Κλείσιμο
αύξηση της θερμοκρασίας

Η αύξηση της θερμοκρασίας συνιστά απειλή για τους Ευρωπαίους εργαζόμενους

Social Europe

11.07.2025

Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων ζητά επειγόντως μια νέα Οδηγία για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους της ακραίας ζέστης και των υψηλών θερμοκρασιών. 

Ενώ οι χαρακτήρες στο Game of Thrones απεχθάνονταν τον χειμώνα, στην πραγματικότητα η φράση «έρχεται το καλοκαίρι» χρησιμεύει πλέον ως μια ισχυρή προειδοποίηση για τους επαγγελματικούς κινδύνους που αυτό κομίζει. Η αυξανόμενη ανησυχία ενισχύεται και από τον αναμφισβήτητο αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής.

Στις 4 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC) ενέκρινε ψήφισμα που περιγράφει το περιεχόμενο μιας μελλοντικής Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με στόχο την πρόληψη του κινδύνου υψηλής θερμικής καταπόνησης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η ETUC ζητά μεγαλύτερη προστασία σε αυτόν τον τομέα. Η υψηλή θερμοκρασία έχει σημαντικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εμφανείς σε πρόσφατα γεγονότα όπως οι πυρκαγιές στην Καλιφόρνια τον περασμένο Φεβρουάριο, οι καύσωνες του περασμένου καλοκαιριού σε όλη την Ευρώπη και οι προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) για συνεχή άνοδο της θερμοκρασίας τις επόμενες δεκαετίες.

Ο κόσμος της εργασίας απέχει πολύ από το να είναι άτρωτος απέναντι σε αυτούς τους κινδύνους. Η κλιματική αλλαγή και η άνοδος της θερμοκρασίας απειλούν άμεσα την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO), στην τελευταία του έκθεση με τίτλο «Διασφάλιση της Ασφάλειας και της Υγείας στην Εργασία σε ένα Μεταβαλλόμενο Κλίμα», έχει ήδη προειδοποιήσει για αυτό το κρίσιμο ζήτημα. Η έκθεση αποκαλύπτει ότι 2,41 δισ. εργαζόμενοι παγκοσμίως εκτίθενται σε υπερβολική ζέστη, με τον αριθμό για την Ευρώπη να φτάνει τα 130 εκατ. ανθρώπους. Είναι κρίσιμο ότι οι μελέτες πρόβλεψης υπογραμμίζουν ότι αυτοί οι κίνδυνοι θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται.

Γιατί υπάρχει καθυστέρηση στην ανάληψη δράσης;

Είναι μόνο θέμα χρόνου πριν τα ρεπορτάζ περιγράψουν λεπτομερώς τις αυξανόμενες θερμοκρασίες και τις εξουθενωτικές τους επιπτώσεις στους εργαζόμενους και φέτος. Αυτό θέτει ένα σημαντικό ερώτημα: Τι περιμένουμε για να δράσουμε; Οι συζητήσεις γύρω από την υπερβολική ζέστη στον χώρο εργασίας συχνά περιορίζονται στον αριθμό των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους και είναι σαν να κοιτάμε μόνο την κορυφή ενός πολύ μεγάλου παγόβουνου. Το πραγματικό πρόβλημα είναι πολύ πιο εκτεταμένο, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην υγεία που συνδέονται με την υπερβολική ζέστη, συμπεριλαμβανομένων των θερμικού στρες, της θερμοπληξίας, της θερμικής εξάντλησης, της ραβδομυόλυσης, της θερμικής συγκοπής, των θερμικών κραμπών, του θερμικού εξανθήματος, των καρδιαγγειακών παθήσεων, της οξείας νεφρικής βλάβης, της χρόνιας νεφρικής νόσου και των σωματικών τραυματισμών. Πιο πρόσφατα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (EU-OSHA) αναγνώρισε το οικολογικό άγχος ως έναν αναδυόμενο κίνδυνο για την επαγγελματική ασφάλεια και υγεία των εργαζόμενων που συνδέεται άμεσα με τις αυξανόμενες θερμοκρασίες.

