Το Gender Divide είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron σε συνεργασία με το βρετανικό πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. Το πρόγραμμα στοχεύει στη διεύρυνση και εμβάθυνση του έργου του Ινστιτούτου σε έμφυλα ζητήματα, επιχειρώντας να καταγράψει, να μελετήσει και να αναλύσει προσλήψεις, αντιλήψεις και στερεότυπα του κοινωνικού σώματος.
Το ερευνητικό πρόγραμμα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ποσοτική έρευνα, κείμενα ανάλυσης και ανάδειξης των αποτελεσμάτων της έρευνας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προτάσεις πολιτικής και πρωτοβουλίες δικτύωσης.Στο πρόγραμμα συμμετέχει το ινστιτούτο ΕΝΑ, αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org
Με την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των διαστάσεων της έμφυλης βίας, την ανάπτυξη του κινήματος #metoo και τη δημοσιοποίηση γεγονότων γυναικοκτονιών, ερωτήματα όπως πώς θα προστατευθούν τα δικαιώματα των θυμάτων/επιζωσών και πώς θα επιτευχθεί η έμφυλη δικαιοσύνη έχουν τεθεί ως προτάγματα «επείγουσας ανάγκης», πλέον και στην ελληνική κοινωνία.
Η έμφυλη βία ερμηνεύεται συχνά ως μια διαδικαστική και ποινική υπόθεση, ενώ η αδυναμία του δικαιώματος των κακοποιημένων γυναικών «να έχουν δικαιώματα» θεωρείται κυρίως ως αποτυχία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης παρά ως αδυναμία ή/και απροθυμία του κράτους, αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας, να αντιμετωπίσει την έμφυλη καταπίεση και τις δομικές έμφυλες ανισότητες. Εδώ και καιρό, υποστηρίζεται όλο και περισσότερο, σε εύρος και ένταση, η αναγκαιότητα της τιμωρητικής απόκρισης στην έμφυλη βία: μια συμμαχία γεμάτη με αφηγήματα «νόμου και τάξης» και αιτήματα για αυστηρότερη ποινικοποίηση, μεγαλύτερη έκτιση των ποινών και «πραγματική» τιμώρηση των δραστών.
Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας για τα έμφυλα ζητήματα, που διεξήγαγε το Eteron σε συνεργασία με το King’s College του Λονδίνου, σε δείγμα 2.074 ανδρών και γυναικών πολιτών. Αν και η έρευνα δεν εστιάζει αποκλειστικά στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας, ωστόσο αναδεικνύεται ότι το 68,3% των ερωτηθέντων/-εισών «συμφωνεί» και «μάλλον συμφωνεί» ότι τα εγκλήματα βίας κατά των γυναικών πρέπει να τιμωρούνται πιο αυστηρά, σε ποσοστό 80,2% οι γυναίκες και 56,4% οι άνδρες. Όσο μεγαλύτερο δε είναι το ηλικιακό φάσμα, τόσο ισχυρότερη είναι η συμφωνία με την άποψη αυτή. Διαπιστώνουμε ότι, παρά τη συνέχιση της βίας εντός και εκτός των φυλακών και την αμφισβητήσιμη επάρκεια του ποινικού δικαίου για την απόκριση στην έμφυλη βία, ο λόγος για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενισχύει όλο και περισσότερο την ενεργοποίηση του κρατικού ποινικού μηχανισμού. Η πιο ιστορικά αποτυχημένη πρακτική αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, που είναι η αυστηροποίηση των ποινών, φαίνεται να κερδίζει έδαφος και να συνδέει την εγγενή αξία της τιμωρίας με την αξία της ζωής των θυμάτων. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της χρησιμότητας της τιμωρητικής δικαιοσύνης για τον πόνο που προκαλούν οι δράστες θεωρείται αυτόματα ως προσβολή για τα θύματα των πράξεών τους.
