Η στεγαστική επισφάλεια σήμερα
Τα ενοίκια είναι στα ύψη και αυτό είναι κάτι που συζητάει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εδώ και αρκετό καιρό. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η στέγαση, βασική ανθρώπινη ανάγκη και θεμελιώδες δικαίωμα, αναδεικνύεται σήμερα σε μείζον κοινωνικό και πολιτικό διακύβευμα και στην Ελλάδα.
Για τα παραπάνω θέλουμε να συνεργαστούμε με το ερευνητικό δυναμικό, τα κινήματα πόλης, με την τοπική αυτοδιοίκηση και όσους/ες χαράσσουν δημόσια πολιτική, όχι απλά για να κατανοήσουμε την κατάσταση, αλλά για να την αλλάξουμε.
Το project ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2022. Επικοινωνία: enoikia-sta-ypsi@eteron.org
Με μεγάλη συμμετοχή και πολύ ζωντανές συζητήσεις ολοκληρώθηκαν οι εκδηλώσεις που διοργάνωσε το Eteron στο πλαίσιο του project Ενοίκια στα Ύψη. Η εκδήλωση με θέμα «The Roof is on fire | Ενοίκια – Κατοικία – Πολιτικές», που περιελάμβανε δύο κύκλους συζητήσεων, ξεκίνησε με έναν χαιρετισμό του διευθυντή του Iνστιτούτου, Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Τις συζητήσεις συντόνισε ο δημοσιογράφος της Καθημερινής, Γιώργος Λιάλιος.
Στην πρώτη συζήτηση – με τίτλο “Αγορά ακινήτων και κοινωνικές επιπτώσεις” – συμμετείχαν ο Θεόδωρος Μητράκος, διευθυντής – σύμβουλος διοίκησης και πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και ο Βλάσης Μισσός, ερευνητής στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Ο κ. Μητράκος παρέθεσε σημαντικά στοιχεία για την ελληνική αγορά ακινήτων, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι τα 4/5 του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών είναι σε ακίνητα, ενώ το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα προσεγγίζει το 75% και το 23% των ιδιοκτητών κατοικίας έχει οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο ή υποθήκη).
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η νέα γενιά και η μεσαία τάξη μένουν εκτός αγοράς κατοικίας, ενώ εστιάζοντας στα χαρακτηριστικά των κατοικιών σημείωσε πως το απόθεμα των 6,5 περίπου εκατ. ακινήτων είναι χαμηλής ενεργειακής κλάσης και μεγάλης ηλικίας (το 95% των κατοικιών είναι άνω των 15 ετών και το 85% άνω των 20 ετών).
Όπως σημείωσε, τα τελευταία χρόνια είναι σημαντική η ενίσχυση της ζήτησης ακινήτων από το εξωτερικό με αποτέλεσμα τα ανοίγματα αυτά να έχουν επηρεάσει την εγχώρια αγορά. Παράλληλα τόνισε ότι η κτηματομεσιτική αγορά στην Ελλάδα δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την υγειονομική κρίση καθώς η χώρα μας δεν ακολούθησε το ράλι τιμών που υπήρξε όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. Αυτό που άλλαξε η πανδημία είναι τα χαρακτηριστικά των ακινήτων που έχουν πλέον ζήτηση. Ειδικότερα εξήγησε ότι πλέον λόγω της τηλεργασίας υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για πιο ευρύχωρη κατοικία με καλύτερες προδιαγραφές.
Σύμφωνα με τον πρώην Υποδιοικητή της ΤτΕ το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί κατά 6,5% – 7,5% καθώς έχει χαθεί μεγάλο ποσοστό της αγοραστικής αξίας του.
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου Γ. Λιάλιου για το πώς μπορεί να διορθωθεί η ανισορροπία στο ζήτημα της στέγασης, ο Θ. Μητράκος σχολίασε πως η χώρα δεν εχει στεγαστική πολιτική και το κράτος θα έπρεπε να παρέμβει στην αγορά ενοικίου και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, να παίξει δηλαδή τον ρυθμιστικό του ρόλο. Τέλος σημείωσε πως η Ελλάδα δεν διαθέτει κοινωνική κατοικία και δυστυχώς είναι πρωταθλήτρια αμέλειας ως προς την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Από την πλευρά του ο Βλάσης Μισσός από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) αναφέρθηκε στις αντοχές της αγοράς την ώρα που οι πολίτες βλέπουν τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται.
Όπως τόνισε ο πολυκλάδος των FIRE, δηλαδή Finance, Insurance και Real Estate, είναι ένας παράγοντας που ενισχύει την οικονομική ανισότητα στην Ελλάδα. Οι επιχειρήσεις που απαρτίζουν την οικονομία FIRE περιλαμβάνουν τράπεζες – πιστωτικά ιδρύματα, ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικές, εταιρείες real estate, hedge funds κ. ά. Οι παραπάνω κλάδοι συνδέονται άρρηκτα με το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης της κατοικίας, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο η κατοικία μετατρέπεται σε επενδυτικό προϊόν.
Σύμφωνα με τον ερευνητή του ΚΕΠΕ, τα νοικοκυριά που βρίσκονται χαμηλότερα στην εισοδηματική κλίμακα νιώθουν βαθύτερα τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις. Στην ανάλυσή του αναφέρθηκε επίσης στην κρίση, τονίζοντας πως η Ελλάδα στην προηγούμενη φάση μπήκε πιο αργά σε αυτήν, καθώς δεν είχε συντελεστεί πλήρως η νεοφιλελεύθερη μεταβολή που είχε συμβεί σε άλλες χώρες. Αυτή η μεταβολή ωστόσο είναι παρούσα πλέον, επιταχύνεται και στη φάση της επόμενης κρίσης θα μας αφήσει ανοχύρωτους. «Η επόμενη κρίση θα είναι άμεση και δεν υπάρχει ουσιαστική προστασία στον πληθυσμό,» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη δεύτερη συζήτηση με τίτλο “Αναζητώντας απαντήσεις στη στεγαστική κρίση” μίλησε ο Θωμάς Μαλούτας, ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, η Εύα Μπεταβατζή, μέλος της ομάδας συντονισμού του Ευρωπαϊκού Συνασπισμού Δράσης για τα δικαιώματα στη στέγαση και την πόλη – EAC, και η Δήμητρα Σιατίτσα, δρ. αρχιτεκτονικής – πολεοδομίας, ερευνήτρια σε θέματα κατοικίας και πόλης.
