PROJECT: FootballON: More Than Goals

PROJECT: FootballON: More Than Goals

Κλείσιμο
Project: FootballON: More Than Goals

Felipe Bertazzo Tobar: «Το ποδόσφαιρο στις ΗΠΑ θεωρείται κυρίως ψυχαγωγική και οικογενειακή δραστηριότητα αναψυχής»

Ο Felipe Bertazzo Tobar είναι αναπληρωτής καθηγητής Διοίκησης Αθλητισμού και Τουρισμού στο Clemson University των ΗΠΑ. Συμμετέχει στο project FootballON: More Than Goals του ETERON, μιλώντας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026, την εξέλιξη του ποδοσφαίρου στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κουλτούρα και τις αναφορές του μέσου Αμερικανού οπαδού. 

Ποια είναι η προσωπική σας ιστορία στο ποδόσφαιρο και πως συνδέεται με την ακαδημαϊκή και επαγγελματική σας πορεία;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Joinville, στην πολιτεία Santa Catarina της νότιας Βραζιλίας, όπου το ποδόσφαιρο ήταν πάντα κεντρικό μέρος της ζωής μου. Όπως πολλά παιδιά από τη Βραζιλία, μεγάλωσα κάνοντας είδωλο τον Romário, ειδικά μετά τα καθοριστικά γκολ του στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξακολουθώ να υποστηρίζω την Γκρέμιο σε επίπεδο συλλόγων, ομάδα που έβγαλε αστέρια όπως ο Ronaldinho, ο Lucas Leiva (πρώην παίκτης της Λίβερπουλ) και ο Anderson (πρώην παίκτης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ). 

Ως έφηβος, με τον αδερφό μου, ταξίδευα πάνω από 700 χιλιόμετρα στο Πόρτο Αλέγκρε για να παρακολουθήσω την Γκρέμιο να παίζει στο Estádio Olímpico. Αυτές οι αναμνήσεις περιλαμβάνουν και τη μεγάλη πορεία του συλλόγου το 2007 στο Copa Libertadores και το πρωτάθλημα της δεύτερης κατηγορίας στη Βραζιλία το 2005. Αν και γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν είχα το ταλέντο να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ήξερα ότι ήθελα να δουλέψω στο χώρο του ποδοσφαίρου. Το 2009, ξεκίνησα το πτυχίο μου στη νομική και εξασφάλισα πρακτική άσκηση κατά το πρώτο μου εξάμηνο στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Joinville Esporte Clube, τον επαγγελματικό σύλλογο της πόλης μου. Αυτή η ευκαιρία διαμόρφωσε τα επόμενα εννέα χρόνια της ζωής μου, τέσσερα από τα οποία υπηρέτησα ως νομικός σύμβουλος του συλλόγου. Βλέποντας πώς λειτουργούσε ο σύλλογος στην πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη κατηγορία του Εθνικού Πρωταθλήματος Βραζιλίας, δούλεψα τα πάντα, από συμβόλαια παικτών και χορηγίες μέχρι την υπεράσπιση παικτών στα δικαστήρια, τις σχέσεις των οπαδών με τις αστυνομικές αρχές, αλλά και δικαστικές υποθέσεις σε περιφερειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο και με εμπλοκή της FIFA.

Το 2014, αμέσως μετά την παρουσίαση της πτυχιακής μου διατριβής σχετικά με την αστική ευθύνη στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, ακολούθησα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στην Πολιτιστική Κληρονομιά και την Κοινωνία των Πολιτών. Αυτό σηματοδότησε μια σημαντική καμπή στη ζωή μου, καθώς άρχισα να προσεγγίζω το ποδόσφαιρο με ανθρωπολογικούς, κοινωνιολογικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς πλέον όρους. Για δύο χρόνια, η έρευνά μου επικεντρώθηκε στο ερώτημα γιατί το ποδόσφαιρο και η εθνική ομάδα της Βραζιλίας, η Seleção, δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ επίσημα ως πολιτιστική κληρονομιά της Βραζιλίας

Πείτε μας περισσότερα για αυτό

Ανακάλυψα μια σειρά από πολιτικές “δυναμικές” σε υποθέσεις διαφθοράς που εμπλέκουν την Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας και το εθνικό νομοθετικό σώμα, τη Βουλή. Μελετώντας βαθύτερα, ήξερα ότι ήθελα να συνεχίσω την ακαδημαϊκή μου πορεία και να αφιερώσω το μέλλον μου εκεί. Άφησα τη νομική μου καριέρα και μετακόμισα στις ΗΠΑ για να κάνω το διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο Clemson, όπου συνεργάστηκα στενά με τον δρ. Γκρέγκορι Ράμσοου. Η έρευνά μου από το 2018 έως το 2023 επικεντρώθηκε στη σύνδεση ποδοσφαίρου, πολιτιστικής κληρονομιάς, μνήμης, ιστορίας, τουρισμού και πολιτικής. Συγκεκριμένα, στη διατριβή μου διερεύνησα πώς οι ευρωπαϊκοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι προωθούν ή περιθωριοποιούν τα “σκληρά” σημεία του παρελθόντος τους που συνδέονται με τα αυταρχικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Μελέτησα την Ρεάλ Μαδρίτης και τη σχέση της με τον Ισπανικό Εμφύλιο και το καθεστώς του Φράνκο, την Σπόρτινγκ Λισαβόνας και τη σύνδεση με το καθεστώς του Σαλαζάρ και την Ζανκτ Πάουλι στο πλαίσιο της ναζιστικής Γερμανίας. Η εκτεταμένη έρευνα πεδίου στην Ευρώπη με οδήγησε στην εξέταση της άμεσης σχέσης μεταξύ των πολιτιστικών και πολιτικών αλλαγών που βιώνουν οι κοινωνίες στην αντιμετώπιση της δύσκολης κληρονομιάς και του τρόπου με τον οποίο οι υπό εξέταση ευρωπαϊκοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι ερμηνεύουν τις εμπειρίες τους υπό αυταρχικά καθεστώτα.