Επιπλέον, ενώ η υπερβολική ζέστη επηρεάζει κυρίως τους εργαζόμενους σε εξωτερικούς χώρους, άλλοι τομείς δεν μένουν καθόλου ανεπηρέαστοι. Το ίδιο ισχύει αν εξετάσουμε μεμονωμένα χαρακτηριστικά των εργαζομένων, όπως η ηλικία, το φύλο ή οι προϋπάρχουσες παθήσεις, που μπορούν να αυξήσουν την ευαλωτότητα. Επομένως, η όποια ρύθμιση σε επίπεδο ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίζει τόσο τις κοινές, όσο και τις διαφοροποιημένες ανάγκες που δημιουργεί η υπερβολική θερμότητα. Για παράδειγμα, σκεφτείτε έναν εργαζόμενο που δουλεύει σε εξωτερικούς χώρους όπου οι θερμοκρασίες υπερβαίνουν τους 40°C. Τώρα, φανταστείτε τον ίδιο εργαζόμενο σε μια βιομηχανική εγκατάσταση πλυντηρίων, όπου τα βιομηχανικά σίδερα που φτάνουν τους 150°C αυξάνουν σημαντικά τη θερμοκρασία του εργασιακού περιβάλλοντος. Τέλος, θεωρήστε ότι ο εργαζόμενος είναι 55 ετών και βρίσκεται σε στάδιο ανδρόπαυσης. Το συμπέρασμα είναι αυταπόδεικτο: καθώς οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν ποικίλα επίπεδα ευαλωτότητας, τα προστατευτικά μέτρα που ισχύουν θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτές τις διαφορές.

Μια ολοκληρωμένη όσο και απαραίτητη Οδηγία

Μια προτεινόμενη Οδηγία θα περιέγραφε εργαλεία προσαρμογής που αποσκοπούν στη μείωση της ευπάθειας των εργαζομένων στους κινδύνους που ενέχει η ακραία ζέστη, υιοθετώντας μια ολοκληρωμένη προοπτική διαχείρισης του ζητήματος. Βασικές πτυχές του ψηφίσματος θα μπορούν να περιλαμβάνουν τον καθορισμό μέγιστων θερμοκρασιών εργασίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τόσο τις εργασιακές, όσο και τις κατ΄άτομο συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Θα μπορεί να υποστηρίζει επίσης την υποχρεωτική αξιολόγηση του θερμικού κινδύνου, η οποία θα απαιτούσε σαφή ορισμό του θερμικού στρες. Επιπλέον, θα ήταν ζωτικής σημασίας να υιοθετηθούν καταλληλότερες μέθοδοι αξιολόγησης του κινδύνου, όπως η Θερμοκρασία Υγρού Βολβού (WBGT), διασφαλίζοντας ότι είναι συμπεριληπτικές, δεδομένου ότι ο κίνδυνος επηρεάζει δυσανάλογα τις ευάλωτες ομάδες. Ένα άλλο προτεινόμενο εργαλείο είναι η εφαρμογή σχεδίων διαχείρισης θερμότητας, τα οποία θα ρυθμίζουν τις αντιδράσεις σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, έχουν ήδη κανονισμούς που απαιτούν από τις εταιρείες να κοινοποιούν ειδοποιήσεις που εκδίδονται από τις μετεωρολογικές αρχές.

