Το FootballON: More Than Goals είναι το πρώτο ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron για την ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Διεισδύουμε σε διαφορετικές θεματικές ενότητες και φωτίζουμε πτυχές και διαστάσεις του αθλήματος που βγαίνουν έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, περνούν στην κερκίδα, στο επαγγελματικό, επενδυτικό και ερευνητικό πεδίο, και εισχωρούν στη σφαίρα της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στόχος του προγράμματος είναι να διευρύνουμε το πεδίο αντίληψης του σύγχρονου ποδοσφαίρου και να κατανοήσουμε πως οικοδομείται, που φτάνει, ποιους αφορά, πως μεταλλάσσεται και εξελίσσεται μέσα σε ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.
Το project πραγματοποιείται σε συνεργασία με το AnotherFootball, έναν οργανισμό που οραματίζεται και χτίζει ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο και κόσμο, βασισμένο στην αλληλεγγύη, τη συνεργασία και τη βιωσιμότητα.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2025.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org
Γεράσιμος Συμεωνίδης
Sports Marketing/Management Professional και διδάσκων σε φορείς εκπαίδευσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τον Οκτώβριο του 2023 ανέλαβε Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος στο πρόγραμμα σπουδών MA Sports Management του Μητροπολιτικού Κολλεγίου.
Δημήτρης Ραπίδης
Υπεύθυνος Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων και Πολιτικός Ερευνητής ΕΤΕΡΟΝ
Ο Γεράσιμος Συμεωνίδης είναι Sports Marketing/Management Professional και διδάσκων σε φορείς εκπαίδευσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετέχει στο project FootballON: More Than Goals του ETERON, μιλώντας για την εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου, τον τρόπο λειτουργίας και ανάπτυξης των ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιριών και αναλύει διεξοδικά το μοντέλο 50+1 που κυριαρχεί στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο στη Γερμανία.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη παρακάτω:
Πως αξιολογείτε την αυξανόμενη εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου και πως αυτή επιδρά στην αγωνιστική ισορροπία μεταξύ των ομάδων;
Για να αντιληφθούμε λίγο το μέγεθος των οικονομικών του ποδοσφαίρου, είναι εποικοδομητικό να ανατρέξουμε στην έρευνα της Deloitte (εδώ), η οποία περιέχει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για την σεζόν 2022-2023, την αγωνιστική χρονιά-αντικείμενο της μελέτης. Η συνολική ποδοσφαιρική αγορά αυξήθηκε στα 35,3 δισ. ευρώ, τα πέντε «μεγάλα πρωταθλήματα» (Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) συνέχισαν να προηγούνται αναλογικά, συνεισφέροντας 19,6 δισ. ευρώ, ήτοι το 56% της αγοράς, ενώ η συνολική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου άγγιξε το 16% ως απόρροια και της διεξαγωγής του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022.
Το ποδόσφαιρο, με καθαρά μικροοικονομικούς όρους, αποτελεί μια μονοπωλιακή εκδοχή ως προς το προσφερόμενο προϊόν. Ένα αγοραστής ενός καταναλωτικού προϊόντος, π.χ. αυτοκινήτου, έχει αρκετές επιλογές που ποικίλουν ανάλογα με τις ανάγκες, το ποσό αγοράς, το προσωπικό γούστο του καθενός-μιας, εν αντιθέσει με έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης-Μπάγερν Μονάχου που μόνο κάτω από την αιγίδα της UEFA μπορεί να διεξαχθεί. Σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, το ίδιο συμβαίνει και με το Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου μια αναμέτρηση της Αγγλίας με την Αργεντινή για παράδειγμα, γίνεται μόνο με τις «ευλογίες» της FIFA.
