Η στεγαστική επισφάλεια σήμερα
Τα ενοίκια είναι στα ύψη και αυτό είναι κάτι που συζητάει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εδώ και αρκετό καιρό. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η στέγαση, βασική ανθρώπινη ανάγκη και θεμελιώδες δικαίωμα, αναδεικνύεται σήμερα σε μείζον κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα και στην Ελλάδα.
Για τα παραπάνω θέλουμε να συνεργαστούμε με το ερευνητικό δυναμικό, τα κινήματα πόλης, με την τοπική αυτοδιοίκηση και όσους/ες χαράσσουν δημόσια πολιτική, όχι απλά για να κατανοήσουμε την κατάσταση, αλλά για να την αλλάξουμε.
Το project ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2022. Επικοινωνία: enoikia-sta-ypsi@eteron.org
Σε προηγούμενη ανάλυση του Eteron για τη στέγαση, προσπαθήσαμε να εξετάσουμε τις αλλαγές που έχουν συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες στον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες. Μέσα από πλήθος στατιστικών απεικονίσεων έγινε (ελπίζουμε) φανερή η ολοένα και πιο έντονη μεγέθυνση της απόστασης μεταξύ όσων μπορούν να ακολουθήσουν τις επιταγές της αγοράς και όσων δε μπορούν.
Τους τελευταίους μήνες, στο πλαίσιο της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας, τα νοικοκυριά βρίσκονται μπροστά στο φάσμα μίας κρίσης. Παρότι έχουν εμφανιστεί πολλά δεδομένα που απεικονίζουν το ράλι των αυξήσεων στο κόστος της ενέργειας, δεν αρκούν για την βαθύτερη κατανόηση του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος. Πολλά έχουν γραφτεί για τα αίτια της αύξησης του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά, κυρίως καλύπτοντας τα προβλήματα που υπάρχουν από την πλευρά της προσφοράς. Ελάχιστα όμως έχουν ειπωθεί για την πλευρά της ζήτησης, δηλαδή της κατανάλωσης. Στην παρούσα ανάλυση εξετάζουμε πάλι το ζήτημα των στεγαστικών ανισοτήτων, αυτήν τη φορά όμως ειδωμένο μέσα από το πρίσμα της ενέργειας, της ικανότητας δηλαδή ενός νοικοκυριού να θερμάνει ικανοποιητικά το σπίτι του. Στο κείμενο αυτό εξετάζουμε εκτός από την ενεργειακή φτώχεια, το ζήτημα των εργαλείων πολιτικής, όπως το πρόγραμμα “Εξοικονομώ” και πως αυτό μπορεί δυνητικά να συνδράμει την αναπαραγωγή αυτών των ανισοτήτων.
Είναι η ενεργειακή κρίση απότοκο “μόνο” του διεθνούς ράλι τιμών; Η πολιτεία μεριμνά, ως οφείλει, για τον ουσιαστικό απεγκλωβισμό της κοινωνίας από τη δίνη της φτώχειας, που στην περίπτωση που εξετάζουμε είναι ενεργειακή; Οι τεράστιες χρηματοδοτικές ευκαιρίες, λόγω ευρωπαϊκών πόρων, οδηγούν στην μακροπρόθεσμη επίλυση δομικών προβλημάτων της χώρας ή λειτουργούν, ως είθισται, σαν χαλί για να κρύψουμε για άλλη μια φορά τα προβλήματα; Καλλιεργούνται δηλαδή οι συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να γίνουμε ως κοινωνία πιο ανθεκτική απέναντι σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και ασταθές περιβάλλον;
Σε μια εποχή που το κόστος στέγασης (άθροισμα: ενοικίου ή δόσεων στεγαστικού δανείου με τους λογαριασμούς υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και τα κοινόχρηστα) βρίσκεται σε συνεχή άνοδο 1, η συζήτηση για το ύψος των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος οφείλει να διερευνά και τους λόγους που χρειαζόμαστε τόσο πολλή ενέργεια και τους τρόπους με τους οποίους μοιράζεται αυτό το βάρος μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας. Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που θα μας επιτρέψουν να αποκτήσουμε λίγο καλύτερη εικόνα.
Σύμφωνα με τη Μακροπρόθεσμη Στρατηγική για την Ανακαίνιση του Κτιριακού Αποθέματος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Μάρτιο του 2021 2 , περίπου το 40% 3 της τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε κτιριακές χρήσεις, εκ των οποίων το 95,4% είναι κατοικίες. Σε παρόμοιο υπολογισμό καταλήγει και η έκθεση [Απρίλιος 2021] 4 του ΙΟΒΕ και του Διανέοσις για τον Τομέα Ενέργειας στην Ελλάδα, καταλήγοντας πως ο οικιακός τομέας απορρόφησε το 2018 το 32,8% της τελικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας’, πίσω μόνο από τον τομέα των υπηρεσιών που βρίσκεται στο 34,9%.
