Η εκλογική αποτυχία της Νέας Αριστεράς είναι ενδεχομένως το μόνο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2024 για το οποίο δεν υπάρχει κάποια ερμηνευτική διχογνωμία. Ο διττός στόχος του νέου, υπό διαμόρφωση, κόμματος για υπέρβαση του εκλογικού κατωφλιού του 3% και εκλογή έστω ενός ευρωβουλευτή δεν επιτεύχθηκε και ως εκ τούτου η γλίσχρα επίδοση του 2,45% (και των 97.554 ψήφων) υπονομεύει την περαιτέρω αυτόνομη παρουσία του εν λόγω πολιτικού σχήματος σε ένα πλαίσιο αβεβαιότητας και ρευστότητας που χαρακτηρίζει το μετεκλογικό κομματικό πεδίο, ιδίως στον (κεντρο)αριστερό χώρο. Στο παρόν σύντομο σημείωμα θα παρουσιαστούν κάποιες πλευρές της εκλογικής επίδοσης της Νέας Αριστεράς που είναι χρήσιμες για την κατανόηση της τρέχουσας συνθήκης στην οποία βρίσκεται και εν συνεχεία θα διατυπωθούν κάποιες σκέψεις σε σχέση με τη μετέπειτα πολιτική πορεία του σχήματος στη συνάφεια της γενικότερης κίνησης που εμφανίζεται για την ανασύνθεση της Αριστεράς.
Τα χαρακτηριστικά του εκλογικού αποτελέσματος της Νέας Αριστεράς
Καταρχάς, ως προς τη γεωγραφική κατανομή της ψήφου για τη Νέα Αριστερά, άνω του εθνικού ποσοστού βρέθηκε σε δεκαέξι περιφέρειες, από τις οποίες οι οχτώ είναι περιφέρειες που αντιπροσωπεύουν τα μέλη της κοινοβουλευτικής της ομάδας, με την εξαίρεση της Ξάνθης και της Ροδόπης (βλ. Πίνακα 1). Επί της ουσίας, η επιρροή της Νέας Αριστεράς εντοπίζεται κυρίως στο Λεκανοπέδιο –πλην της Β΄ Πειραιά–, στην Α΄ Θεσσαλονίκης, στην Κρήτη (Χανιά και Ρέθυμνο, λόγω Γ. Σταθάκη και Α. Ξανθού), στη δυτική Πελοπόννησο (Αχαΐα και Μεσσηνία, λόγω Σ. Αναγνωστοπούλου και Α. Χαρίτση) και σε κάποιες μεμονωμένες περιφέρειες, όπως η Πέλλα, η Κέρκυρα, τα Ιωάννινα και η Φλώρινα. Αυτό σημαίνει ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, η μεταβλητή που ερμηνεύει την εκλογική επιρροή του σχήματος είναι κυρίως η ύπαρξη αναγνωρίσιμων στελεχών που πέρασαν από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στη Νέα Αριστερά. Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτο είναι ότι τα υψηλότερα ποσοστά στο Λεκανοπέδιο καταγράφηκαν σε περιοχές υψηλών και μεσαίων εισοδημάτων (Βόρειος και Νότιος Τομέας), ενώ στις κατεξοχήν λαϊκές περιοχές τα ποσοστά ήταν χαμηλότερα (2,69% στον Δυτικό τομέα και 2,14% στη Β΄ Πειραιά).
