φυσική βιολογική διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων, αλλά στην έμφυλη διαφορά των κοινωνικών ρόλων που τους έχουν απονεμηθεί: της ισχύος και της δύναμης για τους άνδρες και της αδυναμίας και της υποβάθμισης για τις γυναίκες, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας: διαπροσωπικές σχέσεις, εργασιακές θέσεις, πολιτική και λοιπά. 

Εκείνο που θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε είναι πως, έτσι ή αλλιώς, η γλώσσα ανήκει στην κατηγορία εννοιών όπως η ιδεολογία, η κουλτούρα, η κοινωνικοποίηση και λοιπά και περιλαμβάνει την καθημερινή αλληλεπίδραση και τις μορφές συνείδησης, οι οποίες  διαμορφώνουν το μέσον της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας. Και συγκροτούν τις ταυτότητες καθώς η πραγματικότητα δεν είναι ενιαία,  αλλά κατασκευάζεται από τους ανθρώπους οι οποίες/οι, με τη σειρά τους, είναι δράστριες/ες στον κόσμο, αντί για παθητικές/οί αποδέκτριες/ες. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η γλώσσα νοείται ως μορφή κοινωνικής πρακτικής κατέχοντας κεντρικό ρόλο, (Γεωργαλίδου και Γκασούκα), στην κατασκευή της ταυτότητας, η οποία δεν θεωρείται παγιωμένη και ενιαία κατηγορία, που απλά προϋπάρχει στο μυαλό των ανθρώπων. Επομένως, στη διαμόρφωση της ταυτότητας των ανθρώπων είναι σημαντική η επίδραση της γλώσσας, αφού η υποκειμενικότητα, δηλαδή η αίσθηση της εαυτής και του του εαυτού μας, αποτελεί κατασκευή, δεν είναι δεδομένη εκ των προτέρων και οι έμφυλες ταυτότητες δεν είναι σταθερές, άλλα διαρκώς μεταβαλλόμενες. Ειδικότερα τα κείμενα και οι σημασίες τους αντανακλούν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των αποδεκτριών/ών, εφόσον η ερμηνεία τους εξαρτάται από αντικειμενικά γνωρίσματα όπως το φύλο, το εισόδημα, η μόρφωση, το επάγγελμα κ.ά.  και έτσι αναπαράγουν αυτές τις συνθήκες. Συντηρούν, δηλαδή, κυριαρχικούς/ηγεμονικούς λόγους σχετικούς με τους ρόλους των ανδρών και των γυναικών στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Έτσι ή αλλιώς, η σχέση λόγου και κοινωνικού βίου διέπεται από προϋποθέσεις, καθώς αποτελεί έκφραση συγκεκριμένων πολιτιστικών και πολιτικών συνθηκών, εντός των οποίων αναλύονται οι σχέσεις και οι αμοιβαίες επιδράσεις τους. Όπως υποστηρίζει η Κάμερον, η ανισότητα των φύλων διατηρείται μέσω του γλωσσικού νοήματος ως εξής: νομιμοποιούνται οι ασύμμετρες σχέσεις με το να παρουσιάζεται η κυριαρχία ως δικαιολογημένη, αποκρύπτεται το γεγονός της κυριαρχίας και φυσικοποιείται η κυριαρχία, παρουσιάζοντας ως αιώνιο και φυσικό ό,τι στην πραγματικότητα είναι ιστορικό και μεταβατικό. 