Στο γράφημα του ΥΠΕΝ που ακολουθεί, αποτυπώνεται με ευκρίνεια η ηλικία του οικιστικού αποθέματος στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει η ίδια η στρατηγική του υπουργείου, “πάνω από τις μισές κατοικίες (55,7%) έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980, δηλαδή πριν την εφαρμογή του Κανονισμού Θερμομόνωσης Κτιρίων και ως εκ τούτου δεν έχουν καμία θερμική προστασία”. Από τις υπόλοιπες το “42,7% έχει κατασκευαστεί μέχρι το 2010, όποτε σε αυτά τα κτίρια προβλέπεται η μερική εφαρμογή συστημάτων θερμομόνωσης, ενώ μετά το 2010, δηλαδή μετά την θέση σε εφαρμογή του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Εν.Α.Κ.), έχει κατασκευαστεί μόλις το 1,6% των κατοικιών.”
Από το 2010 άρχισε να είναι απαραίτητη η έκδοση Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ), εργαλείο που προσφέρει μια λεπτομερέστερη εικόνα για την κατάσταση του οικιστικού αποθέματος της χώρας. Σύμφωνα πάλι με τη στρατηγική του ΥΠΕΝ, τα εκδοθέντα ΠΕΑ αφορούν κυρίως κτίρια που κατασκευάστηκαν μέχρι το έτος 2009, ενώ το 88,3% αφορά κτίρια (κυρίως διαμερίσματα) προς μίσθωση ή/και πώληση. Το συντριπτικό ποσοστό αυτών των κτιρίων (66,63%) κατατάσσεται στις κατώτερες ενεργειακές κατηγορίες Ε-Η, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας καταναλώνεται κυρίως για την κάλυψη αναγκών σε θέρμανση.
Δεν πρέπει να μας κάνει καμία εντύπωση επομένως το γεγονός ότι, ακόμα και πριν την παρούσα έκρηξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας και θέρμανσης, το 26% των νοικοκυριών δήλωνε οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, ενώ το 13,6% των νοικοκυριών δήλωνε πως ζει σε κατοικίες που αντιμετωπίζουν διαρροή στη στέγη, υγρασία στους τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπιες κάσες στα παράθυρα ή σάπια πατώματα 5. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα πιο φτωχά νοικοκυριά το 2020 ήταν 39,1% και 20,2% και για το σύνολο του πληθυσμού 17,1% και 12,5% 6
To ερώτημα που προκύπτει μετά απ’ όλα αυτά είναι κατά πόσο υπάρχουν οι μηχανισμοί για την αντιμετώπιση του ιδιαίτερα εκτεταμένου ζητήματος της ενεργειακής φτώχειας και κατά πόσον αυτοί οι μηχανισμοί αμβλύνουν ή οξύνουν τις ανισότητες στην ελληνική κοινωνία.
Με αφορμή την αυξηση των τιμών της ενέργειας και της πίεσης στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, ο δημόσιος διάλογος μέχρι στιγμής έχει μονοπωληθεί από μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα. Σύμφωνα λοιπόν με την ανακοίνωση του ΥΠΕΝ στις 9 Φεβρουαρίου, το Δημόσιο έχει διαθέσει από τον Σεπτέμβριο 2021 πάνω από 2 δισ. “για τη στήριξη της κοινωνίας από τις μεγάλες ανατιμήσεις στην ενέργεια”. Ωστόσο, ενώ τα μέτρα αυτά σίγουρα λειτουργούν καταπραϋντικά για όσο διαρκούν, δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του. Στην ίδια ανακοίνωση, το ΥΠΕΝ κάνει λόγο για ανάγκη μόνιμης μείωσης της κατανάλωσης, που θα οδηγήσει τελικά σε μια μόνιμη μείωση των λογαριασμών. To βασικό εργαλείο της ελληνικής πολιτείας για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι το πρόγραμμα “εξοικονομώ”.
Βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο για την υλοποίηση της όλης προσπάθειας για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, το “Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, Ελλάδα 2.0”. Μέχρι το 2025 επομένως, αναμένεται να επενδυθούν 3,1 δισ. ευρώ για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών στη χώρα, εκ των οποίων τα 1,6 δισ. θα δοθούν σε μορφή επιχορηγήσεων.
