Η αντιμετώπιση ενός ζητήματος δημόσιας πολιτικής, όσο ελκυστικό κι αν είναι στον δημόσιο λόγο δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα απλό «υπέρ» ή «κατά» σε μία μόνο ερώτηση. Πολύ πριν απαντήσουμε στο ερώτημα εάν είναι σκόπιμη η ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, είναι κρίσιμο οι πολίτες και ακόμα περισσότερο όσοι βρίσκονται σε καίριες θέσεις για την διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας να έχουν συμφωνήσει, ποιοι είναι οι στόχοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Αποτελεί μια πολυετή πληγή, το γεγονός ότι ο χώρος της εκπαίδευσης εξελίσσεται σε πεδίο κομματικής πόλωσης, εγωισμών, άγονης σύγκρουσης, έριδων και πλημμελώς σχεδιασμένων πειραματισμών. Το κυρίαρχο ερώτημα λοιπόν, θα έπρεπε να είναι ποιοι είναι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι για την ελληνική Παιδεία, ποια είναι τα προβλήματα που πρέπει να διορθωθούν και πώς θα συμβεί αυτό.
Η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, πώς απαντάει στα παραπάνω κρίσιμα ερωτήματα; Εντάσσεται σε έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, για τον οποίο έχει υπάρξει μια επαρκής διαβούλευση στη βάση της εθνικής συνεννόησης; Ποιους στρατηγικούς στόχους εξυπηρετεί μια τέτοια μεταρρύθμιση; Γι’ αυτό είναι κρίσιμης σημασίας να είναι δημόσια προσβάσιμη, κατανοητά διατυπωμένη και ανοιχτή σε δημόσια διαβούλευση η αιτιολογική έκθεση ενός νόμου που θα αφορά την ίδρυση ή μη πανεπιστημίων που θα είναι ιδιωτικά.
Συνεπώς, καθίσταται προφανές ότι η ερώτηση εάν κάποιος είναι υπέρ ή κατά της δημιουργίας ιδιωτικών ΑΕΙ δεν απαντά στα πραγματικά προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η χώρα μας, παρά τα όποια εμπόδια επιχείρησε να εισαγάγει στις διαδικασίες αναγνώρισης αλλοδαπών πτυχίων, πάντοτε έβρισκε ως εμπόδιο το Ενωσιακό δίκαιο (Δελλής, 2019), με συνέπεια χιλιάδες πολίτες να διαθέτουν αναγνωρισμένα πτυχία από το εξωτερικό. Συνεπώς, ήδη πολλοί συμπολίτες μας εργάζονται, διαθέτοντας αναγνωρισμένα πτυχία ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Δυστυχώς, η έμφυτη τάση του ανθρώπινου νου να κατανοεί ευκολότερα δυαδικές αντιθέσεις (υπέρ-κατά, καλό-κακό, κρατικό-ιδιωτικό κ.ο.κ.), σε συνδυασμό με την εργαλειοποίηση αυτών των σχημάτων από αρκετούς πολιτικούς δρώντες, διαμορφώνει ένα αποπροσανατολιστικό πλαίσιο για διάλογο, το οποίο καθιστά σχεδόν αδύνατη τη δημιουργική αντιπαράθεση για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και είναι καίριος ο ρόλος των ΜΜΕ, ώστε να αναπλαισιώσουν τη συζήτηση και να ρωτήσουν κάθε δρώντα τα εξής: (α) Ποιοι είναι -ή πρέπει να είναι- οι στρατηγικοί στόχοι της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα; (β) Ποια είναι τα προβλήματα των ΑΕΙ και πώς θα αντιμετωπιστούν; (γ) Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων πώς εξυπηρετεί τα παραπάνω δύο;
Ως προς την πρώτη ερώτηση, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι η απάντηση οφείλει να εκπορεύεται από τις αρχές και τις αξιες της συλλογικής προόδου, της συμπερίληψης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει, ότι η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα οφείλει να είναι προσβάσιμη σε όλους ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού υπόβαθρου, καταγωγής και προέλευσης. Είναι κρίσιμο για τη συλλογική μας ευημερία, η Παιδεία να αποτελεί μοχλό κοινωνικής κινητικότητας. Γι’ αυτό είναι κομβικό, να διασφαλίζεται η αξιοκρατία και η δωρεάν πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σπουδές. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να είναι ποιοτική η παρεχόμενη εκπαίδευση, προσφέροντας τα εργαλεία για την ψυχική, πνευματική και επαγγελματική ανάπτυξη των φοιτητών.
