Social Europe
Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπάθησαν εδώ και καιρό να αρνηθούν την προστασία στους ανθρώπους που φτάνουν στα σύνορά τους και να μεταθέσουν την ευθύνη σε άλλες χώρες. Οι προτάσεις για «υπεράκτια» ή «εξωτερικευμένη» διεκπεραίωση αιτημάτων ασύλου εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έχουν εδώ και καιρό επικριθεί, καταδικαστεί και απορριφθεί — για καλό λόγο.
Ωστόσο, αυτό δεν απέτρεψε μια πρόσφατη επανεμφάνιση τέτοιων μοντέλων διαχείρισης μεταναστευτικών ρευμάτων. Στα μέσα του περασμένου Μαΐου, 15 κράτη-μέλη της ΕΕ έστειλαν επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνοντας αλλαγές στη νομοθεσία της Ένωσης για το άσυλο, ώστε να μπορούν να στέλνουν άτομα που αναζητούν προστασία σε χώρες με τις οποίες δεν έχουν καμία σχέση, αλλά που θα είναι πρόθυμες να διαχειριστούν οποιαδήποτε προσφορά ασύλου. Αυτές οι προτάσεις ήρθαν αμέσως μετά την επίσημη υιοθέτηση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, ένα πολύπλοκο πακέτο μεταρρυθμίσεων που βρισκόταν σε διαπραγμάτευση για οκτώ χρόνια. Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν επίσης αξιολογήσει τη σκοπιμότητα αυτών των προγραμμάτων σε εθνικό επίπεδο.
Η νεοεκλεγείσα πρόεδρος της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, υποστήριξε ότι τέτοιες «καινοτόμες στρατηγικές» θα «αξίζουν σίγουρα» την προσοχή της νέας Επιτροπής. Αν και η ιδέα για ένα τέτοιο σύστημα διαχείρισης των προσφυγικών ροών δεν αντικατοπτρίστηκαν ρητά στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές της για τον νέο νομοθετικό κύκλο της Επιτροπής, τέτοιες απαιτήσεις από τα κράτη-μέλη σίγουρα θα επαναληφθούν.
Καταστροφικές συνέπειες
Τέτοιες ιδέες δεν είναι ούτε καινοτόμες, ούτε έχουν στρατηγικό ορίζοντα και μια υπεύθυνη Επιτροπή θα πρέπει να τις απορρίψει κατηγορηματικά. Αρκεί να δούμε τις καταστροφικές συνέπειες των προηγούμενων προσπαθειών εξωτερικής ανάθεσης των διαδικασιών ασύλου, κυρίως αναφορικά με το ανθρώπινο κόστος τους και τις καταστροφικές επιπτώσεις στα συστήματα ασύλου.
Το σύστημα υπεράκτιας κράτησης της Αυστραλίας στην Παπούα Νέα Γουινέα καταδεικνύει ξεκάθαρα πώς αυτά τα μοντέλα έχουν δημιουργήσει παρατεταμένο περιορισμό και αποκλεισμό, βλάπτοντας βαθιά την ψυχική και σωματική υγεία των ανθρώπων που αναζητούν προστασία. Ακολούθησαν επίμονες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων συνθηκών που ισοδυναμούν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, έλλειψη πρόσβασης σε νομική βοήθεια, έλλειψη αναγνώρισης και υποστήριξης για συγκεκριμένες ανάγκες και χωρισμό των μελών της οικογένειας.
Το σχέδιο της Μεγάλης Βρετανίας και η συνεργασία με τη Ρουάντα σε αυτό το πεδίο, σχέδιο το οποίο πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν εξετάσει ως πηγή έμπνευσης, κηρύχθηκε «νεκρό και θαμμένο» από τον νέο Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, κοστίζοντας ωστόσο στη βρετανική κυβέρνηση 700 εκατομμύρια λίρες. Πρόκειται για αδικαιολόγητη σπατάλη δημοσίου χρήματος που θα μπορούσε να δαπανηθεί με τρόπους που θα βοηθούσαν πραγματικά τους ανθρώπους που ζητούν άσυλο και τις κοινότητες που τους καλωσορίζουν. Αν και ευτυχώς δεν τέθηκε ποτέ σε λειτουργία, έστειλε χιλιάδες ανθρώπους σε ψυχολογικό και υπαρξιακό κενό, σε απειλή απομάκρυνσης, σε αυθαίρετη και παρατεταμένη κράτηση και σε κίνδυνο εκμετάλλευσης.