Ξεκινώντας ο Θωμάς Μαλούτας εξήγησε πως δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που αναζητούν και δυσκολεύονται να βρουν αξιοπρεπή και οικονομικά προσιτή κατοικία (στο ενοίκιο). Σημείωσε πως έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι, ενώ το στεγαστικό ζήτημα επί δεκαετίες δεν βρισκόταν στην πολιτική ατζέντα, πλέον έχει μπει ενεργά στον δημόσιο διάλογο.
Αναφέρθηκε μάλιστα στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τη στέγαση εκτιμώντας πως δημιουργεί κάποιες διεξόδους αλλά συνολικά πρόκειται για έναν προχειροφτιαγμένο νόμο που προσπαθεί την τελευταία στιγμή να απαντήσει σε ορισμένα ζητήματα. Συγκεκριμένα, ο ομότιμος καθηγητής του Χαροκοπείου αναφέρθηκε στη μικρή κάλυψη που έχει το νομοσχέδιο καθώς στην περίπτωση του προγράμματος «Σπίτι μου» δεν καλύπτει ούτε το 10% των ανθρώπων που ψάχνουν σπίτι.
Η Δήμητρα Σιατίτσα, μέλος της ερευνητικής ομάδας του Eteron και δρ. αρχιτεκτονικής – πολεοδομίας τόνισε πως το στεγαστικό αναδεικνύεται πλέον και στην Ευρώπη ως σημαντικό ζήτημα, ειδικά σε μια χρονική συγκυρία που παρατηρείται μεγάλη αύξηση του κόστους διαβίωσης. Σχετικά με τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες και το νομοσχέδιο σχολίασε πως οι απαντήσεις που δίνονται από τις κυβερνήσεις προκύπτουν από την πολιτική τοποθέτηση και τις προτεραιότητες τουςς, ενώ εξήγησε πως το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια μακροχρόνια δημόσια παρέμβαση.
Επίσης, η ερευνήτρια σε θέματα κατοικίας και πόλης αναφέρθηκε στην ευρωπαϊκή εμπειρία εξηγώντας πως στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ υπάρχει μεγαλύτερη διαθεσιμότητα και πόροι συνολικά για κοινωνική πολιτική. Μάλιστα, συχνά οι πόροι αυτοί δίνονται και στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. «Είναι όμως οι πόροι αυτοί αποτελεσματικοί; Το θέμα είναι να διαμοιράζονται με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και βιωσιμότητας», τόνισε.
Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με το αν μπορεί να εφαρμοστεί το πλαφόν στα ενοίκια, απάντησε πως στην Ελλάδα υπάρχει σχετικό προηγούμενο, το ενοικιοστάσιο. Όπως τόνισε, «έχει στιγματιστεί πολύ στην Ελλάδα, διότι καταγράφηκε ιστορικά ώς ένα ανάχωμα στην ανάπτυξη της αγοράς, ωστόσο θα πρέπει να το σκεφτούμε. Επίσης υπάρχουν πολλά, διαφορετικά μοντέλα ελέγχου των ενοικίων.»
Τέλος, η Εύα Μπεταβατζή, η οποία συντονίζει ομάδες δράσης για το δικαίωμα στη στέγαση (European Action Coalition for the Right to Housing and to the City), αναφέρθηκε στη σύγκρουση ανάμεσα στο δικαίωμα στη στέγαση και την ελευθερία του επιχειρείν. «Υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα στο δικαίωμα μας να ζούμε και στο δικαίωμα των επενδυτών να παράγουν κέρδος», σημείωσε.
Η ομιλήτρια αναφέρθηκε σε μια σειρά κινημάτων διαμαρτυρίας στην Ευρώπη, για παράδειγμα ενάντια στους πλειστηριασμούς και τις εξώσεις, αλλά και στην αύξηση της τάσης χρηματιστικοποίησης της κατοικίας. Ειδική μνεία έκανε στην περίπτωση του Βερολίνου όπου οι κάτοικοι κατάφεραν να παγώσουν την αύξηση των ενοικίων μέχρι το δικαστήριο να τους ακυρώσει την απόφαση. Όπως τόνισε η Εύα Μπεταβατζή, μια μεγάλη νίκη ήταν και το δημοψήφισμα στο Βερολίνο (2019) για την απαλλοτρίωση χιλιάδων κατοικιών από τις μεγαλύτερες εταιρείες ακινήτων. Ως προς αυτό, αναμένεται η τελική απόφαση των αρμόδιων γερμανικών Αρχών.
Τέλος αναφέρθηκε στην κοινωνικοποιημένη κατοικία σημειώνοντας πως με αυτόν τον τρόπο υπάρχει μια πιο συμπεριληπτική κατοικία χωρίς ρατσισμό ή περιθωριοποίηση εκτός αγοράς. Ακόμη, «οι χώρες που έχουν κοινωνική κατοικία και όχι μια αγορά ελεγχόμενη από λίγους παίκτες, δημιουργούν καλύτερες συνθήκες για το κοινωνικό σύνολο», τόνισε χαρακτηριστικά.