Όσο αναγκαία είναι τα εφόδια για την επαγγελματική σταδιοδρομία των σπουδαστών, σε μια δημοκρατική κοινωνία εξίσου αναγκαία είναι και εκείνα που αφορούν την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Εξάλλου, σε ολόκληρο τον κόσμο, ακόμα και στην αγορά, εκτός από τα hard skills (σκληρές/κάθετες δεξιότητες), αξιολογούνται και τα soft skills (μαλακές/οριζόντιες δεξιότητες) που συνθέτουν την προσωπικότητα του κάθε ατόμου. Συχνά μάλιστα, οι οριζόντιες δεξιότητες γίνονται πιο σημαντικές καθώς η τεχνολογία αυτοματοποιεί όλο και περισσότερες σωματικές, επαναλαμβανόμενες και βασικές γνωστικές εργασίες (McKinsey & Company, 2020).
Αναφορικά με τη δεύτερη ερώτηση, είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε όλοι, πως μετά από μια δεκαετία συνεχών κρίσεων, έχουν συσσωρευτεί αρκετά προβλήματα στη ανώτατη εκπαίδευση. Όπως αποτυπώνει η «Ετήσια Έκθεση για την Εκπαίδευση 2019-2020 – Μέρος Α: Δείκτες και βασικά μεγέθη των εκπαιδευτικών συστημάτων στην ΕΕ-28» του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, η χώρα μας υπολείπεται σε δαπάνες του ευρωπαϊκού μ.ο. (Η Ελλάδα με ποσοστό δαπανών 4.1%, βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ), η επάρκεια των υποδομών δεν βρίσκεται στο επιθυμητό επίπεδο και παρατηρείται σημαντική γήρανση του διδακτικού προσωπικού.
—-
Επομένως, ποιοι είναι οι στρατηγικοί στόχοι της εγχώριας εκπαιδευτικής πολιτικής και πώς εξυπηρετούνται από την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων; Πώς απαντά μια τέτοια κίνηση στα προβλήματα της Παιδείας, και ειδικότερα σε εκείνα που αφορούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση;
Στο τρίτο, λοιπόν, ερώτημα, πως η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων εξυπηρετεί τα παραπάνω δύο, η απάντηση οφείλει να περιλαμβάνει και το σχέδιο αναβάθμισης των δημόσιων ΑΕΙ. Η Κύπρος, για παράδειγμα, από το 2000 έως το 2007 που εισήγαγε ιδιωτικά πανεπιστήμια, αύξησε τις δαπάνες της για την Παιδεία από 5% σε 6.3%, ενώ το 2009 έφτασε το 7.2% σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η συχνή επίκληση της Κύπρου ως επιτυχημένο παράδειγμα χώρας που λειτουργούν και μη κρατικά ΑΕΙ, παραμένει στυγνός λαϊκισμός, χωρίς να αναφέρεται το ιστορικό πλαίσιο της μεταρρύθμισης αυτής σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η Μεγαλόνησος κατευθύνει το 5.5% του ΑΕΠ για την εκπαίδευση.
Τέλος λαμβάνοντας υπόψη, ότι τα πιο πετυχημένα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ευρώπη είναι δημόσια -φυσικά σε ορισμένες χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, με υψηλά δίδακτρα-, καθίσταται σαφές ότι χωρίς σχέδιο για την ποιοτική αναβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων στην Ελλάδα, κάθε πολιτική έχει σοβαρά κενά. Μια δυνητική μεταρρύθμιση, που θα επιτρέψει την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, χωρίς να θέτει στο επίκεντρο την διαμόρφωση ποιοτικών, προσβάσιμων, διεθνώς αναγνωρισμένων και αξιόπιστων δημόσιων πανεπιστημίων, έχει αρκετές παραπάνω πιθανότητες αποτυχίας.
Βιβλιογραφία