Υπάρχουν ήδη σημαντικές κριτικές ως προς τη φιλοδοξία και την έκταση του προγράμματος. Το ελληνικό γραφείο της Greenpeace για παράδειγμα, τόνισε πριν έναν χρόνο σε ανακοίνωση του πως ο στόχος της ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης και της ενεργειακής φτώχειας μπορεί να επιτευχθεί, μόνο εάν η συνολική χρηματοδότηση για την ριζική ενεργειακή αναβάθμιση 150.000 κατοικιών ανά έτος φτάσει τα 50 δισ. σε βάθος τριακονταετίας.
Ωστόσο, η εξέταση ορισμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών του υπάρχοντος προγράμματος ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, γεννά επιπλέον ερωτηματικά για το κατά πόσο αυτή η συγκεκριμένη και πολύ σημαντική ευκαιρία θα οδηγήσει σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική του ΥΠΕΝ αφού χωρίζει τις ενεργειακές αναβαθμίσεις σε τρεις τύπους: α) ελαφριά (κουφώματα), β) μέτρια (κουφώματα, μόνωση κελύφους, στέγη) και γ) πιο ριζικού τύπου ανακαινίσεις, προχωρά στον υπολογισμό του μέσου ετήσιου ρυθμού κάθε τύπου επέμβασης για 3 διαφορετικές εισοδηματικές τάξεις.
Με βάση αυτούς τους υπολογισμούς η στρατηγική του ΥΠΕΝ προχωρά σε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα: “σε όλες τις εισοδηματικές τάξεις ο μεγαλύτερος ρυθμός ανακαινίσεων θα είναι ελαφρού τύπου, αλλά στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα οι παρεμβάσεις θα είναι μεγαλύτερης έντασης. Στα χαμηλά εισοδήματα ο αντίστοιχος ρυθμός μέτριας και ριζικής ανακαίνισης θα παραμείνει ιδιαίτερα χαμηλός, δεδομένου ότι απαιτούνται υψηλές δαπάνες σε εξοπλισμό, οι οποίες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρους του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος και συνεπώς καθιστούν τις παρεμβάσεις αυτές μη προσιτές, χωρίς την παροχή οικονομικών κινήτρων και ελαφρύνσεων […] Η παροχή επιδοτήσεων με εισοδηματικά κριτήρια για τη χρηματοδότηση ανακαινίσεων μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για την υλοποίηση περισσότερων ριζικών παρεμβάσεων στις κατοικίες νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα, που κατά κύριο λόγο είναι χαμηλής ενεργειακής τάξης.”
Επομένως, η αξία του πλέον εκτεταμένου προγράμματος ανακαίνισης κτιρίων στη χώρα, υπό όρους κοινωνικής συνοχής και άμβλυνσης των ανισοτήτων εξαρτάται άμεσα από την πρόσβαση των χαμηλότερων εισοδημάτων σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Εξετάζοντας τα στοιχεία του παρακάτω πίνακα 7 8 9 10 , φαίνεται ότι υπάρχουν οι απαραίτητοι μηχανισμοί που εξασφαλίζουν την πρόσβαση των χαμηλότερων εισοδημάτων στη χρηματοδότηση του προγράμματος και άρα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην άμβλυνση της ενεργειακής φτώχειας οριζόντια στην ελληνική κοινωνία. Τα φαινόμενα όμως, γι’ άλλη μια φορά, φαίνεται πως μας απατούν, καθώς η δυνατότητα των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα εξαρτάται από την ικανότητα τους να έχουν οι ίδιες διαθέσιμα σημαντικά χρηματικά ποσά.
Πόσο μεγάλο πρόβλημα μπορεί να δημιουργήσει αυτή η φαινομενικά μικρή ανεπάρκεια; Δε μπορούν τα φτωχότερα νοικοκυριά να εξασφαλίσουν λίγες χιλιάδες ευρώ για να επενδύσουν στο σπίτι τους; Σύμφωνα με ανθρώπους που μιλήσαμε και οι οποίοι ασχολούνται άμεσα με το πρόγραμμα “Εξοικονομώ” και ζητήματα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, αυτό το φαινομενικά μικρό πρόβλημα έχει ήδη οδηγήσει την αγορά σε σημαντικές στρεβλώσεις. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλές φορές οι εργολάβοι και οι προμηθευτές που αναλαμβάνουν τα έργα ανακαίνισης είναι αυτοί/ες που αναλαμβάνουν και τα χρέη, φυσικά με το αζημίωτο, που σημαίνει υπερκοστολόγηση των εργασιών. Ως εκ τούτου ειδικά για την περίπτωση των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, αυτές οι στρεβλώσεις μειώνουν σημαντικά την αποδοτικότητα των χρημάτων που επενδύονται.