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται διεθνώς και στη χώρα μας (λ.χ. Νόμος για την Ουσιαστική Ισότητα),  θεσμικές αλλαγές στη γλωσσική πολιτική, αν και κατά κανόνα χωρίς την κανονιστική έγκριση σχετικών επιστημονικών φορέων (λ.χ. Ακαδημία Αθηνών). Αρκετοί εθνικοί και υπερεθνικοί  φορείς (π.χ. EIGE) και αντίστοιχοι φορείς λήψης αποφάσεων (διάφοροι κυβερνητικοί/δημόσιοι οργανισμοί) έχουν συχνά συμφωνήσει με τα επιχειρήματα των υποστηρικτριών/ών της χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας, γεγονός το οποίο εκφράστηκε μέσω νομοθεσιών, Οδηγών, συστάσεων κ.λπ.. Οι νέες αντιλήψεις χάραξης γλωσσικής πολιτικής, η οποία λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου, αποτελούν προϊόντα ερευνών (όπως αυτή του Καναδά 1987, της ΕΕ, 2012-2014 κ.λπ.), συνδέονται με το ζήτημα της έμφυλης δημοκρατίας και  τα γλωσσικά δικαιώματα και έχουν οδηγήσει στην πιο ενδιαφέρουσα περίοδο των αγώνων κατά του γλωσσικού σεξισμού. Σήμερα βρίσκεται στην επικαιρότητα ο «Φεμινιστικός Γλωσσικός Σχεδιασμός» (ΦΓΣ) και στο πλαίσιο του, μπορεί να χρησιμοποιηθούν κυρίως τρεις διαφορετικές στρατηγικές για να γίνει η γλώσσα δίκαιη ως προς το φύλο και να αποφευχθούν οι επιζήμιες επιπτώσεις του γλωσσικού σεξισμού. Οι στρατηγικές αυτές  είναι: 1/ Η Εξουδετέρωση. 2/ Η Θηλυκοποίηση.  3/ Ο Συνδυασμός των δύο. Σε ό,τι αφορά την «εξουδετέρωση», αυτή συνεπάγεται ουδετεροποίηση του φύλου, καθώς γνώρισμά της αποτελεί η χρήση νέων, άφυλων καταλήξεων, αντωνυμιών κ.λπ. Αντίθετα η  θηλυκοποίηση  βασίζεται στη ρητή παρουσία των γυναικών. Έτσι, τα αρσενικά γενικά αντικαθίστανται από ζεύγη λέξεων θηλυκού-αρσενικού ή συντομευμένες μορφές με κάθετες ή αγκύλες. Ωστόσο, η θηλυκοποίηση δεν είναι πάντα συμφέρουσα για τις γυναίκες. Η κατάληξη -ινα, για παράδειγμα, στα ελληνικά (σωφερίνα, βουλευτίνα, κ,ά.) έχει υποτιμητική σημασία.  Κατά συνέπεια μια γυναίκα που αναφέρεται σαν «προεδρίνα» προσλαμβάνεται ως λιγότερο πειστική από έναν άνδρα ή από μια γυναίκα που αναφέρεται με τον αρσενικό τύπο «πρόεδρος». Συχνά χρησιμοποιείται ο συνδυασμός και των δύο, ο οποίος, μεταξύ άλλων, συνδράμει στο να αποφευχθούν οι υπερβολικά περίπλοκες δομές προτάσεων.

Ενδεικτικά, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως σημείο εκκίνησης του «Φεμινιστικού Γλωσσικού Σχεδιασμού» το έτος 1987, όταν οι  εκπρόσωποι του Καναδά και των Σκανδιναβικών Χωρών ζήτησαν από την UNESCO  την αποδοχή του. Χρειάστηκαν όμως 11 χρόνια μέχρι την έκδοση των περίφημων κατευθυντηρίων γραμμών της, που τον περιλαμβάνουν. Το συγκεκριμένο έγγραφο αποτελεί μια εξαιρετική «καλή πρακτική», το πιο ευρέως αναγνωρισμένο διεθνές σχετικό πρότυπο. Και το ενδιαφέρον είναι ότι ξεκίνησε η υλοποίησή του με τη χρήση μη σεξιστικής γλώσσας  σε εσωτερικά έγγραφα και δημοσιεύσεις της UNESCO. Επίσης επέδρασσε στην έκδοση παρόμοιων κατευθυντήριων γραμμών για δημοσιεύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2008) , οι οποίες αναφέρονται σε όλες τις γλώσσες εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και οι οποίες εξειδικεύθηκαν το 2017 από το EIGE στον γνωστό και στην Ελλάδα «Θησαυρό Γλώσσας». Όπως αναφέρει η  UNESCO : «Αυτή η εξέλιξη έδειξε μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η γλώσσα δεν αντικατοπτρίζει απλώς τον τρόπο που σκεφτόμαστε: διαμορφώνει επίσης τη σκέψη μας. Εάν χρησιμοποιούνται συνεχώς λέξεις και εκφράσεις που υποδηλώνουν ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άνδρες, αυτή η υπόθεση κατωτερότητας τείνει να γίνει μέρος της νοοτροπίας μας.  Εξ ου και η ανάγκη να προσαρμόσουμε τη γλώσσα μας όταν οι ιδέες μας εξελίσσονται» ( UNESCO, 2011, Π. 4). Υπάρχει πλήθος σχετικών καλών πρακτικών στο διάστημα 1970-2020. Για παράδειγμα, κατά τις αρχές της  δεκαετίας του 1970, οι φεμινίστριες Casey Miller και Kate Swift δημιούργησαν το εγχειρίδιο, The Handbook of Nonsexist Writing, το οποίο ενέπνευσε τον φεμινιστικό αγώνα για τη μεταρρύθμιση της ισχύουσας σεξιστικής γλώσσας, η οποία αποκλείει και, σε έναν βαθμό, απανθρωποποιεί τις γυναίκες. Ενώ χαρακτηριστική είναι η αποδοχή του ΦΓΣ από το Δημοτικό Συμβούλιο της Βαρκελώνης το 2018. Μπορούμε να δούμε ενδεικτικά πρώιμες προσπάθειες χρήσης μη σεξιστικής γλώσσας: 

  • Το 1975, το Εθνικό Συμβούλιο Καθηγητών Αγγλικής Γλώσσας (NCTE) της Βρετανίας δημοσίευσε  σύνολο κατευθυντήριων γραμμών για τη χρήση της «μη σεξιστικής» γλώσσας.  Ακολούθησαν αντιδράσεις, και ξεκίνησε η σχετική συζήτηση.
  • Το 1985, η Canadian Corporation for Studies in Religion (CCSR) αποφάσισε τη χρήση «μη σεξιστικής» γλώσσας. 
  • Μέχρι το 1995, ακαδημαϊκά ιδρύματα στον Καναδά και τη Βρετανία είχαν εφαρμόσει «μη σεξιστικές» γλωσσικές πολιτικές. 
  • Η Αυστρία είναι η χώρα όπου η χρήση του ΦΓΣ  στις αγγελίες εργασίας είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένη και οι εταιρείες τιμωρούνται όταν δεν αναφέρουν και τα δύο φύλα στις αγγελίες εργασίας τους
  • Η Ένωση Μουσικής Θεωρίας εκπόνησε από κοινού με την Επιτροπή για το Καθεστώς των Γυναικών και την Επιτροπή Μουσικών Εκδόσεων της Μουσικής κατευθυντήριες γραμμές για την αποφυγή έμφυλων διακρίσεων στη γλώσσα, οι οποίες λειτουργούν στο πλαίσιο του ενημερωτικού δελτίου SMT, του Music Theory Spectrum και του Music Theory Online. 

Τα παραπάνω είναι προφανές πως προέκυψαν από τη βεβαιότητα πως η γλωσσική ασυμμετρία συντελεί, παρά τις όποιες προθέσεις, σε σημαντικές μορφές κοινωνικών διακρίσεων. Και καθώς η σεξιστική γλώσσα αντανακλά ξεκάθαρα σεξιστικές, κοινωνικές πρακτικές, η συνεχιζόμενη ύπαρξη τέτοιων πρακτικών θέτει υπό αμφισβήτηση και την πιθανότητα επιτυχούς γλωσσικής μεταρρύθμισης.

Η προσπάθεια έμφυλου εκδημοκρατισμού της γλώσσας που οφείλεται στον φεμινισμό συνοδεύτηκε και από αρνητικές αντιδράσεις, τόσο συλλογικές (ανώτατοι μορφωτικοί οργανισμοί), όσο και ατομικές, οι οποίες  δεν προκλήθηκαν μόνον από την καινοτομία του, αλλά εξαρτήθηκαν και εξαρτώνται επίσης από ευρύτερες πεποιθήσεις και στάσεις απέναντι στα ζητήματα φύλου και αποδοχής της πατριαρχίας, όπως και σε αντιστάσεις κατά διαφόρων καινοτομιών άλλωστε. Πολλοί/ές υποστηρίζουν ότι το σύστημα του φύλου αποτελεί καθαρά γλωσσικό φαινόμενο, δεν αντανακλά τις κοινωνικές διαιρέσεις και ότι οι αξιώσεις για τον ΦΓΣ βασίζονται σε  εσφαλμένη ερμηνεία της σχέσης μεταξύ γραμματικού γένους και κοινωνικού φύλου. Οι περισσότερες από τις εναλλακτικές στρατηγικές,  λένε, είναι περιττές, λειτουργούν ως αποκλεισμός (π.χ. Real Academia Española, 2020 ) και, σε κάθε περίπτωση, ας μείνει θέμα προσωπικής επιλογής. Ο συνήθης ισχυρισμός είναι ότι οι περισσότεροι από τους ισχύοντες τυπικούς κανόνες δεν είναι σεξιστικοί ή μεροληπτικοί. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση της Real Academia Española, στην πρόταση της Αριστεράς να διατυπωθεί το υπό διαμόρφωση ισπανικό σύνταγμα σε μη σεξιστική γλώσσα και να γίνονται ορατά στο πλαίσιο του τα γένη. Ισχυρίστηκε ότι η γλώσσα του τρέχοντος Συντάγματος είναι «γραμματικά άψογη» και ότι η χρήση του πληθυντικού αρσενικού ως γενικής μορφής αναφορά σε Ισπανούς άνδρες και γυναίκες είναι «σωστή» και «συμπεριληπτική». Ένας άλλος παράγοντας για τη χρήση ή απόρριψη  του ΦΓΣ  από μεμονωμένους/ες ομιλητές/τριες μπορεί να είναι το φύλο τους. Υποθέτουμε πως οι γυναίκες θα μπορούσαν να στέκονται ευνοϊκότερα απέναντι στον ΦΓΣ, αλλά δεν επιβεβαιώνεται το γεγονός από την έρευνα. Εκείνο που διαπιστώνεται, για άλλη μια φορά, είναι πως  οι στάσεις των συμμετεχόντων/ουσών στις σχετικές έρευνες συχνά συνδέονται με ευρύτερες ιδεολογίες, οι οποίες αποδέχονται την κοινωνική ιεραρχία των φύλων. Αντίθετες απόψεις βασίζονται επίσης σε επιχειρήματα όπως έλλειμμα πρακτικότητας,  κατανόησης της πραγματικότητας, κ.λπ.. Ακόμα γίνονται αναφορές, μεταξύ άλλων, στην αυθεντία της εξουσίας, στην ιστορική πορεία στην ελευθερία του λόγου, κ.ά.

Το ότι οι γλωσσικοί αρσενικοί τύποι χρησιμοποιούνται για να αντιπροσωπεύουν το σύνολο των ανθρώπινων όντων είναι σύμφωνο με την παραδοσιακή ιεραρχία των φύλων, η οποία παρέχει στους άνδρες περισσότερη δύναμη και υψηλότερη κοινωνική θέση από τις γυναίκες. Από αυτή την άποψη υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης γλωσσικών δομών με βάση το φύλο και της κατασκευής και εσωτερίκευσης του κοινωνικού φύλου. Συνεπάγεται ότι οι νόρμες που τυποποιούν αυτές τις δομές υποβιβάζουν τις γυναίκες σε μια αποκλίνουσα και υποδεέστερη θέση έναντι των ανδρών.  Κι όπως τονίσαμε, η χρήση της σεξιστικής γλώσσας δεν αποτελεί μόνον αποτέλεσμα σεξιστικών πεποιθήσεων, αλλά και συνηθειών. Είναι κοινωνικοποιημένες και κοινωνικοποιημένοι οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν σκόπιμα εκείνη τη μορφή γλώσσας, η οποία αντιμετωπίζει τους άνδρες ως τον κανόνα και κάνει τις γυναίκες λιγότερο ορατές. Άλλωστε είναι και οι μακρόβιες συνήθειες, οι οποίες καθοδηγούν τη γλωσσική συμπεριφορά ασυναίσθητα, ενώ οι μαθησιακές διαδικασίες μπορεί να συντελέσουν στις προσδοκούμενες αλλαγές. Κατά συνέπεια πρόκειται για ζήτημα βαθιά πολιτικό, για ζήτημα ουσιαστικής δημοκρατίας, με σοβαρές συνέπειες στις ζωές των ανθρώπων. Η χρήση λέξεων και γλωσσικών μορφών με διαφορετικό τρόπο μετονομάζει και ερμηνεύει εκ νέου την πραγματικότητα και, ως εκ τούτου, μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική κοινωνική αλλαγή, μειώνοντας τα γλωσσικά στερεότυπα, την ασύμμετρη αντιμετώπιση των φύλων, μέσω της γλώσσας και των ανισοτήτων εξουσίας. Και είναι γεγονός πως ο ΦΓΣ γίνεται συχνότερα αποδεκτός  όταν υποστηρίζεται με επίσημο τρόπο και όταν οργανισμοί κύρους (λ.χ. American Psychological Association, 19752009)  σε δημοσιεύσεις ή ευρύτερα κείμενά τους απορρίπτουν παραδοσιακούς γλωσσικούς κανόνες. Σε κάθε περίπτωση η σχέση μεταξύ της χάραξης ΦΓΣ  και  κοινωνικής αλλαγής είναι σίγουρα αμφίδρομη. Από τη μια πλευρά, τα κινήματα για την ισότητα των φύλων και τα αιτήματά τους εκφράζονται στο θεσμικό πλαίσιο.  Από την άλλη, οι συγκεκριμένοι θεσμοί συντελούν στην  κοινωνική αλλαγή, διευκολύνοντας την εσωτερίκευση των νέων κανόνων και κάποτε επιβάλλοντας την υλοποίησή τους. Μέσω του ΦΓΣ αντιμετωπίζεται η ανδροκεντρική προκατάληψη των γλωσσικών ασυμμετριών στις νοητικές αναπαραστάσεις, η οποία υποστηρίζεται από την επικράτηση ανδρών σε ορισμένους κοινωνικούς ρόλους (π.χ. ήρωες, πολιτικοί), γεγονός που διευκολύνει τη γνωστική προσβασιμότητά τους. Από τη στιγμή που σήμερα είναι δυνατόν, στη Δύση τουλάχιστον, οι γυναίκες και οι άνδρες  να αναλαμβάνουν όλους τους κοινωνικούς ρόλους ισότιμα, επιβάλλεται αυτή η διαφορά στην προσβασιμότητα  να μειωθεί και να προκύψουν πιο ισορροπημένες διανοητικές αναπαραστάσεις ως προς το φύλο. Έτσι, α/ Θα επιτευχθεί η ορατότητα των γυναικών και η γνωστική διαθεσιμότητα των γυναικείων υποδειγμάτων, η οποία μπορεί να αποβεί κρίσιμη για τις γυναίκες σε συγκεκριμένους τομείς (π.χ. στην επιλογή προσωπικού), β/ Θα καταρρεύσουν επιχειρήματα κατά του ΦΓΣ,  όπως το γνωστό και συχνά επαναλαμβανόμενο περί της υποτιθέμενης δυσκολίας κατανόησης κειμένων. Και πρέπει να σταθούμε εδώ. Οι εμπειρικές έρευνες αντέκρουσαν το συγκεκριμένο επιχείρημα και έδειξαν ότι η ποιότητα του κειμένου και η γνωστική επεξεργασία δεν υπέστησαν κάποια βλάβη. Όταν κείμενα ΦΓΣ συγκρίθηκαν με (γενικά) παραδοσιακής γλώσσας κείμενα, δεν εντοπίστηκαν διαφορές στην αναγνωσιμότητα ή/και την αισθητική ελκυστικότητα. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που οι γυναίκες και οι άνδρες θα καταλαμβάνουν τους κοινωνικούς ρόλους ισότιμα, θα προκύψουν πιο ισορροπημένες διανοητικές αναπαραστάσεις ως προς το φύλο. Κυρίως όμως θα συμμετέχουν οι γυναίκες, και όχι μόνο, στη συμβολική κατασκευή του κόσμου. Ωστόσο χρειάζεται προσοχή. Μία μεταρρύθμιση της γλώσσας από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει τις άμεσες έμφυλες σχέσεις, αν δεν αλλάξουν και μία σειρά άλλοι κοινωνικοί παράγοντες και δομές. Άρα, η εξάλειψη του γλωσσικού σεξισμού εξαρτάται και από τις αλλαγές που θα σημειωθούν στο κοινωνικό, πολιτικοοικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, οι οποίες θα στοχεύουν στην εξάλειψη ευρύτερων σεξιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Όμως δεν μπορεί να παραμένουμε αδρανείς. Η εμπειρία έχει δείξει πως, αν και η διαδικασία αλλαγής είναι συνήθως πέρα από τα όρια του συνειδητού, υπάρχει η δυνατότητα να προταθούν άμεσα αλλαγές, ιδιαίτερα στο πλαίσιο άσκησης γλωσσικής πολιτικής. Επιβάλλεται μάλιστα να αντισταθούμε στην άποψη που κυκλοφορεί, σύμφωνα με την οποία ο γλωσσικός σεξισμός αποτελεί ξεπερασμένο πρόβλημα. Είμαστε πεισμένες και πεισμένοι πως η χρήση λέξεων και γλωσσικών μορφών με διαφορετικό τρόπο μετονομάζει και ερμηνεύει εκ νέου την πραγματικότητα και, ως εκ τούτου, μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική κοινωνική αλλαγή, μειώνοντας τα γλωσσικά στερεότυπα, την ασύμμετρη αντιμετώπιση των φύλων μέσω της γλώσσας και των ανισοτήτων εξουσίας. Με δυο λόγια το εάν η γλώσσα είναι σεξιστική αποτελεί σύμπτωμα, όχι την ίδια την ασθένεια. Για να αλλάξει επιβάλλεται πριν από όλα να κατανοήσουμε τις βαρύτατες συνέπειες της έμφυλης διαίρεσης ιεραρχίας σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων.

Ολοκληρώνοντας επιβάλλεται μια σημαντική επισήμανση: Η χρήση νέων, άφυλων καταλήξεων, αντωνυμιών κ.λπ. (όπως το e στα Ισπανικά, το hen στα Σουηδικά ή το γνωστό μας  @)  διατηρούν τη θηλυκή αορατότητα και είναι ευνόητο να  προκαλούν αντιδράσεις φεμινιστριών. Την αορατότητα επιτείνει τον τελευταίο καιρό η αντικατάσταση στον δημόσιο λόγο του όρου «Γυναίκες» με όρους «άτομα με μήτρα» ή «άνθρωποι με μήτρα», γεγονός που αποτελεί ακραία μορφή έμφυλης βίας και ευθεία επίθεση προς τη θηλυκή υπόσταση. Κι είναι θλιβερό το ότι την αντικατάσταση αυτή επιχειρούν μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και μάλιστα σε χρονική περίοδο που η μακρόχρονη συμπόρευση φεμινιστριών και ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας κρίνεται ως  παραπάνω από απαραίτητη. Και είναι αυτονόητο πως για τις φεμινίστριες, και όχι μόνο, ο όρος «Γυναίκες» και όσα τον προσδιορίζουν κοινωνικά και βιολογικά παραμένει αδιαπραγμάτευτος.

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αρχάκης Α. και Κονδύλη Μ. (2002). Εισαγωγή σε Ζητήματα Κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα: Νήσος.

Bourdieu, P. (1996). Οι Κληρονόμοι. Οι Φοιτητές και η Κουλτούρα. Αθήνα: Καρδαμίτσας. 

Γκασούκα, Μ. (2013). Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις του Φύλου. Ζητήματα Εξουσίας και Ασυμμετρίας. Γ’ έκδ. Αθήνα: Διάδραση.

Γεωργαλίδου, Μ., Γκασούκα, Μ., Λαμπροπούλου, Σ., Φουλίδη, Ξ. και Κώστας, Α. (2014). Έρευνα Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας σε Διοικητικά Έγγραφα. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, Αθήνα, text at: http://www.isotita.gr/var/uploads/MELETES/Odigos%20Xrisis%20Mi%20Seksistikis%2 0Glossas.pdf

Γκασούκα, Μ., Γεωργαλίδου, Μ., Λαμπροπούλου, Σ., Φουλίδη, Ξ. και Κώστας, Α., (2018). Οδηγός Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας στα Διοικητικά Έγγραφα. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων-Εθνικό Τυπογραφείο.

Cameron, D. (1990). The Feminist Critique of Language: A Reader. New York: Routledge.

Coates, J. (1993). Women, Men and Language. sec. edit. London: Longman.

Coates, J. ed. (1997). Language and Gender: A Reader. London: Blackwell. 

Fairclough, N. L. (2001). Language and Power. sec. ed. London: Longman. 

Mills, S. ed. (1995), Language and Gender: Interdisciplinary Perspectives. London: Longman.

Pavlidou, Th. S. (2010). «Gender and interaction». in   Wodak, R.,  Johnstone, B. and   Kerswill, P. (eds.). The SAGE Hanbook of  Sociolinguistics. London: Sage. pp 412-427.

Spender, D. (1980). Man Made Language. London: Routledge.

Weatherall, A. (2002). Gender, Language and Discourse. East Sussex, New York: Routledge.

Πολιτική Cookies