Από το 2023 εργάζομαι ως Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Διαχείρισης Πάρκων, Αναψυχής και Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Clemson (ΗΠΑ). Πρόσφατα, δημοσίευσα το πρώτο μου ακαδημαϊκό ντοκιμαντέρ, «Ο αγώνας που δεν θέλει κάθε σύλλογος να παίξει», το οποίο μεταφέρει τους θεατές στην Ισπανία και τη Γερμανία, εστιάζοντας στις περιπτώσεις της Ρεάλ Μαδρίτης και της Ζανκτ Πάουλι, που είναι προς το παρόν διαθέσιμο στο κανάλι μου στο YouTube. Τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα ρίχνουν επίσης φως στην τουριστικοποίηση των ποδοσφαιρικών ομάδων στην Πρέμιερ Λιγκ μέχρι το σημείο να τις θεωρήσω ως «Παγκόσμιες Τουριστικές Ποδοσφαιρικές Ομάδες». Η κατανόηση των κοινωνικοπολιτιστικών και οικονομικών επιπτώσεων που επιφέρουν οι τουρίστες στις εμπειρίες των ντόπιων την ημέρα του αγώνα είναι επίσης στο ερευνητικό μου «ραντάρ». Στο Πανεπιστήμιο Clemson είμαι υπότροφος του Ινστιτούτου Αθλητικών Επιστημών Robert H. Brooks, το οποίο χρηματοδοτεί ένα διεπιστημονικό έργο που διευθύνω με τίτλο «Από το εικονικό γήπεδο στην απόδοση στο γήπεδο: Ανάπτυξη αποτελεσματικών εμπειριών εκπαίδευσης στο ποδόσφαιρο». Παράλληλα με αυτές τις ερευνητικές δραστηριότητες, είμαι επικεφαλής προπονητής του Παραολυμπιακού Προγράμματος Ποδοσφαίρου του Πανεπιστημίου Clemson από το 2021.

Όντας ένας επαγγελματίας του χώρου, ένας ακαδημαϊκός παράλληλα μέσα στο άθλημα, πως βλέπετε τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των πρόσφατων μεγάλων επενδύσεων που κάνει η ποδοσφαιρική ομοσπονδία των ΗΠΑ ενόψει του Μουντιάλ του 2026 και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης του αθλήματος προς τις νεότερες ηλικίες;

Το Μουντιάλ του 1994, το μοναδικό Παγκόσμιο Κύπελλο ανδρών που διεξήχθη ποτέ σε αμερικανικό έδαφος, είχε ως κύρια κληρονομιά τη δημιουργία του Major League Soccer (MLS). Καθώς οι ΗΠΑ προετοιμάζονται να συνδιοργανώσουν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026 μαζί με το Μεξικό και τον Καναδά, έχουν προσθέσει νέους στόχους. Αυτή τη φορά, η εστίαση είναι σε έναν πιο περιεκτικό στόχο: να αυξηθεί σημαντικά η συμμετοχή των νέων φιλάθλων σε επίπεδο βάσης. Για να επιτευχθεί αυτό, η FIFA και η αμερικανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία ξεκινούν και υποστηρίζουν σημαντικές πρωτοβουλίες σε ομοσπονδιακό επίπεδο, με στόχο να διασφαλίσουν ότι ο ενθουσιασμός για τη διοργάνωση του τουρνουά θα μεταφραστεί σε μακροπρόθεσμη ανάπτυξη για ένα άθλημα που, σε αντίθεση με αυτό που βλέπουμε συχνά σε όλο τον κόσμο, δεν έχει ακόμη αποκτήσει ανάλογη δημοφιλία. 

Οι ΗΠΑ βιώνουν ένα μεγάλο κύμα εκδηλώσεων και ενθουσιασμού σχετικά με το ποδόσφαιρο. Με σημαντικές διεθνείς διοργανώσεις όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων της FIFA το καλοκαίρι του 2025, το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2026 και τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες το 2028, ο χρόνος είναι ιδανικός για στρατηγικές επενδύσεις. Είναι δίκαιο να πούμε ότι το ποδόσφαιρο στις ΗΠΑ βρίσκεται ενώπιον μιας εκρηκτικής ανάπτυξης εάν γίνει σωστή διαχείριση. Οι υποδομές των γηπέδων δεν ήταν ποτέ καλύτερες, ειδικά στις πόλεις που πρόκειται να φιλοξενήσουν αγώνες του τουρνουά. Ωστόσο, συνεχίζουν να υπάρχουν προκλήσεις που εμποδίζουν την εκτεταμένη, πλήρη ανάπτυξη του αθλήματος, με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2026 να συνιστά κρίσιμο καταλύτη για τον πλήρη μετασχηματισμό του ποδοσφαίρου και την ενίσχυση της δημοφιλίας του μεταξύ των νέων.