Η διαχρονική ενεργειακή φτώχεια μας βοηθάει να κατανοήσουμε λίγο περισσότερο το ζήτημα της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία, ιδωμένο μέσα από το πρίσμα της στέγασης και τον τρόπο που η πολιτεία αντιμετωπίζει τις όλο και περισσότερο παγιωμένες κοινωνικές ανισότητες. “Έχουμε φτάσει,” λέει ένας από τους ανθρώπους που μας παραχώρησε συνέντευξη για τα πρώτα βίντεο του Eteron, “να πιστεύουμε ότι η θέρμανση είναι πολυτέλεια. Δεν είναι πολυτέλεια!”
Όταν μάλιστα κοιτάξουμε τα στοιχεία της Εργάνης 11 για τον αριθμό των εργαζομένων ανά εύρος μηνιαίων αποδοχών, η εικόνα γίνεται συντριπτικά πιο δύσκολη. Σύμφωνα λοιπόν με το πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, 33,8% των εργαζομένων στη χώρα λαμβάνουν λιγότερα από 700 ευρώ τον μήνα. Δηλαδή, 732.381 άνθρωποι εμπίπτουν στις πρώτες δύο εισοδηματικές κατηγορίες του προγράμματος “Εξοικονομώ” (όταν υπολογίζουμε 14 μισθούς ανα έτος). Είναι βέβαια άξιο απορίας το κατά πόσο άνθρωποι που λαμβάνουν ακόμα και 1000 ευρώ ανά μήνα, μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του “Εξοικονομώ” ή να θερμάνουν αποτελεσματικά την κατοικία τους.
Οι εργαζόμενες δεν είναι ωστόσο η μόνη εισοδηματική ομάδα που αντιμετωπίζει δυσκολίες. Στη μελέτη του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ (2021), αποτυπώνεται καθαρά μια αντίστοιχη κατάσταση στον κλάδο των αυτοαπασχολούμενων. Όπως φαίνεται και στο σχετικό γράφημα, σημαντικότατο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό αδυνατούσε το 2017 να καλύψει το κόστος στέγασης του/της (38,79%) και να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του/της (24,89%). Τέλος, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, “το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό κινείται σε αντίστοιχα επίπεδα του αντίστοιχου μέσου εισοδήματος του συνολικού πληθυσμού της χώρας”, ελάχιστα πάνω δηλαδή από 9.000 το έτος 12.
Μάλιστα, όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε μια χρονική περίοδο που το εισόδημα της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται υπό ακόμα μεγαλύτερη πίεση λόγω σημαντικών ανατιμήσεων. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, τον Ιανουάριο ‘22. Σύμφωνα λοιπόν με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων 13 “Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας”, μεταξύ Δεκεμβρίου 2020 και Δεκεμβρίου 2021, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και του μέσου μισθού των ημιαπασχολούμενων είναι 10,4%, 6,9% και 13,7% αντιστοίχως.
Την ίδια στιγμή, γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι ζούμε σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από όλο και πιο έντονα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα, η ενεργειακή φτώχεια. Τη στιγμή που όλοι και όλες μας το προσεγγίζουμε ως ένα ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά της χειμερινής περιόδου, η κλιματική κρίση φέρνει στο προσκήνιο ολοένα και περισσότερο την “θερινή ενεργειακή φτώχεια”. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες από ένα ιδιαίτερα θερμό και ξηρό καλοκαίρι και όπως καταγράφει η έρευνα του Διανέοσις (Οκτώβριος 2021), οι μέρες με θερμά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας αναμένεται να τετραπλασιαστούν ακόμα και στο καλύτερο σενάριο. Και όπως πολύ γλαφυρά αναφέρεται στο Σχέδιο Δράσης του Δήμου Αθηναίων για την Κλιματική Αλλαγή 14 “στην Αθήνα έχει παρατηρηθεί μια αύξηση στη χρήση ρεύματος της τάξης του 4,1% για κάθε 1°C αύξησης της θερμοκρασίας, γεγονός που αυξάνει το ενεργειακό κόστος κατά εκατοντάδες ευρώ.”
Είναι εμφανές πως η κοινωνία χρειάζεται μέτρα στήριξης που θα της επιτρέψουν να αντιμετωπίσει το αβέβαιο μέλλον με μεγαλύτερη σιγουριά. Για την ώρα, φαίνεται ότι η πολιτεία προχωράει σε πρωτοβουλίες που έχουν περισσότερο καταπραϋντικό χαρακτήρα, χωρίς να αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική κοινωνία παραμένει στην πράξη γυμνή απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους.
O Άλκης Καφετζής είναι Συντονιστής του Project “Ενοίκια στα Ύψη | Η στεγαστική επισφάλεια σήμερα”.
Σημειώσεις