Στις 21 Ιουνίου 2023, συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τη Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία “το μέλλον των Βαλκανίων είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Με αφορμή την επέτειο αυτή, το Iνστιτούτο Eteron συμμετείχε στη συνάντηση του δικτύου “Φίλοι των Δυτικών Βαλκανίων” του Ιδρύματος Ευρωπαϊκών Προοδευτικών Μελετών (FEPS), που έλαβε χώρα το διάστημα μεταξύ Πέμπτης 22 Ιουνίου και Σαββάτου 24 Ιουνίου. Συμμετείχαν δεκάδες στελέχη οργανώσεων, βουλευτές και θεσμικοί παράγοντες από την Ε.Ε. και τα Δυτικά Βαλκάνια.
Επρόκειτο για μια συζήτηση, που αφορά το μέλλον της ενταξιακής διαδικασίας των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. και δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη χώρα μας. Παρόλα αυτά, ήταν εντυπωσιακό ότι λίγες μέρες πριν τις εκλογές της 25ης Ιουνίου συζητήθηκε ελάχιστα στην εγχώρια δημόσια σφαίρα ένα τόσο νευραλγικό ζήτημα. Δυστυχώς, ακόμη μια προεκλογική περίοδος δεν ειδώθηκε ως ευκαιρία ανταλλαγής απόψεων για θέματα που ίσως δεν επηρεάζουν τη ζωή μας άμεσα, αλλά μακροπρόθεσμα διαμορφώνουν καθοριστικά τις συνθήκες αυτής.
Κι αυτό γιατί διανύουμε μια περίοδο, κατά την οποία η καθυστέρηση όσον αφορά την ένταξη χωρών των Δυτικών Βαλκανίων εγκυμονεί γεωπολιτικούς κινδύνους, δεδομένων των εξωτερικών επιρροών που ασκούν χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία. Όπως έγινε φανερό στην περίπτωση της Ουκρανίας, οι συνθήκες συχνά μεταβάλλονται εν ριπή οφθαλμού και η αστάθεια για μια ολόκληρη ήπειρο διαδέχεται την ειρήνη και καταρρίπτει τις βεβαιότητες σε μόλις λίγες μέρες. Αυτή η πρόσφατη εμπειρία έχει ως συνέπεια η αναβλητικότητα δεκαετιών να έχει αντικατασταθεί με αναθέρμανση της συζήτησης για τη διεύρυνση της Ε.Ε. στην περιοχή μας.
Ήδη ο Γάλλος Πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, προτείνει να οικοδομηθεί μια Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα (EPC) ως δεύτερη βαθμίδα εισόδου χωρών εκτός ΕΕ, προκειμένου να παρακαμφθεί η ανάγκη πλήρους διεύρυνσης και να διασφαλιστεί η γεωπολιτική σταθερότητα, καθώς και μια ελάχιστη πολιτική σύμπνοια μεταξύ των χωρών της “Γηραιάς Ηπείρου”. Φυσικά υπάρχουν και φωνές σε χώρες, οι οποίες δεν επηρεάζονται άμεσα από τα τεκταινόμενα στα Βαλκάνια και δεν επιθυμούν να μπουν σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα μπορούσε να σημάνει την επιβάρυνση των προϋπολογισμών τους. Όσο όμως αναβάλλεται η συζήτηση αυτή, τόσο μεγαλύτερο χώρο θα αφήνει η Ε.Ε για την επιρροή δυνάμεων που βλέπουν τα Βαλκάνια ως “γέφυρα” διείσδυσης σε όλη την ήπειρο.
Ποια είναι η θέση της Ελλάδας μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις; Προς το παρόν αμηχανία. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο εγχώριος διάλογος για τον ρόλο μας στα Βαλκάνια περιορίζεται μονάχα σε ανταγωνισμούς με την Τουρκία. Την ίδια ώρα, υπάρχουν ευκαιρίες και κίνδυνοι για τους οποίους δεν συζητάμε αρκετά συχνά. Εάν τα όργανα της Ε.Ε. βρουν την φόρμουλα για ταχύτερη ένταξη χωρών, όπως η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία, τι θα σημαίνει αυτό για εμάς; Πώς μπορεί να επηρεαστεί η οικονομία και η εξωτερική μας πολιτική; Μήπως θα έπρεπε να έχουμε μια πιο ενεργητική στάση σε αυτή τη διαδικασία, διεκδικώντας ηγετικό ρόλο για όλη την περιφέρεια των Βαλκανίων;
Η Ελλάδα, ως χώρα που έχει υπογράψει διμερή μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία για την παροχή τεχνογνωσίας και την επιτάχυνση της ενταξιακής τους πορείας στην Ε.Ε., έχει τη δυνατότητα να πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη διαδικασία. Εάν επιλέξουμε όμως τον ρόλο του παρατηρητή στη διαμόρφωση του μέλλοντος της “γειτονιάς” μας, τότε δεν είναι απίθανο να καταλήξουμε απροετοίμαστοι σε μελλοντικές εξελίξεις.