Σε ποιες συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στήριξης του αθλήματος έχουν προχωρήσει η FIFA και η αμερικανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία; 

Στο πλαίσιο των παραπάνω διοργανώσεων, η FIFA υποστηρίζει την πρωτοβουλία «Innovate to Grow (ITG)» της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας των ΗΠΑ (USSF) με μια συνολική επένδυση ύψους άνω των 3 δισ. δολαρίων από τον Αύγουστο του 2023 έως τον Φεβρουάριο του 2027. Η πρωτοβουλία ITG στοχεύει να φέρει το ποδόσφαιρο στα δημόσια λύκεια και στις περιθωριοποιημένες κοινότητες της χώρας μέσω καινοτόμων προγραμμάτων μετά το σχολείο και με βάση την κοινότητα. Πέρα από την αύξηση της συμμετοχής νέων και ενηλίκων, οι στόχοι του ITG περιλαμβάνουν τη βελτίωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών τους, τη δυνατότητα πρόσβασης στο ποδόσφαιρο σε κοινότητες τόσο σε αστικές όσο και σε αγροτικές περιοχές και την ενθάρρυνση διαφορετικών μορφών ποδοσφαίρου, όπως το street football, το ποδόσφαιρο στην παραλία και το ποδόσφαιρο σάλας. Τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν παράλληλα με το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα Futsal Public Schools της Indianapolis στοχεύει να εισάγει το ποδόσφαιρο σάλας σε περισσότερα από 1,1 εκατ. παιδιά σε όλη την πολιτεία. Ομοίως, ένα έργο στην Ατλάντα φτάνει σε 13 κοινότητες, ενώ στο Σικάγο ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης διαιτητών ενδυναμώνει νέους που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με την προπονητική, καλύπτοντας το κόστος εγγραφής και εξοπλισμού, στηρίζοντας 300 υποψήφιους νέους διαιτητές μεταξύ 13 και 17 ετών.

Παράλληλα με αυτές τις προσπάθειες, η ποδοσφαιρική ομοσπονδία των ΗΠΑ ανακοίνωσε την έναρξη του «Soccer Forward Foundation», ενός προγράμματος αφιερωμένου στη βελτίωση της ζωής και στην ενίσχυση των κοινοτήτων αξιοποιώντας τη δύναμη του ποδοσφαίρου. Αναμφισβήτητα, αυτές οι πρωτοβουλίες που επικεντρώνονται στην ανάπτυξη του αθλήματος και τις στρατηγικές επενδύσεις βάζουν το ποδόσφαιρο σε μια νέα θέση, ώστε να αποτελέσει μια δημοφιλή αθλητική δραστηριότητα σε ολόκληρη τη χώρα.

Ποια είναι η δύναμη του ποδοσφαίρου πέρα από την έλξη που ασκεί το ίδιο το άθλημα μέσα στο γήπεδο; Τι γίνεται δηλαδή εκτός γηπέδου; 

Το ποδόσφαιρο έχει αναγνωριστεί ως ένα ισχυρό κοινωνικό φαινόμενο ικανό να αποφέρει απτά αλλά και μη απτά οφέλη σε όσους συμμετέχουν σε αυτό, με οποιονδήποτε τρόπο. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το άθλημα έχει επιδείξει μια μοναδική ικανότητα να ενώνει ανθρώπους απέναντι σε εθνικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς διαχωρισμούς. Το 2007, για παράδειγμα, ο πρώην αρχηγός της Ακτής Ελεφαντοστού Ντιντιέ Ντρογκμπά έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμεσολάβηση για τη διασφάλιση προσωρινής εκεχειρίας κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην χώρα του, αναδεικνύοντας την ενωτική δύναμη του ποδοσφαίρου σε μια περίοδο βαθιάς εσωτερικής σύγκρουσης. Στη Ρουάντα, ακόμη και δεκαετίες μετά τη γενοκτονία του 1994 κατά των Τούτσι, το ποδόσφαιρο συνεχίζει να αξιοποιείται από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ως εργαλείο μνήμης, θεραπείας και συμφιλίωσης. Αυτός ο ενωτικός χαρακτήρας τροφοδοτείται πάντα όταν φιλοξενείται σε κάποια χώρα το Παγκόσμιο Κύπελλο, καθώς φέρνει κοντά διαφορετικούς ανθρώπους μέσω της κοινής αγάπης για το παιχνίδι. Αντίστοιχα και στις ΗΠΑ, το Παγκόσμιο Κύπελλο θα μπορούσε να ενώσει ένα έθνος πολιτικά διχασμένο και την ίδια στιγμή ένα έθνος πολυπολιτισμικό. 

