PROJECT: Unmute Democracy

PROJECT: Unmute Democracy

Κλείσιμο
Project: Unmute Democracy
  • Σχετικά με το project

    Το project “Unmute Democracy” πραγματοποιείται σε συνεργασία με το VouliWatch και διερευνά τις στάσεις των πολιτών απέναντι στη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα σήμερα, καταγράφοντας τόσο τις αντιλήψεις για τις κύριες απειλές όσο και τις αξιολογήσεις τους για πιθανά θεσμικά αντίβαρα και μορφές πολιτικής συμμετοχής που θα βελτιώσουν την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος και θα ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.

    Η έρευνα βασίζεται σε ερωτηματολόγιο κοινής γνώμης που διερευνά: α) την αξιολόγηση της λειτουργίας της δημοκρατίας, β) τις απειλές που αντιμετωπίζει η δημοκρατία, γ) τις παθογένειες των πολιτικών κομμάτων, δ) τις στάσεις απέναντι σε εκλογικά συστήματα και μορφές διακυβέρνησης, ε) την προθυμία των πολιτών για πολιτική συμμετοχή σε διαφορετικά επίπεδα, στ) την υποστήριξη ή αντίθεση σε θεσμικές παρεμβάσεις που αφορούν τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τον έλεγχο της εξουσίας.

  • Ερευνητικό υλικό

    δημοκρατία

  • Ταυτότητα

    Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2025 και εστιάζει στη μελέτη της ποιότητας της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
    Συντονιστής του Project είναι ο Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Αντώνης Γαλανόπουλος​ (a.galanopoulos@eteron.org)

  • Collaborators
  • Συντελεστές/τριες
sadf

Η κρίση εμπιστοσύνης και το επείγον αίτημα για αληθινή Δημοκρατία

Vouliwatch

22.10.2025

Στην πρόσφατη έρευνα στην οποία συνεργάστηκαν το Εteron και το Vouliwatch σχετικά με τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, καταγράφηκε με εντυπωσιακή σαφήνεια κάτι που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζαμε. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα της κομματικής εκπροσώπησης και των πολιτικών έχει συρρικνωθεί δραματικά, έχει σχεδόν εκμηδενιστεί. Η πλειοψηφία των πολιτών δεν πιστεύει ότι τα κόμματα διαθέτουν ικανά και έντιμα στελέχη, ούτε ότι ενδιαφέρονται για την ευημερία της κοινωνίας και ότι μάχονται για το συλλογικό συμφέρον. Αυτό που κυριαρχεί είναι η ματαίωση και ένα συνολικό αίσθημα απαξίωσης που απορρέει από την πεποίθηση πως οι σύγχρονοι πολιτικοί εξαρτώνται από οικονομικά και κομματικά συμφέροντα και προσβλέπουν μόνο στο να διατηρήσουν τη θέση εξουσίας τους, χωρίς ουσιαστική επαφή με τα προβλήματα της καθημερινότητας.

Αυτή η κρίση εκπροσώπησης βαθαίνει χρόνο με τον χρόνο και επηρεάζει τη στάση των πολιτών απέναντι στην έννοια της συμμετοχής και της πολιτικής έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ολοένα αυξανόμενο ποσοστό αποχής από τις κάλπες και η προσφυγή σε ένα είδος «καταγγελτικής απάθειας». Η συνολική, μάλιστα, απαξίωση συμβαδίζει με την ανησυχητική άνοδο της δημοφιλίας διαφόρων πολιτικών φορέων που έχουν «τραμπικά» χαρακτηριστικά και προσφέρουν εύκολες λύσεις σε πολύπλοκα προβλήματα, εκμεταλλευόμενοι τους φόβους και τις ανησυχίες μιας κοινωνίας που νιώθει ματαιωμένη και απροστάτευτη. Με αυτό τον τρόπο η κοινωνία πολώνεται όλο και περισσότερο με τους πολίτες να ιδιωτεύουν στις πληροφορίες που τους σερβίρει ο αλγόριθμος στις οθόνες τους. 