Είναι αναμφίβολο ότι στον κυρίαρχο λόγο ορισμένων μέσων ενημέρωσης, πολιτικών κομμάτων και γυναικείων οργανώσεων, αλλά και μερίδας του πληθυσμού, η εστίαση των αξιώσεων για δικαιοσύνη είναι συγκεκριμένη: στην ανάδειξη εξατομικευμένων περιπτώσεων βλάβης και παραβίασης (συνήθως «ιδεατών» θυμάτων), στον εντοπισμό των υπευθύνων για τέτοιες παραβιάσεις (συνήθως «μη προνομιούχων» δραστών) και στην ανάληψη της ατομικής ευθύνης. Ακόμη και όταν αναγνωρίζονται άλλα, ευρύτερα ζητήματα που συνδέονται με την έμφυλη βία, εμφανίζονται κατά το πλείστον ως συμπληρωματικές ανησυχίες, επικουρικές της ανάγκης για ανταπόδοση απέναντι στο έγκλημα, καθώς και για μεταμέλεια και σωφρονισμό του δράστη. Στην προσπάθεια για τη θεσμική και δημόσια αναγνώριση της έμφυλης βίας και τους φεμινιστικούς αγώνες για την εξάλειψή της, έλαβε χώρα μια σημαντική μετατόπιση: η έμφυλη βία τείνει να αναπαρίσταται και να αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως έγκλημα παρά ως κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα που απαιτεί συλλογική (ανα)πλαισίωση (Kim, 2018). Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα: το αποτέλεσμα είναι ότι οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις αποκτούν πολιτικό πλεονέκτημα μέσω του φαινομενικού εναγκαλισμού φεμινιστικών αιτημάτων, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ασκούν ποινική σκληρότητα «με μια καλοπροαίρετη φεμινιστική μάσκα» (Bernstein, 2012), ενώ παράλληλα η προτίμηση μιας απάντησης από την ποινική δικαιοσύνη απαλλάσσει το κράτος από την αντιμετώπιση των υποκείμενων δομικών καταστάσεων και παραγόντων που προκαλούν εξαρχής την έμφυλη βία.
Ο David Garland (2001), στο βιβλίο του Η κουλτούρα του ελέγχου, τονίζει ότι, από τα τέλη του 20ού αιώνα, η πολιτική και οι πρακτικές της ποινικής δικαιοσύνης βασίζονται σε μια συναίνεση «ανταποδοτικής ατζέντας» που αποκλίνει από τους κοινωνικά προνοιακούς στόχους που είχαν προωθηθεί για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Πριν από τη δεκαετία του ’80 ήταν αδιανόητο οι πολιτικοί στις δυτικές δημοκρατίες να εκδηλώσουν δημόσια την υποστήριξή τους για θεσμική εκδίκηση ή για ρητή τιμωρία του εγκλήματος από το κράτος, αλλά φαίνεται ότι η εργαλειοποίηση του πόνου έκανε δυνατή τη δημόσια συζήτηση για το έγκλημα και την τιμωρία. Οι πολιτικοί άρχισαν να εκφράζουν δημόσια «τιμωρητικά συναισθήματα», τα οποία στη συνέχεια αντικατοπτρίστηκαν σε ένα πιο «δρακόντειο» καθεστώς κυρώσεων, εγκαταλείποντας έτσι ζητήματα κοινωνικής ρύθμισης και κριτικής για τον κατακερματισμό υποδομών κοινωνικής μέριμνας, τη συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών έως και την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας.
Επιπλέον, φαίνεται ότι ο ποινικός λαϊκισμός κατατείνει να είναι η κυρίαρχη απάντηση στα προβλήματα που προκαλούνται από τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική. Η ανανεωμένη πίστη στο ποινικό σύστημα ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου συνδέεται, λοιπόν, στενά με τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα. Η επισφάλεια που προκύπτει από την απορρύθμιση των αγορών, τη διάβρωση μηχανισμών κοινωνικής προστασίας για τα επιζώντα άτομα της έμφυλης βίας και την εξατομίκευση του τρόπου που συσχετιζόμαστε τείνει να καλύπτεται από έναν συνεχώς διευρυνόμενο κατασταλτικό μηχανισμό μέσω σκληρότερων ποινών φυλάκισης, καθώς και μιας ευρείας κοινωνικής αποδοχής για περισσότερο έλεγχο του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, μεγαλύτερη αστυνομική παρουσία σε όλους τους τομείς της ζωής και επέκταση μιας βιοπολιτικής της ασφάλειας.