Πιο συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ έχουν περισσότερους μετανάστες από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Από το 2023, 47,8 εκατ. μετανάστες ζουν στις ΗΠΑ, περίπου δηλαδή το 14,3% του συνολικού πληθυσμού. Οι κορυφαίες χώρες προέλευσης των μεταναστών είναι το Μεξικό (10,6 εκατομμύρια ή το 23% του συνόλου), η Ινδία (6%), η Κίνα (5%), οι Φιλιππίνες (4%) και το Ελ Σαλβαδόρ (3%). Επίσης, το 49% είναι πολιτογραφημένοι Αμερικανοί πολίτες, το 24% είναι μόνιμοι κάτοικοι και το 4% είναι προσωρινά διαμένοντες. Η δημογραφική συγκέντρωση αυτών των κοινοτήτων μεταναστών είναι επίσης σημαντική και περιλαμβάνει πόλεις και περιοχές υποδοχής του Παγκοσμίου Κυπέλλου: Το 2022, η πλειοψηφία κατοικούσε στην Καλιφόρνια (10,4 εκατομμύρια), στο Τέξας (5,2 εκατομμύρια), στη Φλόριντα (4,8 εκατομμύρια) και στη Νέα Υόρκη (4,5 εκατομμύρια). Επιπλέον, 29 εκατ. μετανάστες, το 63% δηλαδή του μεταναστευτικού πληθυσμού, έχει γεννηθεί στο εξωτερικό, διαμένει σε μόλις 20 μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες και του Μαϊάμι.

Αυτός ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των ΗΠΑ ευθυγραμμίζεται και με τη νέα δομή, το νέο φορμάτ του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο οποίο, για πρώτη φορά, θα συμμετέχουν 48 εθνικές ομάδες από τις 6 παγκόσμιες ποδοσφαιρικές συνομοσπονδίες. Αυτές οι ομάδες θα παίξουν σε 11 διοργανώτριες πόλεις των ΗΠΑ: Ατλάντα, Βοστώνη, Ντάλας, Χιούστον, Κάνσας Σίτι, Λος Άντζελες, Μαϊάμι, Νέα Υόρκη/Νιου Τζέρσεϊ, Φιλαδέλφεια, Σαν Φρανσίσκο και Σιάτλ. Σε αυτές τις πόλεις θα συναντηθούν οπαδοί διαφορετικών εθνικοτήτων, πολιτισμών και προελεύσεων, όχι μόνο σε στάδια αλλά και σε ζώνες φιλάθλων, σε δημόσια φεστιβάλ και άλλες εκδηλώσεις, με τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μια ζωντανή πλατφόρμα για διαπολιτισμικές ανταλλαγές και κοινωνική συνοχή. 

Πείτε μας για τον μέσο Αμερικανό οπαδό, για την κουλτούρα και τις αναφορές του. Τι συγκρίσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε κυρίως με την Ευρώπη και την Νότια Αμερική, με την Αργεντινή και τη Βραζιλία για παράδειγμα; 

Η ανάπτυξη του οπαδικού κινήματος στις ΗΠΑ έχει διαμορφωθεί από τον πολυαθλητικό χαρακτήρα της χώρας, τα μεταναστευτικά ρεύματα, την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και τις παγκόσμιες επιρροές. Ενώ οι Αμερικανοί γίνονται πιο παθιασμένοι και συμμετέχουν ενεργά στην κερκίδα, το ποδόσφαιρο στις ΗΠΑ θεωρείται κυρίως ψυχαγωγική και οικογενειακή δραστηριότητα αναψυχής. Καταλαμβάνει έναν διαφορετικό πολιτιστικό και συναισθηματικό χώρο σε σύγκριση με τον τρόπο που βιώνεται σε άλλες ηπείρους, όπως στην Ευρώπη και την Νότια Αμερική. Είναι όλα σχετικά καινούργια θα λέγαμε και αυτό παίζει το ρόλο του: Το Major League Soccer (MLS), το αμερικανικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, ιδρύθηκε το 1996 και αντιπροσωπεύει την πιο συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία ενός σταθερού επαγγελματικού πρωταθλήματος μετά από αρκετές πρωτοβουλίες τις προηγούμενες δεκαετίες που δεν ευδοκίμησαν. Σε παλαιότερες εκδοχές του πρωταθλήματος, όπως για παράδειγμα από το 1968 έως το 1984, αγωνίστηκαν θρύλοι της μπάλας όπως ο Πελέ και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Σήμερα, το MLS αυξάνεται γρήγορα σε μέγεθος και δημοτικότητα, με αριθμό ρεκόρ 30 ομάδων, με υψηλα ποσοστά συμμετοχής στην κερκίδα, εξασφαλίζοντας παράλληλα πιο ισχυρά και κερδοφόρα δικαιώματα μετάδοσης και χορηγίες. Η συνεργασία του MLS και της Apple έχει οδηγήσει σε πάνω 2 εκατ. παγκόσμιους συνδρομητές που έχουν MLS Season Pass, αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος για τα δεδομένα του αμερικανικού ποδοσφαίρου. Επίσης, το ντελίριο ενθουσιασμού με τον Λιονέλ Μέσι και τη συμμετοχή του στην Ίντερ Μαϊάμι συνέβαλε σημαντικά σε αυτό το αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει και με άλλους μεγάλους αστέρες που αγωνίζονται στο πρωτάθλημα. 