Αυτή η τάση δεν είναι μια θεωρητική διαπίστωση, αλλά προκύπτει και τροφοδοτείται από τα βιώματα των πολιτών: Παρατηρείται μια τρανταχτή ατιμωρησία σε μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς, άσχετες τροπολογίες προστίθενται τελευταία στιγμή σε κρίσιμα νομοσχέδια παρακάμπτοντας την έγκαιρη ενημέρωση του κοινού ή/και του κοινοβουλευτικού σώματος ενώ σοβαρές εθνικές υποθέσεις που υπονομεύουν το Κράτος Δικαίου (οι υποκλοπές και το δυστύχημα των Τεμπών) οδήγησαν σε παραπληροφόρηση και επικοινωνιακά παιχνίδια, κατακερματιζοντας τη λογοδοσία. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν την αίσθηση ενός πολιτικού προσωπικού που λειτουργεί ενδοκομματικά, ενώ είναι προστατευμένο και αποκομμένο από τον κοινωνικό παλμό και τα αιτήματα των πολιτών. 

Μια δυστοπική αισιοδοξία: ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα της έρευνας και ψηλαφώντας ανάμεσα στις ρητές απαντήσεις, παρά τα όσα αποκαρδιωτικά και επισφαλή περιγράφονται, παρά τη διάχυτη δυσπιστία και αποξένωση από την παραδοσιακή άσκηση πολιτικής από τα κόμματα, αναδύεται μια ζωτική πίστη στην ίδια την ιδέα της Δημοκρατίας, σαν πολίτευμα, πλαίσιο οργάνωσης της συλλογικής ζωής και ιδεολογικός μονόδρομος για το μέλλον. Οι πολίτες δηλαδή, εξακολουθούν να πιστεύουν στη διάκριση των εξουσιών, στις ανεξάρτητες αρχές και στη σημασία της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Ταυτόχρονα όμως απαιτούν αυτή να γίνει πιο ανοιχτή και συμμετοχική. Το αίτημα, επομένως, δεν είναι να γκρεμιστούν οι θεσμοί, ούτε η καθολική αποδόμηση και διάλυση του δημοκρατικού συστήματος, αλλά το να λειτουργήσουν ουσιαστικά, να τους προστατεύουν από την αυθαιρεσία και την κατάχρηση της εξουσίας.

Η συγκεκριμένη έρευνα μας αποκαλύπτει, ακόμη, ότι η κοινωνία γνωρίζει πλήρως ποιες είναι οι απειλές της δημοκρατίας. Η διαφθορά, η έλλειψη δικαιοσύνης και η χειραγώγηση των ΜΜΕ αναδεικνύονται σταθερά ως τα πιο επικίνδυνα φαινόμενα που υπονομεύουν το πολίτευμα. Δεν ευθύνεται, δηλαδή, η «αδιαφορία των πολιτών», για την κρίση της δημοκρατίας, όπως συχνά γίνεται επίκληση στον δημόσιο λόγο. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται καθαρά ότι οι θεσμοί – που οφείλουν να διασφαλίζουν ισονομία και διαφάνεια – δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στο ρόλο τους και διαβρώνονται συστηματικά. Όταν κρίσιμες υποθέσεις διαφθοράς σέρνονται για χρόνια ή σπουδαίες αποκαλύψεις ερευνητικής δημοσιογραφίας εξαφανίζονται, είναι φυσικό το να κλονιστεί, σχεδόν ανεπιστρεπτί, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς. 

Ανακουφιστικό είναι και το συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν προσβλέπει σε έναν «σωτήρα» για την εξυγίανση των παθογενειών του πολιτικού συστήματος, ούτε εναποθέτει τις ελπίδες της στην υπόσχεση μιας ισχυρής ηγετικής φιγούρας. Αντίθετα, στην πλειονότητά τους οι πολίτες πιστεύουν ότι η ενίσχυση της δημοκρατίας περνά μέσα από τη δική τους συμμετοχή καθώς και από τους ελεγκτικούς θεσμούς που λειτουργούν αποτελεσματικά και παράγουν με συνέπεια και ακεραιότητα το έργο τους. Εξ ου και βρίσκουν απήχηση προτάσεις όπως η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας ή η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών. Αυτό συνηγορεί στο ότι η ελληνική κοινωνία μοιάζει να έχει ωριμάσει μεταπολιτευτικά σε σχέση με την κατανόηση της δημοκρατίας και την αντιμετωπίζει ως μιας υπόθεση βαθιά συλλογική.