Την ίδια στιγμή, η Ιταλία επιδιώκει να διεκπεραιώσει ορισμένες αιτήσεις ασύλου από κέντρα κράτησης στην Αλβανία. Ενώ πολλά κέντρα παραμένουν άγνωστα, παρόμοιοι κίνδυνοι αναμένονται σχετικά με τη χρήση της αυτόματης κράτησης, την καθυστερημένη αποβίβαση για άτομα που διασώθηκαν ή αναχαιτίστηκαν στη θάλασσα και την άρνηση πρόσβασης σε δίκαιες διαδικασίες ασύλου με τις απαραίτητες διαδικαστικές και νομικές εγγυήσεις.
Επικίνδυνο μήνυμα προς τον υπόλοιπο κόσμο
Οι υποστηρικτές τέτοιων σχεδίων συχνά ισχυρίζονται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα γίνονται σεβαστά. Αντίθετα, όπως δείχνει η εκτεταμένη ιστορία παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε χώρες εταίρους της ΕΕ, όπως η Λιβύη ή η Τυνησία, τα κράτη-μέλη δεν διαθέτουν τα εργαλεία ή τις εξουσίες για να παρακολουθούν αποτελεσματικά και να επιβάλλουν πρότυπα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκτός της επικράτειας της ΕΕ.
Ο σχεδιασμός, η εκτέλεση και η διατήρηση των πρόσφατων συμφωνιών για τη μετανάστευση οδήγησε την Ευρώπη να ευθυγραμμιστεί με ηγέτες που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, υπονομεύοντας τους ελέγχους και τις ισορροπίες -στο εσωτερικό της ΕΕ και στις χώρες εταίρους -ενώ εγκαταλείπει την τοπική κοινωνία των πολιτών και τους υπερασπιστές των δικαιωμάτων που είχαν βασιστεί στην ευρωπαϊκή στήριξη. Τα στοιχεία βίας, καταστολής και αστάθειας που προκύπτουν από αυτές τις συμφωνίες είναι συντριπτικά. Η αποτυχία της ΕΕ να αντιμετωπίσει ανάλογες ανησυχίες ή να αλλάξει στρατηγική δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για το πώς θα διαχειριστεί μελλοντικές συμφωνίες.
Αυτή η προσέγγιση για τη δέσμευση με τρίτες χώρες θα πρέπει να ανησυχεί όσους μιλούν για τη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης και την αξιοπιστία της στις εξωτερικές της σχέσεις. Η εξωτερική ανάθεση θεμάτων ασύλου στέλνει ένα επικίνδυνο μήνυμα στον υπόλοιπο κόσμο σχετικά με την έλλειψη δέσμευσης της ΕΕ στον επιμερισμό των ευθυνών, στις διεθνείς συνθήκες και στο παγκόσμιο σύστημα προστασίας των προσφύγων. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης φυσικά αφορά πρωτίστως τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος που φιλοξενούν το 75% των προσφύγων στον κόσμο και κινδυνεύουν να υπονομεύσουν την προθυμία τους να διατηρήσουν αυτή την προστασία.
Εάν η ΕΕ συνεχίσει να αμφισβητεί το βασικό νομικό δόγμα του διεθνούς συστήματος προστασίας -ότι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν άσυλο και να εξετάζεται αυτό το αίτημα δίκαια και με βάση ατομικά κριτήρια- οι επιπτώσεις παγκοσμίως θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές. Η εμβάθυνση της εξάρτησης της ΕΕ από τρίτες χώρες για τη διαχείριση της μετανάστευσης και του ασύλου θα αποδειχθεί άστοχη και βραχυπρόθεσμη, αφήνοντας την Ένωση ευάλωτη στον εκβιασμό από παράγοντες που έχουν αποδείξει ότι είναι πρόθυμοι να βλάψουν τους ανθρώπους και να ασκήσουν πίεση στην Ευρώπη για δικά τους πολιτικά οφέλη.
Όπως αυτές οι προτάσεις δεν είναι καινούριες, έτσι και οι προκλήσεις δεν αποτελούν μυστικό. Η ίδια η Επιτροπή διαπίστωσε το 2018 ότι οποιοδήποτε σύστημα υπεράκτιας επεξεργασίας δεδομένων ασύλου δεν θα ήταν «ούτε δυνατό, ούτε επιθυμητό», θα απαιτούσε αλλαγές στη νομοθεσία της ΕΕ, θα ενείχε υψηλό κίνδυνο παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης και ενδέχεται να ήταν ασύμβατο με τις αξίες της ΕΕ. Θα ήταν λάθος για τη νέα Επιτροπή να αγνοήσει αυτή την εκτίμηση.