Βέβαια, η εναλλακτική λύση δεν είναι να αρνηθούμε το δικαίωμα των γυναικών και των θηλυκοτήτων να αισθάνονται ασφαλείς, αλλά να ενθαρρύνουμε κοινωνικές πρακτικές που πραγματικά παρέχουν ασφάλεια και μια κουλτούρα αλληλεγγύης και φροντίδας ενάντια στην κουλτούρα ελέγχου. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι τα έμφυλα εγκλήματα να μη συμβαίνουν, αν και είναι πιθανόν να διαπραχθούν ανεξάρτητα από τη δίωξη των δραστών. Έτσι, η κυριάρχηση των αιτημάτων για αύξηση της ποινικοποίησης δείχνει πόσο βαθιά έχει επηρεαστεί ακόμα και ο τρόπος που σκεφτόμαστε την έμφυλη βία και δικαιοσύνη, παρά την αυξανόμενη αναγνώριση της ανάγκης για πιο ολιστικές, αλληλέγγυες και κοινωνικά συνειδητοποιημένες προσεγγίσεις των ζητημάτων αυτών.
Η τιμωρία ως αμφισβητήσιμη πρακτική
Απέναντι στην «ωμή πυκνότητα» της έμφυλης βίας και στη συνάρθρωσή της με την κανονικοποίηση και την αποσιώπηση είναι πρόσφορο να προβούμε σε διερευνητικές ερωτήσεις για να ρηγματώσουμε έναν πολωμένο διάλογο. Η «φωνή» των επιζώντων ατόμων εισέρχεται στον λόγο του νόμου και διαρρηγνύει την εξουσιαστική μονοφωνία του; Πέρα από τις επώδυνες εμπειρίες της έμφυλης βίας, της τρωτότητας και της επισφάλειας των θυμάτων υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών φεμινιστικών και διαθεματικών συναρθρώσεων, γνώσεων και πρακτικών; Τι θα γινόταν αν προσπαθούσαμε να φανταστούμε μια άλλη έννοια της δικαιοσύνης, ακριβώς τη στιγμή που οι ποινικές/σωφρονιστικές τεχνικές εξουσίας τείνουν να αιχμαλωτίσουν τις συλλογικές μας προσπάθειες για (ανα)στοχασμό και δράση;
Η φεμινιστική έρευνα δείχνει ότι ο ποινικός μηχανισμός επανατραυματίζει συστηματικά τις γυναίκες και τις θηλυκότητες, υποβάλλοντάς τες σε επαχθείς διαδικασίες και αμφισβητώντας την αξιοπιστία τους. Πολλές επιζώσες αποφεύγουν να καταγγείλουν τη βία που έχουν υποστεί ή αποσύρονται από τις δίκες λόγω του φόβου των αντιποίνων, της δυσπιστίας τους απέναντι στο νομικό σύστημα, της ανησυχίας τους για τις οικονομικές/συναισθηματικές συνέπειες από τη φυλάκιση του δράστη, του φόβου της απώλειας της επιμέλειας των παιδιών τους, καθώς και της έλλειψης χρόνου και πόρων για να εμπλακούν σε θυματοποιητικές και δυσκίνητες δικαστικές διαδικασίες. Συνολικά, το ποινικό σύστημα παραμελεί τις ανάγκες των επιζώντων ατόμων, ενώ οι νομικές μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν στα κράτη να ισχυρίζονται ότι «παίρνουν τα πράγματα στα σοβαρά», ακόμη και όταν δεν διαθέτουν τους πόρους και τις υπηρεσίες που απαιτούνται για να αντιμετωπιστεί η έμφυλη βία.
Το θέμα της διάστασης μεταξύ της ενσώματης εμπειρίας της έμφυλης βίας και της ποινικής δικαιοσύνης δεν είναι απλά ένα πρόβλημα «εφαρμογής» της νομοθεσίας, δηλαδή δεν αφορά ένα υποτιθέμενο χάσμα μεταξύ του «νόμου στα βιβλία» και του «νόμου στην πράξη». Γνωρίζουμε, ότι η ποινικοποίηση της έμφυλης βίας δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αναγνώριση της αδικίας και του τραύματος, καθώς δεν μπορεί να επιφέρει κοινωνική αλλαγή σε σχέση με τις δομικές και συστημικές συνθήκες που τα προκαλούν. Επιπλέον, η επιβολή ποινών έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους των αντι-ηγεμονικών οραμάτων και διεκδικήσεων, δεδομένου ότι ο ποινικός και δικαστικός μηχανισμός (ανα)παράγει την υποτέλεια με βάση τη φυλή, το φύλο, την τάξη και άλλων συστημάτων καταπίεσης.