Επιπλέον, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης της υγείας που σχετίζεται με την ατομική τους ευπάθεια στην ακραία ζέστη και το δικαίωμα να λαμβάνουν εκπαίδευση σχετικά με αυτό το θέμα. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να αναστείλουν την εργασία τους σε περίπτωση άμεσου κινδύνου, ακόμη και να λαμβάνουν κοινωνική προστασία κατά τη διάρκεια των διακοπών από την εργασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ψήφισμα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με τη λογική της Οδηγίας-Πλαισίου για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, υποστηρίζοντας την προσέγγιση STOP, (STOP approach, 89/391/EEC) η οποία δίνει προτεραιότητα (α) στην υποκατάσταση ή την εξάλειψη του κινδύνου όπου είναι δυνατόν· (β) στην εφαρμογή τεχνικών μέτρων (π.χ., χώροι ψύξης)· (γ) στην υιοθέτηση οργανωτικών μέτρων (π.χ., συγκέντρωση της εργασίας κατά τις ώρες χαμηλότερης θερμοκρασίας)· και (δ) στην παροχή ατομικού προστατευτικού εξοπλισμού. 

Τελικά, η πρόταση της ETUC είναι τόσο απαραίτητη όσο και κατάλληλα διαμορφωμένη. Επιδιώκει να προσαρμόσει την εργασία απέναντι σε έναν συγκεκριμένο και αυξανόμενο κίνδυνο που επηρεάζει ολοένα και περισσότερο τους εργαζόμενους, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, όπου οι αναδυόμενοι και οι μη αντιμετωπίσιμοι κίνδυνοι απαιτούν στοχευμένη κανονιστική δράση.

Καλές πρακτικές και αντιμετώπιση των νομοθετικών κενών

Αυτή η προληπτική προσέγγιση έχει υιοθετηθεί από ορισμένες χώρες, όπως η Ισπανία, η οποία έχει δεσμευτεί να θεσπίσει έναν ολοκληρωμένο κανονιστικό χάρτη για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Ενώ αυτός ο χάρτης δεν έχει ακόμη θεσπιστεί, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να τον εγκρίνει εντός του τρέχοντος έτους. Η Ελλάδα έχει επίσης εγκρίνει προσωρινά την αναστολή της υπαίθριας εργασίας κατά τις περιόδους ακραίων θερμοκρασιών. Ωστόσο, και τα δύο μέτρα εφαρμόστηκαν ως άμεσες απαντήσεις σε συγκεκριμένα συμβάντα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή χωρίς να υπάρχει ολιστική προσέγγιση.

Προς το παρόν, οι κανονισμοί και τα μέτρα για το θέμα των υψηλών θερμοκρασιών δεν είναι εναρμονισμένα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η σημερινή συνθήκη ασκεί πρόσθετη πίεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς ορισμένα κράτη-μέλη θα αρχίσουν να αναγνωρίζουν τον κίνδυνο και να αναλαμβάνουν δράση, ενώ άλλα θα παραμείνουν χωρίς συγκεκριμένα μέτρα προστασίας. Η έλλειψη εναρμονισμένης προστασίας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με μια τέτοια Οδηγία. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι ξηρασίες, οι πλημμύρες και οι καύσωνες, είναι επίσης συνδεδεμένα με την επαγγελματική υγεία και ασφάλεια των εργαζόμενων και πρέπει να αντιμετωπιστούν στο εγγύς μέλλον.

Κοιτάζοντας μπροστά, το ζήτημα των υψηλών θερμοκρασιών θα συνεχίσει να οξύνεται. Η περιοχή της Μεσογείου, ειδικότερα, αναμένεται να καταγράψει σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας. Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι συνέπειες για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων θα γίνουν πιο σοβαρές, καθιστώντας τις προσπάθειες αντιμετώπισής τους ολοένα και πιο περίπλοκες. Τόσο η ΕΕ, όσο και τα κράτη-μέλη της πρέπει να υιοθετήσουν μια προληπτική και συντονισμένη δράση αντί να προχωρούν σε προσεγγίσεις που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα συνολικά.

*Ο Μαρουάν Λαμπάς Ελ-Γκενουνί είναι ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Συνδικάτων (ETUI), με εξειδίκευση στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής μετάβασης στην επαγγελματική ασφάλεια και υγεία.

** Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στα ελληνικά σε συνεργασία με το Social Europe.

 

Πολιτική Cookies