Ο Χιθ Πιρς, πρώην αμυντικός της εθνικής ανδρών των ΗΠΑ και πρόεδρος της For Soccer, μιας εταιρείας ενημέρωσης και μάρκετινγκ, τόνισε πρόσφατα ότι «το οπαδικό κίνημα βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών και συνεχίζει να ενδυναμώνεται στις ΗΠΑ». Η δήλωσή του ενισχύεται και από την τελευταία έκθεση του For Soccer (2024), η οποία παρακολουθεί πάνω από μια δεκαετία τις τάσεις και τα δημογραφικά στοιχεία των φιλάθλων, τις καταναλωτικές συνήθειες και την ευρύτερη συμπεριφορά σε σχέση με το ποδόσφαιρο: Σε δείγμα 2.040 πολιτών από 50 πολιτείες των ΗΠΑ καταγράφεται αύξηση 400% τα τελευταία χρόνια σε νέους οπαδούς και φιλάθλους στο άθλημα. Το 45% των νέων φιλάθλων είναι γυναίκες και το 40% δεν έχει παίξει ποτέ ποδόσφαιρο, ανακαλύπτοντας το άθλημα μέσω παραδοσιακών μορφών όπως η οικογένεια και το φιλικό περιβάλλον, αλλά και μέσω της απήχησης των παικτών, της μεγαλύτερης ορατότητας των ματς, του στοιχηματισμού και των πλατφορμών μετάδοσης αγώνων. Επίσης, το 56% των ερωτηθέντων στην έρευνα ανήκει στις κατηγορίες των φίλων του αθλήματος που δεν είναι «αφοσιωμένοι στο παιχνίδι». Τέλος το ποδόσφαιρο, «soccer» όπως αποκαλείται στις ΗΠΑ, δεν είναι το άθλημα που παρακολουθείται περισσότερο, με το 70% των ερωτηθέντων να κατατάσσει το αμερικανικό ποδόσφαιρο (American Football) ως το πιο δημοφιλές άθλημα στη χώρα. 

Σε αντίθεση με την Ευρώπη ή τη Νότια Αμερική, όπου ο οπαδός θεωρείται συμμέτοχος στην παραγωγή πολιτιστικής κληρονομιάς που «μεταβιβάζεται» μέσω γενεών και συνδέεται με τοπικές ρίζες, οι οπαδοί στις ΗΠΑ επηρεάζονται από άλλους παράγοντες όταν αποφασίζουν ποιες ομάδες υποστηρίζουν. Η έρευνα του Men in Blazers Media Network το 2023, συγκέντρωσε 9.000 απαντήσεις από Αμερικανούς πολίτες και αποκάλυψε ότι τείνουν να υποστηρίζουν πολλές ομάδες. Μόνο το 24% των ερωτηθέντων ανέφερε «αποκλειστική πίστη» σε έναν και μόνο σύλλογο, ενώ σχεδόν οι μισοί υποστηρίζουν τρεις ή περισσότερες ομάδες και μερικοί ακολουθούν ακόμη και έξι. Παρά το συγκεκριμένο μοτίβο, η εκτίμηση είναι ότι δεν σηματοδοτεί έλλειψη πάθους ή συναισθηματικής σύνδεσης με την εκάστοτε ομάδα. Περίπου το 97% των ερωτηθέντων περιέγραψε τους εαυτούς τους ως είτε «εξαιρετικά», είτε «κάπως δεμένους» με τις ομάδες που υποστηρίζουν. Αυτό που παραμένει σαφές και αδιαμφισβήτητο, είναι η σχεδόν απόλυτη δημοτικότητα που απολαμβάνει η αγγλική Πρέμιερ Λιγκ μεταξύ των Αμερικανών φιλάθλων. Ενώ περίπου το 35% υποστηρίζει έναν σύλλογο, το 75% δηλώνει «παθιασμένο με τα ταξίδια», με το 28% να ταξιδεύει στην Αγγλία ετησίως για να παρακολουθήσει αγώνες από κοντά. Ένα αξιοσημείωτο 89% των συμμετεχόντων στην έρευνα παρακολουθεί νέα της Πρέμιερ Λιγκ καθημερινά ή ματς σε εβδομαδιαία κλίμακα, ξεπερνώντας κατά πολύ το 40% που παρακολουθεί με συνέπεια το  MLS και το 20% την ισπανική La Liga.

Σε αντίθεση με την έρευνα των Men in Blazers, στην αναφορά της έρευνας For Soccer, που αναφέρθηκε προηγουμένως, το MLS και το National Women’s Soccer League (NWSL) είναι τα πρωταθλήματα που παρακολουθούν περισσότερο οι ερωτηθέντες, ξεπερνώντας ακόμη και την Πρέμιερ Λιγκ. Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση αποκαλύπτει μια αλλαγή στους κύριους λόγους που οι οπαδοί επιλέγουν να υποστηρίξουν μια ομάδα. Παραδοσιακοί παράγοντες όπως η εθνικότητα ενός παίκτη, το αν θεωρείται ή όχι «σούπερ σταρ» ή η ιστορική επιτυχία ενός συλλόγου δεν είναι τα κυρίαρχα κίνητρα. Αντίθετα, η μόδα αναδεικνύεται ως βασικός παράγοντας επιρροής. Για παράδειγμα, οι νέοι οπαδοί της Παρί Σεν Ζερμέν στις ΗΠΑ έχουν 55% περισσότερες πιθανότητες από τον μέσο ποδοσφαιρόφιλο να αναφέρουν τη μόδα ως βασικό λόγο για να επιλέξουν και να στηρίξουν έναν σύλλογο. Αυτό ευθυγραμμίζεται με τις στρατηγικές προσπάθειες του γαλλικού συλλόγου, συμπεριλαμβανομένης της boutique στην εμβληματική Fifth Avenue της Νέας Υόρκης, αντανακλώντας την απήχηση του συλλόγου πέρα ​​από το γήπεδο και το ματς.