Κατά δεύτερον, δεδομένου του κοινοβουλευτικοκεντρικού χαρακτήρα του σχήματος, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμη μια σύγκριση ανάμεσα στον απόλυτο αριθμό ψήφων που έλαβε η Νέα Αριστερά στις ευρωεκλογές στις δέκα περιφέρειες στις οποίες εκλέχθηκαν οι έξι βουλευτές και οι πέντε βουλεύτριές της και στις ψήφους που οι ίδιοι και οι ίδιες έλαβαν στις εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 (τότε υπήρχε σταυροδοσία), ως υποψήφιοι -ες του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (βλ. Πίνακα 2). Η πιο υψηλή κάλυψη των σταυρών των εκλογών του 2023 εντοπίζεται στον Νότιο Τομέα, όπου η Νέα Αριστερά κάλυψε το 59% των σταυρών της Θεανώς Φωτίου. Σε Α΄Αθήνας και Βόρειο Τομέα κινήθηκε μεταξύ 38% και 48%, μεταξύ 19%-27% σε Αχαΐα, Ιωάννινα, Μεσσηνία και Φλώρινα, ενώ τα πιο χαμηλά ποσοστά της εντοπίζονται στον Δυτικό Τομέα (15%) και στις δύο περιφέρειες της Θράκης (κάτω του 10%). Στην Α΄Αθήνας, όπου η Νέα Αριστερά έλαβε 4,44%, είναι εντυπωσιακό ότι, από τους πέντε πρώτους σε ψήφους στις εκλογές του Μαΐου 2023, οι τέσσερις (Ηλιόπουλος, Τζανακόπουλος, Βούτσης, Φίλης) είναι πλέον στελέχη της Νέας Αριστεράς, ενώ στο σχήμα είναι επίσης ενταγμένοι οι δύο τελευταίοι (Σακελλαρίδης, Ηλιόπουλος) επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης («Ανοιχτή Πόλη») στον Δήμο Αθηναίων. Κατ’ αντιστοιχία, και στον Δυτικό Τομέα η αποτύπωση της επιρροής της υποψήφιας για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2023 κινήθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Εκ των πραγμάτων, η όποια προσωπική επιρροή και αναγνωρισιμότητα κάποιων στελεχών έχει ως όριο το πολιτικό υποκείμενο εντός του οποίου δραστηριοποιούνται και το διευρυμένο ή συρρικνωμένο κοινωνικό ακροατήριο από το οποίο αντλείται αυτή η επιρροή. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των δύο μουσουλμάνων βουλευτών, η εκλογική επιρροή των οποίων κινήθηκε πιθανότατα προς το Κόμμα Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ).
Ως προς την κοινωνιολογική αποτύπωση της ψήφου προς την Νέα Αριστερά, από τα ευρήματα του κοινού exit poll των ευρωεκλογών 1
προκύπτει μικρή διαφοροποίηση της ψήφου προς τη Νέα Αριστερά. Σε ηλικιακό επίπεδο, προκύπτει μια ελαφρά διαφοροποίηση σε σχέση με το εθνικό ποσοστό στις ηλικιακές κατηγορίες άνω των 35 (2,5% στις κατηγορίες 35-54 και 2,6% στις κατηγορίες 55+) και υποεκπροσώπηση στις νεότερες ηλικίες (μεταξύ 1,7% και 1,9% στις κατηγορίες 17-34). Δεν προκύπτει κάποιου είδους έμφυλη διαφοροποίηση, ενώ σε εκπαιδευτικό επίπεδο διαφοροποιείται ελαφρώς η πανεπιστημιακή εκπαίδευση (3%) έναντι της στοιχειώδους (1%). Σε ό,τι αφορά την κοινωνικοεπαγγελματική κατανομή της ψήφου προς τη Νέα Αριστερά, θετική διαφοροποίηση από το εθνικό ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους (3,8%), τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοπασχολούμενους (3,2%) –σε αυτή την κατηγορία στο exit poll εντάσσονται και οι επιχειρηματίες– και στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα (2,9%). Στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα η Νέα Αριστερά έλαβε 2,4%, στους αγρότες 2,3%, στις νοικοκυρές και τους συνταξιούχους 2,1% και σε φοιτητές/σπουδαστές 1,7%. Με όρους πολιτικοϊδεολογικούς, η Νέα Αριστερά συσπείρωσε το 7,9% των «αριστερών» ψηφοφόρων (37,1% συσπείρωσε το ΚΚΕ και 33% ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ) και το 5,2% των «κεντροαριστερών» (37,4% συσπείρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και 28% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ). «Αριστεροί» και «κεντροαριστεροί» αντιστοιχούν συνολικά στο 30% των συμμετεχόντων στις ευρωεκλογές και, ειδικότερα, συναποτελούν οκτώ στους δέκα ψηφοφόρους της Νέας Αριστεράς και επτά στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Τέλος, ως προς τις μετακινήσεις ψηφοφόρων, η Νέα Αριστερά δεξιώθηκε το 8,1% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές του Ιουνίου 2023, το οποίο μεταφράζεται στα τρία τέταρτα περίπου της εκλογικής επιρροής του σχήματος στις ευρωεκλογές του 2024, με κάποιες επιπλέον πενιχρές εισροές τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά.