Τι συμβαίνει με την European Super League και ποια ηθικά διλήμματα προκύπτουν από την αυξανόμενη τάση εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου;
Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί σε μια αέναη μάχη εκατομμυρίων, σε ένα «λάκκο λεόντων» όπου μόνο οι ισχυροί να μπορούν να επιβιώσουν. Η διαρκής εμπορευματοποίηση με την ανάγκη των ομάδων να επιζητούν ακόμα περισσότερα έσοδα ώστε να διατηρηθούν στην κορυφή αποτυπώθηκε στο αίτημα των πανίσχυρων club για απόσχιση από την UEFA και στην δημιουργία της European Super League, μιας κλειστής λίγκας δηλαδή στα πρότυπα της Euroleague. Το συγκεκριμένο εγχείρημα ουσιαστικά είναι αντίθετο στην δομή και οργάνωση του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου που βασίζεται στην επιβράβευση των συλλόγων με βάση την αγωνιστική τους κατάσταση διατηρώντας το μοντέλο του προβιβασμού και υποβιβασμού. Η UEFA απάντησε με το νέο φορμάτ στις διοργανώσεις που πρακτικά σημαίνει περισσότεροι αγώνες, περισσότερα έσοδα σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι αδιάφοροι αγώνες πλέον είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Όσο για το ηθικό δίλημμα, αυτό αφορά στο κατά πόσο η αθλητική επιτυχία επιτυγχάνεται μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, μέσα από την ανάπτυξη του ποδοσφαιρικού ταλέντου από το μηδέν (grassroots development) ή επιτυγχάνεται πάση θυσία με τις επενδύσεις των ιδιοκτητών των club, οι οποίοι επιζητούν ακόμα περισσότερα έσοδα λόγω της φύσης που έχει λάβει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Ποιες μορφές χορηγιών αναπτύσσονται στο ποδόσφαιρο;
Το τοπίο στις χορηγικές επενδύσεις είναι αρκετά ξεκάθαρο με τις εταιρείες στοιχηματισμού να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο όσον αφορά την προβολή τους, με εταιρείες ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και αυτοκινητοβιομηχανίες να έπονται. Πιο συγκεκριμένα, στην ελληνική Superleague, 11 από τις 14 ομάδες προβάλλουν εταιρείες στοιχηματισμού στην φανέλα τους ενώ και η διοργανώτρια αρχή έχει ως κεντρικό χορηγό εταιρεία στοιχηματισμού, με τα έσοδα από την κεντρική χορηγία να διαμοιράζονται στις ομάδες-μέλη του συνεταιρισμού. Είναι προφανές ότι οι στοιχηματικές εταιρείες αποτελούν τους οικονομικούς «αιμοδότες» των ποδοσφαιρικών ανωνύμων εταιριών (ΠΑΕ) όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Σε αρκετές βέβαια ευρωπαϊκές χώρες έχει απαγορευτεί η προβολή του στοιχηματισμού στην φανέλα, ενώ φυσικά το ίδιο συμβαίνει και σε χώρες με ισχυρό μουσουλμανικό στοιχείο.
Σε τεχνικό επίπεδο, τα χορηγικά μηνύματα στα οποία κάποιος τηλεθεατής ή φίλαθλος εκτίθεται έχουν διάφορες μορφές. Αφορούν θέσεις προβολής που ανήκουν στον κάτοχο δικαιωμάτων (π.χ. στις ΠΑΕ μέσω φανέλας, led, cam carpet κλπ.), θέσεις προβολής που ανήκουν στην διοργανώτρια αρχή (π.χ. backdrops, έντυπα αγώνα, corner κλπ.), θέσεις διαφημιζόμενων σε led και pop up τηλεοπτικά ένθετα πριν το ματς, στο ημίχρονο και στο τέλος του αγώνα.
Τι συμβαίνει στο πεδίο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ);
Οι εταιρείες στοιχηματισμού προφανώς αντιλαμβάνονται την ευθύνη προς την κοινωνία και μαζί με τις ομάδες προχωρούν σε διάφορες δράσεις ευαισθητοποίησης των κοινωνικών στρωμάτων που απευθύνονται. Αυτές οι δράσεις αφορούν την καταπολέμηση ρατσιστικών φαινομένων, πρόληψης κατά του καρκίνου του μαστού, ενέργειες για την καταπολέμηση της παιδικής παχυσαρκίας, για τον παιδικό καρκίνο, για την ομαλή παρακολούθηση αγώνων από άτομα που είναι στο φάσμα του αυτισμού, από δαπάνες για ανακαίνιση ογκολογικών νοσοκομείων και πολλές άλλες πρωτοβουλίες.