Ποια είναι η εικόνα για τις ισπανόφωνες κοινότητες και τους Αφροαμερικανούς; Καταγράφονται κάποιες διαφοροποιήσεις;

Έρευνες που στοχεύουν στις συγκεκριμένες δημογραφικές ομάδες έχουν αποκαλύψει τόσο επικαλυπτόμενα όσο και διακριτά χαρακτηριστικά του οπαδού του ποδοσφαίρου στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε επίπεδο συλλόγων, πρωταθλήματος και εθνικής ομάδας. Μια έρευνα του 2023 από το Allstate Sueño Alianza, ένα πρόγραμμα εντοπισμού νέων παικτών που συνδέεται βαθιά με τις ισπανόφωνες κοινότητες, συγκέντρωσε πληροφορίες από 1.370 συμμετέχοντες. Η Πρέμιερ Λιγκ αναδείχθηκε ως το πιο δημοφιλές πρωτάθλημα, ακολουθούμενο από το Liga MX (το πρωτάθλημα του Μεξικού) και την ισπανική La Liga. Όταν ρωτήθηκαν για τους αγαπημένους τους συλλόγους, οι ερωτηθέντες αναφέρθηκαν σε παγκόσμιους «γίγαντες», όπως η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά και στην Club América από το Μεξικό, κάτι που εξηγήθηκε επίσης και από τους Ισπανούς ή ισπανόφωνους παίκτες που αγωνίζονται σε αυτές τις ομάδες. 

Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων γεννήθηκε στις ΗΠΑ, σχεδόν τα δύο τρίτα εξέφρασαν πίστη στην εθνική ομάδα του Μεξικού, αποκαλύπτοντας την ισχυρή επιρροή της εθνικής ταυτότητας της διασποράς και πώς αυτή συνδέεται με το ποδόσφαιρο. Την ίδια χρονιά, μια έρευνα που διεξήχθη επίσης από το For Soccer επικεντρώθηκε σε φιλάθλους στις κοινότητες των Αφροαμερικανών σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Τα αποτελέσματα έδειξαν και πάλι έντονη προτίμηση προς την Πρέμιερ Λιγκ και το Τσάμπιονς Λιγκ, με συλλόγους όπως η Ρεάλ Μαδρίτης και η Άρσεναλ να κατατάσσονται υψηλότερα μεταξύ των αγαπημένων ομάδων. Είναι ενδιαφέρον ότι η αυξανόμενη εκπροσώπηση των Αφροαμερικανών στο Major League Soccer – αποτελώντας το 25% όλων των παικτών από το τέλος της σεζόν του 2022, σημειώνοντας αύξηση 120% από το 2014 – έχει ενισχύσει τη δημοτικότητα του αμερικανικού πρωταθλήματος. Ωστόσο, έχει επίσης εμφανιστεί μια αξιοσημείωτη τάση: πολλοί οπαδοί υποστηρίζουν τώρα τους αγαπημένους τους παίκτες έναντι των συλλόγων, κάτι που έχει μειώσει το βαθμό σύνδεσης και με την εθνική ομάδα ανδρών των ΗΠΑ. Αν και δεν αναφέρεται με σαφήνεια, αυτό συμβαίνει κυρίως με παίκτες όπως ο Μέσι ή ο Εμπαπέ. Αντίθετα, αυτή η τάση δεν φαίνεται να επηρεάζει την εθνική ομάδα γυναικών των ΗΠΑ, η οποία συνεχίζει να υποστηρίζεται με ενθουσιασμό και σε μεγάλο βαθμό λόγω και των μεγάλων επιτυχιών που καταγράφει τα τελευταία πολλά χρόνια. 

Μιλήσατε τώρα για τη δημοφιλία και τη σταθερή στήριξη της εθνικής ομάδας γυναικών των ΗΠΑ (USWNT) από το φίλαθλο κοινό, ωστόσο σε επίπεδο εξωαγωνιστικό ποια εμπόδια εσείς αναγνωρίζετε ότι εξακολουθούν  να υπάρχουν στην ίση πρόσβαση και τις ευκαιρίες για τις νέες αθλήτριες στο ποδόσφαιρο; Ειδικά για αθλήτριες που προέρχονται και από πιο ευάλωτα κοινωνικά και οικονομικά περιβάλλοντα.

Σε αυτό που λέτε, η εθνική ομάδα γυναικών των ΗΠΑ είναι εδώ και καιρό κυρίαρχη ποδοσφαιρικά δύναμη στην παγκόσμια σκηνή και διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στον αγώνα για ίση αμοιβή και εκπροσώπηση. Είναι αλήθεια όμως ότι τα δομικά εμπόδια εξακολουθούν να περιορίζουν την πρόσβαση και τις ίσες ευκαιρίες για κορίτσια και γυναίκες στο ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από κοινότητες περιθωριοποιημένες και χαμηλού εισοδήματος. 

Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα είναι ότι τα αθλήματα στις ΗΠΑ αποτελούν μια βιομηχανία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Aspen και το Project Play, οι αμερικανικές οικογένειες ξοδεύουν συνολικά από 30 έως 40 δισ. δολάρια ετησίως για την κάλυψη του κόστους των αθλητικών δραστηριοτήτων των παιδιών τους. Στον πυρήνα αυτής της οικονομικής επιβάρυνσης βρίσκεται το κόστος συμμετοχής σε παιχνίδια, πέρα από το κόστος για τη συμμετοχή σε μια ομάδα, για τις προπονήσεις, τον ρουχισμό και άλλα παράλληλα κόστη για εξοπλισμό και ταξίδια. Από τα τέσσερα μεγάλα αθλήματα των ΗΠΑ, το ποδόσφαιρο κατατάσσεται υψηλότερα σε μέσο κόστος, με τους γονείς να ξοδεύουν κατά μέσο όρο 1.188 δολάρια ετησίως ανά παιδί/αθλητή, σε σύγκριση με 1.002 δολάρια για το μπάσκετ, 714 δολάρια για το μπέιζμπολ και 581 δολάρια για το αμερικανικό ποδόσφαιρο (ράγκμπι).

Το κόστος για τα ταξίδια για τους ίδιους τους γονείς ώστε να παρακολουθήσουν από κοντά τα παιδιά τους είναι εξαιρετικά υψηλό, ειδικά για τα λαϊκά εισοδήματα ή για γονείς που εργάζονται σε πάνω από μία δουλειές ή σε δύσκολες βάρδιες. Στην έκθεση State of Play Kansas City (2024) από το Aspen Institute τα παιδιά από νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος είχαν τρεις φορές λιγότερες πιθανότητες να συμμετέχουν και να αγωνιστούν σε ομάδες σε σύγκριση με συνομηλίκους τους από νοικοκυριά υψηλότερου εισοδήματος. Συγκεκριμένα, οι γονείς που κερδίζουν πάνω από 150.000 δολάρια ετησίως επενδύουν 83% περισσότερα χρήματα στα ταξίδια για αγωνιστικές υποχρεώσεις από τις οικογένειες που κερδίζουν κάτω από 50.000 δολάρια ετησίως. Το τρέχον οικονομικό μοντέλο του αθλητισμού νέων αποκλείει δυσανάλογα τα κορίτσια και τα παιδιά της εργατικής τάξης από υποεκπροσωπούμενες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες, ιδιαίτερα τους Αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους με αποτέλεσμα το ποδόσφαιρο νέων στις ΗΠΑ να τείνει να στρέφεται περισσότερο προς τις εύπορες, κυρίως λευκές κοινότητες.

Σε επαγγελματικό επίπεδο, η εικόνα είναι ανάλογη; 

Ναι, σε επαγγελματικό επίπεδο οι οικονομικές ανισότητες παραμένουν. Σύμφωνα με την τελευταία συλλογική σύμβαση εργασίας που ισχύει έως το 2030, παρότι καταγράφεται αύξηση μισθών για τις γυναίκες ποδοσφαιρίστριες, οι αμοιβές εξακολουθούν να υστερούν πολύ σε σχέση με όσα κερδίζουν οι παίκτες στο MLS. Η μέση ποδοσφαιρίστρια του NWSL -του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου γυναικών- κερδίζει περίπου 65.000 δολάρια ανά σεζόν, μια σημαντική βελτίωση από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά εξακολουθεί να βλέπει τον αντίστοιχο άνδρα συνάδελφό της να κερδίζει 530.000 δολάρια. Το χάσμα στις αμοιβές είναι τεράστιο και οφείλεται κυρίως στο ύψος των εσόδων του πρωταθλήματος και των ομάδων, με τους συλλόγους του MLS να παράγουν περισσότερα έσοδα μέσω πωλήσεων εισιτηρίων, χορηγιών και τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, το NWSL αυξάνεται ραγδαία, με την τηλεθέαση, τη συμμετοχή και τις χορηγίες να φτάνουν σε ενισχύονται. Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι το NWSL βρίσκεται μόλις στη 12η σεζόν του, ενώ το MLS βρίσκεται στην 32η σεζόν του, κάτι που εξηγεί μέρος της διαφοράς και της απόστασης. 

Σε επίπεδο ομάδων, το ποδόσφαιρο γυναικών παρουσιάζει σαφείς διαφορές στην προβολή από τα μέσα ενημέρωσης σε σύγκριση με τις ομάδες των ανδρών. Αυτό αφορά και τα προγράμματα για τη στήριξη του αθλήματος «από τα κάτω», κάτι το οποίο έχω διαπιστώσει και εγώ προσωπικά μέσω από το πανεπιστήμιο Clemson, όπου και εργάζομαι. Βλέπω από πρώτο χέρι πώς η ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών αγωνίζεται για να αποκτήσει ορατότητα και προβολή σε σύγκριση με την ομάδα των ανδρών, ενώ αξίζει να σημειώσει κανείς και την πορεία εξέλιξης του αθλήματος μεταξύ των δύο φύλων που παίζει και αυτή το ρόλο της: Ενώ το πρόγραμμα ποδοσφαίρου ανδρών εγκαινιάστηκε το 1967, μόλις το 1994 ξεκίνησε το αντίστοιχο πρόγραμμα για το ποδόσφαιρο γυναικών.