Από τα ευρήματα της έρευνας, εντυπωσιακή και κάπως απρόσμενη είναι και η θετική διάθεση μιας μερίδας των πολιτών για εναλλακτικές μορφές συμμετοχής. Από εκστρατείες και νομοθετικές πρωτοβουλίες πολιτών, έως συμμετοχικούς προϋπολογισμούς και τοπικά δημοψηφίσματα, ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δηλώνει ότι δεν θέλει να περιορίζεται μόνο στην εκλογική διαδικασία κάθε 4 χρόνια. Φαίνεται μάλιστα να επιθυμεί τη διαρκή και ενεργή παρουσία του, με αποφασιστικό λόγο στις αποφάσεις και τις πολιτικές που επηρεάζουν την καθημερινότητά του. Η τεχνολογία, προσφέρει σήμερα τη δυνατότητα για διαφανείς και αδιάβλητες διαδικασίες, οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν τους πολίτες πιο κοντά στη λήψη αποφάσεων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Το αίτημα για θεσμοθετημένες συμμετοχικές διαδικασίες δεν είναι απλώς μια ιδέα κάποιων ελίτ προοδευτικών κύκλων αλλά ένα έμπρακτο ζητούμενο της εποχής, ένα αίτημα που είναι εφικτό.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το στοιχείο της διαγενεακής σύγκλισης. Στην έρευνά μας δεν καταγράφονται ουσιαστικές διαφορές απόψεων ανάμεσα σε νεότερους και μεγαλύτερους, ούτε ανάμεσα σε κοινωνικές κατηγορίες με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι το αίτημα για περισσότερη διαφάνεια, λογοδοσία και συμμετοχή συνιστά κοινή ελπίδα που διατρέχει το σύνολο της κοινωνίας. Η νεότερη γενιά, που συχνά κατηγορείται για αποστασιοποίηση, εμφανίζεται πρόθυμη να συμμετάσχει ενεργοποιώντας νέα εργαλεία δημοκρατικής συμμετοχής. Αλλά ακόμη και η προηγούμενη, αποκαμωμένη από τις παθογένειες δεκαετιών, γενιά μοιάζει να συμμερίζεται αυτή τη σύγχρονη μεταστροφή. Αυτή η σύγκλιση υπερβαίνει τα παραδοσιακά, σκληροπυρηνικά σχήματα της αριστεράς και της δεξιάς στη χώρα μας, καθώς και τον κοινωνικό διχασμό που για χρόνια εγκλώβισε την πολιτική ζωή σε αγκιστρώσεις. Είναι, ίσως, η πρώτη φορά, εδώ και δεκαετίες, που οι Έλληνες πολίτες δείχνουν έτοιμοι μεταπολιτευτικά να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν ένα κοινό όραμα, να εργαστούν ενωτικά προς τη διάσωση και ενίσχυση της ίδιας της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Κι αυτό είναι ένα στοίχημα που αφορά τους πάντες, γιατί η υπεράσπιση της δημοκρατίας δεν είναι υπόθεση μιας παράταξης αλλά κοινό συμφέρον για ολόκληρη την κοινωνία.