Προσεγγίζοντας την έννοια της χορηγίας με καθαρά καπιταλιστικους όρους και όρους ελεύθερης αγοράς, οι ομάδες αποτελούν εμπορικά προϊόντα που αποσκοπούν στην προσέλκυση χορηγών με υψηλότερο αντίτιμο ώστε να διατηρήσουν την οικονομική τους βιωσιμότητα. Οι παροχές που προσφέρουν στους χορηγούς εκτείνονται σε ένα μεγάλο εύρος από π.χ. on site προβολή, ψηφιακή προβολή, εταιρικές δράσεις και hospitality, παροχή προνομίων σε φιλάθλους με διαρκείας. Η ποδοσφαιρική χορηγία έχει το προνόμιο ότι στοχεύει σε ένα ευρύτατο κοινό με διαστρωμάτωση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, εκτείνεται από τους κατόχους διαρκείας σε σουιτες μέχρι τον απλό οπαδό της εργατικής τάξης που αδημονεί να έρθει το σαββατοκύριακο στο γήπεδο.
Ποια είναι η τυπική δομή μιας σύγχρονης ΠΑΕ στη λήψη αποφάσεων και οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις;
Στην Ελλάδα το μοντέλο διακυβέρνησης που κυριαρχεί είναι ουσιαστικά του μεγαλομετόχου ως του κεντρικού προσώπου στη λήψη αποφάσεων. Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να τονίσουμε ότι πολλές φορές ο μεγαλομέτοχος αποκαλείται από φιλάθλους, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) κ.λ.π. ως «πρόεδρος», ενώ τυπικά ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου (Δ.Σ.) και νόμιμος εκπρόσωπος είναι θεσμικά κάποιο άλλο πρόσωπο. Εκτελεστικό ρόλο με εκπροσώπηση στα Δ.Σ. της Superleague συνήθως κατέχει ο α’ αντιπρόεδρος μιας ΠΑΕ που αποτελεί και τον CEO της ΠΑΕ (τον βρίσκουμε και ως «γενικό διευθυντή»). Τα μέλη του Δ.Σ. μιας ΠΑΕ είναι συνήθως διορισμένα από την διοίκηση, με τον ερασιτέχνη να έχει εκπροσώπηση ανάλογα με το καταστατικό, ενώ καμια ελληνική ΠΑΕ δεν είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο ώστε να λογοδοτεί σε μετόχους-κατόχους μερισμάτων (shareholders).
Συγκεκριμένο οργανόγραμμα με διακριτές ευθύνες ως πρός τους ρόλους στις ελληνικές ομάδες εντοπίζουμε αποκλειστικά στις μεγάλες ΠΑΕ. Μια σύγχρονη σχετικά ΠΑΕ στην Ελλάδα διαθέτει τα παρακάτω πόστα ως σχετικά διακριτά ως προς τις ευθύνες και τα καθήκοντα των στελεχών της:
Φυσικα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά και δεν εμπεριέχουν το κομμάτι της διοίκησης των ακαδημιών μιας ΠΑΕ. Άλλοι επικουρικοί ρόλοι που εντοπίζουμε αποκλειστικά στις μεγάλες ΠΑΕ είναι:
Όσο κατεβαίνουμε προς τα κάτω, με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις όσον αφορά το μέγεθος του συλλόγου και τη δυναμική να μειώνονται, πολλοί από τους παραπάνω ρόλους αποτελούν πολυτέλεια.
Πείτε μας για το μοντέλο του 50+1 στο γερμανικό ποδόσφαιρο, καθώς γνωρίζουμε ότι το έχετε μελετήσει διεξοδικά. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά του, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την Πρέμιερ Λιγκ;
Τον 19ο αιώνα η αναδυόμενη γερμανική μεσαία τάξη προχώρησε στην ίδρυση συλλόγων για να οργανώσει την μετάβασή της σε ένα πιο αστικό περιβάλλον: δημιουργήθηκαν λέσχες ανάγνωσης, κλαμπ ιστιοπλοΐας, κλαμπ γυμναστικής, κλαμπ ιππασίας και, τελικά, ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Οι σύλλογοι ήταν δημοκρατικές ενώσεις που καταχωρήθηκαν σε μητρώα, καθιστώντας τους επίσημα εγγεγραμμένους συλλόγους – ή «eingetragene Vereine» (συντομογραφία «e. V.»), που εμφανίζεται ακόμη και σήμερα στους πλήρεις τίτλους των περισσότερων γερμανικών ποδοσφαιρικών συλλόγων.