Συμπερασματικά, λοιπόν, ενώ η προβολή και η ενίσχυση του USWNT έχουν παίξει κρίσιμο ρόλο στην άνοδο του ποδοσφαίρου γυναικών, τα βαθιά ριζωμένα κοινωνικοοικονομικά και πολιτιστικά εμπόδια εξακολουθούν να υφίστανται και έχουν ενταθεί κάτω από τον καπιταλιστικό μανδύα  που ανταμείβει την κερδοφορία έναντι της ισότητας. Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων απαιτεί επανεξέταση της οικονομικής δομής των αθλημάτων, κυρίως σε επίπεδο νέων και ακαδημιών, επέκταση της πρόσβασης σε αδύναμες κοινωνικοοικονομικές κοινότητες και αμφισβήτηση της αντίληψης ότι το ποδόσφαιρο γυναικών πρέπει να αντικατοπτρίζει ή να ανταγωνίζεται το ποδόσφαιρο ανδρών. Αντίθετα, το ποδόσφαιρο γυναικών πρέπει να αναγνωρίσει και να γιορτάσει τα μοναδικά του χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου του φιλικού περιβάλλοντος προς την οικογένεια, την ομάδα, την κερκίδα, την όμορφη ατμόσφαιρα που δημιουργεί, χωρίς αποκλεισμούς και υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό και μοναδικό προϊόν για το κοινό του.

Πως η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου γυναικών στις ΗΠΑ έχει επηρεάσει τις πολιτιστικές αντιλήψεις για τον γυναικείο αθλητισμό ευρύτερα; Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, βλέπετε να αμφισβητούνται ή να επανεξετάζονται οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων στην αμερικανική κοινωνία; 

Η αυξανόμενη προβολή και δημοτικότητα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου γυναικών, σε μεγάλο βαθμό λόγω της επιτυχίας της εθνικής ομάδας γυναικών και της αυξανόμενης βάσης φιλάθλων του NWSL, έχουν αναμφίβολα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο η αμερικανική κοινωνία βλέπει ευρύτερα τις αθλητικές δεξιότητες των γυναικών και τους ρόλους των φύλων. Εκεί που κάποτε οι αθλήτριες ήταν παραγκωνισμένες ή εγκλωβισμένες σε στερεότυπα, σήμερα παρατηρούμε ότι οι ποδοσφαιρίστριες αναδεικνύονται όλο και περισσότερο ως πρότυπα δράσης και προόδου. Αυτή η πολιτιστική αλλαγή είναι ιδιαίτερα ισχυρή στις νεότερες γενιές, οι οποίες πλέον βλέπουν τον γυναικείο αθλητισμό ως ένα πεδίο ανάπτυξης και εξέλιξης, προσωπικής και συλλογικής. 

Ποιες προσωπικότητες του γυναικείου ποδοσφαίρου έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάρριψη των στερεοτύπων;

Η πρώην ποδοσφαιρίστρια Megan Rapinoe είναι μια από εκείνες της προσωπικότητες που κινείται ενεργά εδώ και πολλά χρόνια στη στήριξη του δικαιώματος για ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών, για τη φυλετική δικαιοσύνη και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Ο μη απολογητικός ακτιβισμός της την έχει κάνει δημοφιλή και πέρα από το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό. Ομοίως, η επίσης πρώην ποδοσφαιρίστρια Alex Morgan αξιοποιεί τη δημοφιλία της για να μιλήσει και να πιέσει για καλύτερες συνθήκες εργασίας και περισσότερες επενδύσεις στο ποδόσφαιρο γυναικών. Έπαιξε μπάλα μεγαλώνοντας παράλληλα την κόρη της, ανάδειξε τη σημασία οι σύλλογοι να σέβονται την άδεια μητρότητας και να διασφαλίζουν ότι οι παίκτριες θα λαμβάνουν μεγαλύτερη στήριξη.  Η Crystal Alyssia Soubrier, γνωστή και ως Crystal Dunn, είναι άλλη μια πρωτοπόρος στο ποδοσφαιρικό περιβάλλον των Ηνωμένων Πολιτειών, πιέζοντας την ομοσπονδία να στηρίζει ενεργά και με επενδύσεις τις νέες αθλήτριες και τις ακαδημίες.

Το 2016, η Megan, η Alex και ακόμη τέσσερις παίκτριες της εθνικής ομάδας κατέθεσαν αγωγή κατά της αμερικανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας διεκδικώντας ίση αμοιβή και μεταχείριση των ποδοσφαιριστριών στις ΗΠΑ, να αμείβονται με ανάλογο ποσό όπως και οι άνδρες συνάδελφοί τους για τη συμμετοχή σε όλα τα φιλικά και τα τουρνουά, συμπεριλαμβανομένου του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Με την αποχώρηση ορισμένων ποδοσφαιριστριών από την ενεργό δράση, που είχαν και σημαντική κοινωνική δράση, η νέα γενιά -μεταξύ των οποίων οι Trinity Rodman, Sophia Smith, Naomi Girma και Mallory Swanson- συνεχίζουν το έργο των προκατόχων τους και σε αγωνιστικό επίπεδο, συμβάλλοντας στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο ολυμπιακό τουρνουά του ποδοσφαίρου γυναικών στο Παρίσι το 2024. Αποτελούν σήμερα τα νέα πρότυπα για τις νεότερες αθλήτριες και συνεχίζουν να κάνουν το ποδόσφαιρο γυναικών όλο και πιο δημοφιλές στις ΗΠΑ. Αυτές οι παίκτριες αξίζει και μπορούν να συνεχίσουν να συνδυάζουν το όμορφο παιχνίδι εντός του αγωνιστικού χώρου με την άσκηση πιέσεων προς τους πολιτικά δρώντες, δίνοντας το καλό παράδειγμα και ασκώντας αποτελεσματική, συλλογική ηγεσία.  

Πολιτική Cookies