Συμπεράσματα από το εκλογικό αποτέλεσμα και προοπτικές της Νέας Αριστεράς
Με βάση τα παραπάνω, μοιάζει να τίθεται σε αμφισβήτηση η πολιτική βιωσιμότητα της Νέας Αριστεράς. Καταρχάς, πρόκειται για ένα πολιτικό σχήμα το οποίο δεν έχει ακόμα κατορθώσει να γειωθεί σε κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό ακροατήριο, για να αποκτήσει μια κοινωνική αφετηρία από όπου θα μπορούσε να εκκινήσει κάποια εκλογική διεύρυνση (σίγουρα η όποια αφετηρία προκύπτει από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι μεσοστρωματική και ανώτερων στρωμάτων). Παρά τη ρητορική απεύθυνση στον «κόσμο της εργασίας», η Νέα Αριστερά είναι μια ελάσσονα εκδοχή μιας «βραχμανικής» Αριστεράς, με έμφαση κυρίως σε πιο μορφωμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Επιπρόσθετα, με την εξαίρεση ίσως των ανέργων και των δημοσίων υπαλλήλων, δεν έχει προνομιακή πρόσβαση σε καμία κατηγορία που να σχετίζεται με τους κοινωνικούς πολλαπλασιαστές της εκλογικής επιρροής της Αριστεράς, όπως είναι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, οι νέοι και οι γυναίκες – κάτι που δεν ισχύει με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και με τα άλλα δύο συριζογενή κόμματα (Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ 25).
Δεύτερον, είναι σαφές ότι, ειδικά σε συνθήκες τέτοιας αποχής, η πολύ μικρή εκλογική επίδοση υποδεικνύει μια περιορισμένη οργανωτική δικτύωση, η οποία συνίσταται σε δίκτυα παλαιών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία επιχείρησαν να ανασυστήσουν την επιρροή του προ του 2012 ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η Νέα Αριστερά δεξιώνεται ένα αντίστοιχο έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο αναμφίβολα σχετίζεται με το γεγονός της παρουσίας πολλών μελών της κυβέρνησης 2015-2019 στις τάξεις του φαινομενικά νεόκοπου πολιτικού σχήματος και εν πολλοίς εξηγεί και την ήττα της υποψηφιότητας της Έφης Αχτσιόγλου στις εσωκομματικές εκλογές του 2023.
Τρίτον, είναι εξίσου σαφές, εάν κάποιος μελετήσει και τη μορφολογία της ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ότι δεν έχουν υπάρξει πολύ μεγάλες αλλαγές στη κοινωνικοεπαγγελματική, ηλικιακή αλλά και πολιτικοϊδεολογική σύνθεση της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν βεβαίως της περαιτέρω συρρίκνωσής της. Αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι η διάσπαση του 2023 προήλθε κυρίως από τα πάνω, χωρίς να διαθέτει πραγματική γείωση στην κοινωνία. Δεν υπάρχει προς το παρόν κάποια διαιρετική τομή επί της οποίας να χτίζει πειστικά την παρέμβασή της η Νέα Αριστερά, ούτε βέβαια η ρητορική περί της ιδεολογικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ μετουσιώθηκε σε ψήφο μόνο υπέρ της Νέας Αριστεράς, καθώς οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατευθύνθηκαν σε διάφορα κόμματα αριστερά και δεξιά. Για να το πούμε αλλιώς, η Νέα Αριστερά δεν μπόρεσε να εμφανιστεί ως η απάντηση στην κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ως μέρος της.