Οι γερμανικοί σύλλογοι παρέμειναν μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί ελεγχόμενοι από τα μέλη τους με δικαίωμα ψήφου έως το 1998, όταν η γερμανική ένωση ποδοσφαίρου (Deutsche Fußball Liga ή DFL) άλλαξε τους κανονισμούς ώστε να επιτρέψει στους συλλόγους να μεταφέρουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες -ως συνέπεια της μετάβασης στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο και σε μια βιομηχανία που ξεφεύγει από τα στενά όρια του αθλήματος- σε εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για ιδιωτικές επενδύσεις, με την προϋπόθεση ότι ο αρχικός, μητρικός σύλλογος, ο «e.V.» (ο αντίστοιχος ερασιτέχνης για τα ελληνικά δεδομένα), θα διατηρήσει το 50% των μετοχών συν μία μετοχή, με δικαίωμα ψήφου στην εταιρεία. Ο κανόνας «50+1» εξασφαλίζει επομένως ότι τα μέλη ενός συλλόγου, δηλαδή οι φίλαθλοι,οι οπαδοί, οι fans, συνεχίζουν να διατηρούν την πλειοψηφία και το δικαίωμα ψήφου, κάτι που αποτελεί τροχοπέδη για εξωτερικούς φορείς (π.χ. funds) να αποκτήσουν το πλειοψηφικό μερίδιο, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα αγγλικά ποδοσφαιρικά σωματεία και την συνεχόμενη εισροή χρημάτων από το Κατάρ, τη Ρωσία και αλλού.
Η Μπάγερν Μονάχου, για παράδειγμα, μπορεί να έχει πουλήσει το 8,33% των μετοχών των Audi, Allianz και Adidas στην «Bayern Munich AG», αλλά το υπόλοιπο 75% ανήκει στο «Μπάγερν Μονάχου e. V. και τα μέλη της. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ χρησιμοποιεί ένα ελαφρώς διαφορετικό μοντέλο, με την «Borussia Dortmund GmbH & Co. KGaA» (ανώνυμη εταιρεία) να είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η «Borussia Dortmund e. V.» έχει μερίδιο μόνο 5,53%, ωστόσο διατηρεί τα δικαιώματα ψήφου κατά πλειοψηφία.
Τα συγκεκριμένα μέτρα εισήχθησαν για να περιορίσουν τους βραχυπρόθεσμους επενδυτές που επιδιώκουν γρήγορο κέρδος. Μόνο πέντε σύλλογοι της Μπουντεσλίγκα παραμένουν 100% σε καθεστώς «e. V.»: η Σάλκε, η Μάιντζ, η Φορτούνα Ντίσελντορφ, η Φράιμπουργκ και η Ουνιόν Βερολίνου. Ο κανόνας 50 +1 αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα θεμέλια που ενίσχυσαν το γερμανικό ποδόσφαιρο και το καθιέρωσαν στην κοινωνία.
Υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα;
Εάν ένας επενδυτής μπορεί να αποδείξει ότι έχει υποστηρίξει ουσιαστικά και με συνέπεια το ποδόσφαιρο στο εσωτερικό της μητρικής ομάδας για περισσότερα από 20 χρόνια, έχει δικαίωμα να ζητήσει απαλλαγή από τον κανόνα 50 +1 για να μπορέσει να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο ενός club.
Οι πρώτες εξαιρέσεις χορηγήθηκαν στην Μπάγερ Λεβερκούζεν (το 1999) και στην Βόλφσμπουργκ (το 2001), δύο ομάδες που είχαν υποστηριχθεί από τον φαρμακευτικό «γίγαντα» Bayer και την εταιρεία κατασκευής αυτοκινήτων Volkswagen από το 1904 και το 1945 αντιστοίχως. Οι παραπάνω επιχειρηματικοί «κολοσσοί» συνδέονται άρρηκτα με τις αντίστοιχες πόλεις, καθότι ουσιαστικά αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της τοπικής οικονομίας.