Εναλλακτικές προσεγγίσεις
Εναλλακτικές λύσεις σε αυτήν τη δοκιμασμένη και αποτυχημένη προσέγγιση υπάρχουν και θα μπορούσαν επωφεληθούν σε μεγάλο βαθμό από την προσοχή και τα κονδύλια που οι κυβερνήσεις είναι τόσο έτοιμες να σπαταλήσουν σε εξωτερική ανάθεση. Σε αυτόν τον επόμενο πολιτικό κύκλο μετά τις ευρωεκλογές, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν προληπτικές επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης στη Μεσόγειο, με ένα προβλέψιμο σύστημα αποβίβασης στην ΕΕ για την πρόληψη των θανάτων στη θάλασσα και τη διασφάλιση της άμεσης πρόσβασης των επιζώντων σε ασφάλεια και υποστήριξη.
Τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη λογοδοσία για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπου και αν συμβαίνουν, στη θάλασσα ή στη στεριά, είτε μέσω ενεργειών ή παραλείψεων της ΕΕ και των κρατών-μελών της, είτε μέσω της συνοριακής της υπηρεσίας Frontex ή ακόμα μέσω της συνεργασίας με την ακτοφυλακή των χωρών εταίρων. Οι υπάρχουσες εταιρικές σχέσεις με τρίτες χώρες για τη μετανάστευση χρειάζονται επειγόντως επαναξιολόγηση, παρακολούθηση του πλαισίου σεβασμού ή παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έτσι ώστε οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τι χρηματοδοτούν και να ζητούν από τις κυβερνήσεις τους λογοδοσία για τις παραβιάσεις που προκύπτουν.
Για να μην εξαρτώνται από τις κυβερνήσεις που είναι πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν ανθρώπους που αναζητούν προστασία ή μια καλύτερη ζωή και να τους θέσουν σε κίνδυνο για πολιτικά οφέλη, τα ευρωπαϊκά κράτη θα πρέπει να επενδύσουν σε ασφαλείς και αξιοπρεπείς διαδρομές, σε αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις απέναντι στις επικίνδυνες διαδρομές που ακολουθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Και, πολύ σημαντικό, πρέπει να επενδύσουν σε συστήματα ασύλου και υποδοχής που να είναι καλά προετοιμασμένα και εξοπλισμένα για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων που φτάνουν στα σύνορα της ΕΕ.
Τουλάχιστον, το πρόσφατα συμφωνηθέν Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο προβλέπει σημαντική προσοχή και επενδύσεις από τα κράτη-μέλη. Ενώ οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν τονίσει πως αυτές οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να θέσουν τους ανθρώπους σε κίνδυνο και να μειώσουν τα πρότυπα ασύλου της ΕΕ, εναπόκειται τώρα στις κυβερνήσεις να εξασφαλίσουν ότι θα μετριάσουν τις αρνητικές συνέπειες του Συμφώνου, θα εξασφαλίσουν επαρκή και ισορροπημένη χρηματοδότηση και θα εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις με τρόπο που προασπίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των προσφύγων. Οι προσπάθειες μεμονωμένων κρατών-μελών να μετατοπίσουν τη διαδικασία ασύλου εκτός ΕΕ είναι ασυμβίβαστες με την εφαρμογή του Συμφώνου και τον στόχο του να παράσχει ένα κοινό και πιο συνεκτικό σύστημα ασύλου της ΕΕ.
Η εξωτερική ανάθεση του ασύλου δεν είναι μόνο δαπανηρή, απάνθρωπη και ανεφάρμοστη, αλλά αποσπά την προσοχή από πολιτικές που θα μπορούσαν πραγματικά να ενισχύσουν τα συστήματα ασύλου στην Ευρώπη, να στηρίξουν τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη από ασφάλεια και τις κοινότητες που λαμβάνουν οφέλη από τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Καθώς η νέα ηγεσία της ΕΕ αναλαμβάνει τα καθήκοντά της, μπορεί και πρέπει να προσφέρει στην Ευρώπη κάτι καλύτερο.
*Η Olivia Sundberg εργάζεται στη Διεθνή Αμνηστία και ασχολείται με θέματα μετανάστευσης και ασύλου. Έχει εργαστεί στο International Rescue Committee και στο Εuropean Policy Centre στις Βρυξέλλες.
*Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται σε συνεργασία με το Social Europe.