Αυτό, εξάλλου, είναι ένα εγγενές στοιχείο των περιορισμών της ποινικής δίκης: οι κανόνες της έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση μεμονωμένων περιπτώσεων βίας και για να διαπιστώνουν τη διάπραξη ενός εγκλήματος, παρά να πλαισιώνουν ανακουφιστικά την (συλλογική) ιστορία του τραύματος της έμφυλης βίας. Επιπλέον, τα θύματα που προσδοκούν δικαίωση συχνά αντιλαμβάνονται ότι δεν βρίσκονται απλώς στη δικαιοδοσία του νόμου, ούτε είναι αδιάφορα προς αυτόν, αλλά ότι είναι εγκαταλειμμένα από αυτόν, δηλαδή εκτίθενται στο κατώφλι όπου το δικαίωμά τους σε μια αξιοβίωτη ζωή παραβιάζεται και θεσμικά. Επομένως, εδώ τίθεται ένα θεμελιώδες ζήτημα, όπως «ποιου/-ας η πραγματικότητα επιτρέπεται να είναι πραγματική» και να λαμβάνεται υπόψη η «φωνή» του/της. Έτσι, ακόμα και αν εξασφαλιστούν περισσότερες καταδίκες και μεγαλύτερες ποινές, είναι απίθανο να μεταδοθεί το ευρύτερο μήνυμα της αξίας της ζωής των γυναικών/θηλυκοτήτων.
Η προσφυγή στο συμβολικό δυναμικό του δικαίου δεν είναι αθώα και χρειάζεται να (ανα)γνωρίσουμε τις συμβολικές, πολιτισμικές και πρακτικές συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει. Σύμφωνα με τον Φουκώ (2011), ο πιο σημαντικός αντίκτυπος του σωφρονιστικού συστήματος είναι ότι καταφέρνει να κάνει φυσική και νόμιμη τη δύναμη της τιμωρίας και της επέκτασής της πέρα από τη νόμιμη φυλάκιση. Απέναντι στην εκφραστική δύναμη της τιμωρίας, η οποία μπορεί να είναι εξίσου βίαιη με την έμφυλη βία που διαπράττεται, χρειάζεται να συμπεριλάβουμε ευρύτερες έννοιες της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένης μιας εκτεταμένης προσέγγισης της μετασχηματιστικής δικαιοσύνης (transformative justice), η οποία έχει εμπνευστεί από τις κοινότητες των μαύρων, των αυτοχθόνων και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, λόγω της πεποίθησής τους ότι δεν θα μπορούσαν να βασιστούν στην αστυνομία και τα δικαστήρια για να νιώσουν δικαίωση.
«Το να αρχίσεις να ακούς με ένα φεμινιστικό αυτί», όπως προτείνει η Ahmed (2017), «είναι ότι δεν συντονίζεσαι με έναν κόσμο», ότι βρίσκεσαι σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο που εστιάζει στην οικοδόμηση της κοινότητας, τη συγκρότηση συλλογικής αλληλεγγύης και φροντίδας ενάντια στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Συνεπώς, η μετασχηματιστική δικαιοσύνη θα μπορούσε να αποτελέσει τη φεμινιστική μας πρακτική και «ακρόαση» απέναντι στην έμφυλη βία: ως αυτή που δημιουργεί διαδικασίες και πρακτικές που μπορούν να φτιάξουν κοινότητες ικανές να αντιμετωπίσουν τη βλάβη χωρίς να προκαλέσουν περαιτέρω βλάβη. Εάν το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης είναι ένα πεδίο αντι-σχεσιακότητας, τότε η μετασχηματιστική δικαιοσύνη είναι ένα πεδίο οικοδόμησης σχέσεων που αντιμετωπίζει την έμφυλη βία ως πολιτικό διακύβευμα και συνάμα εκκίνηση για τη διάνοιξη νέων χώρων ενάντια στην κυβερνολογική της ασφάλειας και της διάσωσης.
Ahmed, S. (2017). Living a Feminist Life, Durham and London: Duke Press.
Bernstein, E. (2012). Carceral Politics as Gender Justice? The “Traffic in Women” and Neoliberal Circuits of Crime, Sex, and Rights. Theory and Society, 41, 233-259.
Garland, D. (2001). The Culture of Control. Crime and Social Order in Contemporary Society. Oxford: Oxford University Press.
Kim, M.E. (2018). From Carceral Feminism to Transformative Justice: Women-of-color Feminism and Alternatives to Incarceration. Journal of Ethnic & Cultural Diversity in Social Work, 27(3), 219-233.
Φουκώ, Μ. (2011). Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος. Αθήνα: Πλέθρον.