Το 2015 χορηγήθηκε μια τρίτη απαλλαγή στον Ντίτμαρ Χοπ, ιδρυτή και ιδιοκτήτη της εταιρείας λογισμικού SAP, η οποία στήριξε και προώθησε την πρώην ομάδα TSG 1899 Hoffenheim, ανεβαίνοντας από τα τοπικά πρωταθλήματα στην Bundesliga μεταξύ 1990 και 2008. Παρόλο που η εξαίρεση είναι απολύτως νόμιμη στο πλαίσιο του 50+1, Χοπ και Χόφενχαιμ δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στις τάξεις των οργανωμένων οπαδών των άλλων ομάδων.
Η ποδοσφαιρική ομάδα της RB Leipzig είναι μια ξεχωριστή εταιρεία, η RasenBallsport Leipzig GmbH. Η θυγατρική αυτή εταιρεία ανήκει 99% στην Red Bull και μόνο το 1% στην RasenBallsport Leipzig e.V, αλλά ο «e.V.» κατέχει το 100% των δικαιωμάτων ψήφου. Ωστόσο, ο ερασιτέχνης έχει μόνο 17 μέλη με δικαίωμα ψήφου, τα οποία είτε απασχολούνται είτε συνδέονται στενά με την Red Bull. Ο μέσος οπαδός της RB Leipzig δεν μπορεί να γίνει μέλος με δικαίωμα ψήφου και με αυτόν τον τρόπο η Red Bull και η RB Leipzig κατάφεραν να παρακάμψουν τον κανόνα 50+1, κάτι που καθιστά και την RB Leipzig μια από τις αντιπαθητικές ομάδες στην Γερμανία.
Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το μοντέλο 50+1; Και, επίσης, θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα;
Ο πρώην πρόεδρος της Μπάγερν Μονάχου Ούλι Χένες δεν είναι ο μόνος που πιστεύει ότι οι σύλλογοι θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσουν για τον εαυτό τους αν προκύπτουν ευκαιρίες για εξωτερικές επενδύσεις, ενώ ο τεχνικός διευθυντής της Άιντραχτ Φρανκφούρτης Φρέντι Μπόμπιτς μίλησε για «μονοτονία» στη Μπουντεσλίγκα. Ακόμα και ο πρόεδρος της Φρανκφούρτης Άξελ Χέλμαν, θερμός υποστηρικτής του 50+1, πρότεινε μεταρρυθμίσεις βάσει των οποίων οι επενδυτές θα πρέπει να δεσμευτούν μέσω της νομικής οδού για την γεωγραφική τοποθεσία ενός συλλόγου, τα χρώματα της ομάδας καθώς και την έκδοση εισιτηρίων με κοινωνικά κριτήρια, μεταξύ άλλων, ώστε να μην αλλοιωθούν τα παραδοσιακά στοιχεία ενός club.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το γερμανικό ποδόσφαιρο θα διατηρήσει τον χαρακτήρα του μέσω των πολύχρωμων κερκίδων και των γεμάτων σταδίων και παράλληλα θα είναι και ανταγωνιστικό συγκριτικά με τα μεγάλα πρωταθλήματα στο «πάνθεον» του ευρωπαϊκού ποδόσφαιρο. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το γερμανικό ποδόσφαιρο τα τελευταία 15 χρόνια έχει μόνο δύο παρουσίες σε τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ με μια κατάκτηση.
Όσο για την Ελλάδα, το γερμανικό μοντέλο είναι σχεδόν απίθανο να εφαρμοστεί, όχι όμως μόνο στην χώρα μας (σπασμωδικές κινήσεις είχαν λάβει χώρα στο παρελθόν στον Παναθηναϊκό και στον Άρη) αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Το γερμανικο ποδόσφαιρο στέκεται διαχρονικά απέναντι στο πακτωλό χρημάτων που επενδύονται στο αγγλικό ποδόσφαιρο με τα «πετροδόλαρα» να επισκιάζουν τα πάντα.