Ένα ακόμη μήνυμα που διατρέχει την έρευνά μας, είναι η ανάγκη για ανανέωση του πολιτικού λόγου και της σχέσης πολιτικού – ψηφοφόρου. Οι πολίτες δεν αποζητούν μόνο νέα πρόσωπα αλλά και έναν εναλλακτικό τρόπο επικοινωνίας. Έχουν προφανώς κουραστεί από τον ξύλινο λόγο, τα επικοινωνιακά στερεότυπα και τις κενές αντιπαραθέσεις. Θέλουν μια γλώσσα ειλικρινή, άμεση, σύγχρονη και έντιμη, που να συνομιλεί με την πραγματική τους εμπειρία, να συμπεριλαμβάνει τα βιώματά τους και να μην τους αντιμετωπίζει ως παθητικούς αποδέκτες. Πίσω από αυτό το αίτημα για «νέα γλώσσα» κρύβεται κάτι πιο ουσιαστικό και βαθύ, και δεν είναι άλλη από την – ετεροχρονισμένη ή και ώριμη – ανάγκη για αλλαγή πολιτικής κουλτούρας. Δεν αρκεί η εναλλαγή προσώπων στην πολιτική σκηνή, αν ο τρόπος άσκησης της εξουσίας παραμένει αμετάβλητος, αν οι αποφάσεις λαμβάνονται με μυστικοπάθεια πίσω από κλειστές πόρτες και χωρίς ευθύβολη λογοδοσία, αν οι αντιπαραθέσεις περιορίζονται σε επικοινωνιακά τρικ και οι επί της αρχής ιδεολογικά αντίθετες πολιτικές δυνάμεις λειτουργούν, εν μέρει, με ομερτά. Αυτό που αναδύεται, λοιπόν, ως αίτημα των πολιτών είναι ένα ανανεωμένο και διαφορετικό πλαίσιο σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική, που δεν αναπαράγει τις παθογένειες του παρελθόντος αλλά τολμά να τις καταλύσει και να τις υπερβεί. Μια πολιτική κουλτούρα που αναγνωρίζει λάθη, μοιράζεται ευθύνες, αντλεί ιδέες από τη βάση και υιοθετεί πρακτικές διαφάνειας, όπως έχει γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που επέλεξαν τον δρόμο της ανοικτής διακυβέρνησης. Χωρίς αυτή τη βαθιά αλλαγή νοοτροπίας, ακόμη και οι πιο καλά σχεδιασμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις κινδυνεύουν να μείνουν γράμμα κενό και να ενισχύσουν τελικά τον κυνισμό αντί την εμπιστοσύνη.

Στο σημείο αυτό, το Vouliwatch αναδεικνύεται ως μια κρίσιμη γέφυρα προόδου. Στα δέκα χρόνια λειτουργίας μας έχουμε αποδείξει ότι η πολιτική εμπιστοσύνη δεν χαρίζεται αλλά χτίζεται μέσα από διαφάνεια, πρόσβαση στην πληροφορία, υποχρέωση λογοδοσίας και πραγματικές ευκαιρίες συμμετοχής. Αυτό είναι κάτι που οι πολίτες, όπως προκύπτει και από την έρευνα, το ζητούν συνειδητοποιημένα και εμφατικά. Εμείς, ορμώμενοι από το αίτημα αυτό και με την ουσιαστική ενθάρρυνση των πολιτών που μας ακολουθούν και υποστηρίζουν το έργο μας, συνεχίζουμε να παρεμβαίνουμε με τη δημιουργία ψηφιακών εργαλείων συμμετοχής αλλά και συγκεκριμένες προτάσεις, από τη ρύθμιση του lobbying και την ενίσχυση της διαφάνειας στα πόθεν έσχες και τα οικονομικά των κομμάτων, έως την ευρεία θεσμική προστασία των whistleblowers και την ενεργοποίηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας πολιτών.

Προκύπτουν δύο ουσιαστικά συμπεράσματα: αφενός, το βαθύ έλλειμμα εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα της χώρας, αφετέρου, η συγκινητική ελπίδα μιας κοινωνίας που δεν εγκαταλείπει τον αγώνα για ουσιαστική δημοκρατία. Το πώς θα εξελιχθεί η ελληνική πολιτική σκηνή εξαρτάται από το αν οι δυνάμεις εξουσίας θα αφουγκραστούν όντως τα κοινωνικά αιτήματα και θα ανταποκριθούν εγκαίρως και θαρραλέα στις ανάγκες της σύγχρονης δημοκρατίας ή θα συνεχίσουν τυφλά να αναπαράγουν τις ίδιες παθογένειες, με ακλόνητο ωφεμιλισμό και αλαζονεία. Σε κάθε περίπτωση, εμείς θα συνεχίσουμε αδιάλειπτα τον αγώνα μας και θα πιέζουμε με όλες τις δυνάμεις μας για να δημιουργηθούν και να θεμελιωθούν οι προϋποθέσεις μιας ζωντανής, συμμετοχικής, συμπεριληπτικής και αληθινής δημοκρατίας!

Unmute Democracy Research

Πολιτική Cookies