Από εκεί και πέρα, οι προοπτικές της Νέας Αριστεράς είναι άμεσα συνδεδεμένες με το πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού. Καταρχάς, πρόκειται για ένα υπό διαμόρφωση κόμμα στελεχών, με περιορισμένες προσβάσεις στην κοινωνία των πολιτών και με μια δημόσια εικόνα που μονοπωλείται αναπόφευκτα από νυν και πρώην βουλευτές. Δεδομένης της εν εξελίξει οργανωτικής αποδιάρθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της παρουσίας τριών πρώην γραμματέων του ΣΥΡΙΖΑ (Βίτσας, Σκουρλέτης, Τζανακόπουλος) στη Νέα Αριστερά, είναι μάλλον προβληματικό το έως τώρα επίπεδο οργανωτικής ανάπτυξης του σχήματος, η οποία, πέρα από κάποιες συγκινησιακού τύπου αναφορές ευσεβών πόθων, δεν προχωρά προς το παρόν, κυρίως λόγω αδυναμίας του στελεχικού δυναμικού της Νέας Αριστεράς, η οποία άλλωστε ήταν εμφανής και την περίοδο που αυτό το δυναμικό δρούσε στον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν δεν μορφοποιηθεί η δομή του υπό διαμόρφωση σχήματος και αν δεν ξεκινήσει μια διαδικασία μαζικοποίησης, τότε το μόνο στοιχείο που θα διατηρεί τη συνοχή του σχήματος θα είναι η ορατότητα της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Επιπλέον, είναι σαφές ότι η Νέα Αριστερά είχε εντέλει πολύ περιορισμένη πρόσβαση σε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, κάτι που σε πολύ μεγάλο βαθμό απονομιμοποιεί και το εγχείρημα της Νέας Αριστεράς. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να χάνει ψήφους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ενίσχυση της Νέας Αριστεράς. Φάνηκε από τη σύγκριση ψήφων και σταυρών παραπάνω ότι η αναγνωρισιμότητα ορισμένων στελεχών κατέστη δυνατή ενόσω ήταν ενταγμένα σε ένα κόμμα μεγαλύτερης επιρροής. Όταν η επιρροή του κόμματος είναι μικρή, τότε τα προβεβλημένα πρόσωπα παύουν να είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του κόμματος. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ανάμεσα στους ελάσσονες δρώντες της συριζογενούς Αριστεράς ο συσχετισμός ήταν Πλεύση Ελευθερίας – ΜέΡΑ25 – Νέα Αριστερά αποδεικνύει ότι η αποχώρηση των στελεχών του νεοπαγούς σχήματος από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αυτή καθεαυτή δεν αποτελεί ηθικό πλεονέκτημα, ούτε επανεπινοεί πολιτικές ταυτότητες ή αποκαθιστά τα «οικεία κακά» του παρελθόντος. Το καθήκον της αυτοκριτικής για τα πεπραγμένα του 2015 δεν αφορά μόνον τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τη Νέα Αριστερά.
Τέλος, είναι προφανές ότι στη συζήτηση περί ανασύνθεσης της (Κεντρο)αριστεράς η Νέα Αριστερά εισέρχεται εξασθενημένη. Όπως και για όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις του χώρου, ένα τέτοιο εγχείρημα έχει ως προϋπόθεση τον απολογισμό. Δεν μπορεί κάποιος να συγκροτήσει κάτι το νέο όταν αυτός ο ίδιος εκφράζει το παλιό και έτσι προσλαμβάνεται από την κοινωνία. Η κρίση εκπροσώπησης, που υπάρχει εδώ και χρόνια στη χώρα και που τα αποτελέσματά της τα είδαμε με την αποχή στις πρόσφατες ευρωεκλογές, σημαίνει χαμηλή εμπιστοσύνη της κοινωνίας μεταξύ άλλων και απέναντι στα κόμματα. Αν αντιμετωπιστεί ως ένα τυχαίο γεγονός ή ως κάτι που αφορά μόνο τα μεγαλύτερα κόμματα, τότε δεν θα κατανοηθεί μια κρίσιμη παράμετρος: οι ψηφοφόροι αντιδρούν με την ψήφο τους ή με τη μη ψήφο τους σε αυτό που τους προσφέρουν τα κόμματα. Κι επειδή η μάλλον ελιτίστικη παράδοση της καθ’ ημάς λεγόμενης «ανανεωτικής» Αριστεράς τείνει προς μια εύκολη δαιμονοποίηση των λαϊκών επιλογών που δεν της είναι αρεστές ή του περιορισμένου ενδιαφέροντος για την πολιτική, αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη.