Όταν η κυβερνητική ρήξη μεταξύ Φιλελεύθερων (FDP) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) οδήγησε στην προκήρυξη νέων εκλογών στις αρχές του 2025,η γερμανική κοινωνία γνώριζε ήδη το αποτέλεσμα για τρεις πολιτικές δυνάμεις: οι Χριστιανιοδημοκράτες (CDU-CSU)1 θα κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) θα αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά της, και οι Σοσιαλδημοκράτες θα σημειώσουν σημαντική πτώση στα δικά τους. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 23ης Φεβρουαρίου επιβεβαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις και η αποτίμηση της ψήφου έφερε στο προσκήνιο τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Γερμανία με έναν Καγκελάριο που επιθυμεί να κάνει ξανά την Γερμανία ηγεμονική δύναμη στη Ευρώπη και που δεν διστάζει να ζητήσει την βοήθεια της ακροδεξιάς για να το πετύχει.
Το πλαίσιο
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος, οφείλουμε να εξετάσουμε τη σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση της Γερμανίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο αλλεπάλληλων κρίσεων (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στη Γάζα). Η Γερμανία αντιμετωπίζει μια διετή συρρίκνωση της οικονομίας της, η οποία θα κληρονομηθεί και στην επόμενη κυβέρνηση, και βλέπει την άλλοτε κραταιά βιομηχανία εξαγωγών της να αντιμετωπίζει ισχυρές πιέσεις στον διεθνή ανταγωνισμό. Σε αυτήν την πρόκληση έρχονται να προστεθούν τόσο η πράσινη μετάβαση της Γερμανικής οικονομίας, καθώς και οι δημογραφικές αλλαγές που υφίσταται η Γερμανία τα τελευταία χρόνια. Η χώρα έχει έναν από τους γηραιότερους πληθυσμούς στην Ευρώπη, ένα μεγάλο κράτος κοινωνικών παροχών που πρέπει να αναπροσαρμοστεί για να καλύψει τις συνταξιοδοτικές ανάγκες που προκύπτουν, αλλά και τον μεταναστευτικό πληθυσμό που έχει αυξηθεί την τελευταία δεκαετία. Η Γερμανία, όμως, αντιμετωπίζει και ζητήματα ηθικής και πολιτικής ταυτότητας με αφορμή τη γενοκτονία του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Η 7η Οκτωβρίου 2023 αποτέλεσε αφορμή για τη Γερμανική κυβέρνηση να δηλώσει την πάγια και αμέριστη στήριξή της στο κράτος του Ισραήλ, να προχωρήσει σε αυταρχικές πρακτικές για την αντιμετώπιση αντισημιτικών φαινομένων ακόμη και στα όρια ηθικού πανικού2, και σε ευρεία καταστολή οποιασδήποτε ένδειξης αλληλεγγύης σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας υπέρ της Παλαιστίνης. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η απόφαση αυστηροποίησης της μεταναστευτικής πολιτικής και της αύξησης των διασυνοριακών ελέγχων. Ωστόσο, αυτό που οδήγησε σε ρήξη την κυβέρνηση SPD, FDP, και Πρασίνων (Grüne) τον περασμένο Νοέμβριο, ήταν η απόφαση του SPD να αποπέμψει τον Υπουργό Οικονομικών και αρχηγό του FDP, Christian Lindner, μετά τη διαφωνία του με το SPD για την πορεία της οικονομίας και τη χαλάρωση του ορίου χρέους.
Οι εκλογές
Μετά από τρεις μήνες προεκλογικού αγώνα, η 23η Φεβρουαρίου υπήρξε μέρα νίκης για το CDU-CSU που σημείωσε 28,6% και κατέστησε τον Friedrich Merz, τον επόμενο καγκελάριο της Γερμανίας. Παρόλα αυτά, το κόμμα του Merz δεν ήταν ικανοποιημένο με το ποσοστό του, καθώς περίμενε να κερδίσει πάνω από 30%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Το ίδιο συνέβη σχεδόν και με τα υπόλοιπα κόμματα. Το SPD σημείωσε το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία του (16,4%), οι Πράσινοι είδαν, επίσης, τα ποσοστά τους να συρρικνώνονται (11,6% σε σχέση με 14,9% το 2021), το AfD, αν και διπλασίασε τα ποσοστά του (20,8% από 10,4%), στόχευε πάνω από το όριο του 25%, ενώ το FDP και το νεοσύστατο κόμμα Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) δεν κατάφεραν να περάσουν το 5%, όριο εισόδου στη βουλή. Ο μόνος πραγματικός νικητής των εκλογών μπορεί να θεωρηθεί η Αριστερά (Die Linke) που οι δημοσκοπήσεις την έδειχναν εκτός βουλής πριν μερικές εβδομάδες και μέσω μιας επιθετικής εκστρατείας τόσο στα κοινωνικά δίκτυα όσο και στους δρόμους κατάφερε να σημειώσει 8,8%, πετυχαίνοντας το καλύτερο αποτέλεσμα της εδώ και αρκετά χρόνια.
Φαινομενικά, τα αποτελέσματα μπορεί να αποτυπώνουν μια συνηθισμένη εικόνα του γερμανικού κομματικού συστήματος, ωστόσο οι ανακατατάξεις των ψηφοφόρων είναι εμβληματικές των διευρυμένων αλλαγών που υφίσταται η γερμανική πολιτική σκηνή. Αρχικά να σημειωθεί πως η συμμετοχή των ψηφοφόρων έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ (82.5%) από την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στον παράγοντα συσπείρωσης της αντι-ακροδεξιάς ψήφου με στόχο αφενός να αποτρέψει το CDU-CSU από οποιαδήποτε σκέψη συνεργασίας με το AfD (πράγμα που επιχείρησε ανεπιτυχώς ο Merz σε ένα προτεινόμενο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό) και αφετέρου να ενισχύσει τόσο τους ίδιους τους Χριστιανοδημοκράτες όσο και τα υπόλοιπα κόμματα με στόχο τη διευκόλυνση στο συνασπισμό μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τους ψηφοφόρους από το να τιμωρήσουν μαζικά το SPD που ηγούνταν της προηγούμενη κυβέρνησης, το οποίο σημείωσε εκροή περίπου 2 εκατομμυρίων ψηφοφόρων προς το CDU-CSU και αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων προς τα υπόλοιπα κόμματα. Με τη σειρά τους, όμως, οι Χριστιανοδημοκράτες έχασαν 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους προς το AfD, το οποίο κέρδισε ψήφους από το SPD και το FDP, αλλά και 2 εκατομμύρια αναποφάσιστους. Αν σε αυτό έρθει να προστεθεί και το γεγονός πως το AfD ήρθε πρώτο κόμμα σε όλα τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, τότε διαμορφώνεται μια εικόνα που δείχνει την συνεχώς αυξανόμενη επιρροή της ακροδεξιάς και την εκλογική επικυριαρχία της στη μισή Γερμανία.
Η επόμενη μέρα
Η διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος θέτει αρκετούς προβληματισμούς για το μέλλον της Γερμανίας. Το κύριο ερώτημα είναι με ποιά κόμματα θα σχηματίσει κυβέρνηση ο Merz, ο οποίος στην δήλωση του για το εκλογικό αποτέλεσμα επισήμανε πως θέλει να γίνει αυτό το συντομότερο δυνατόν και να δημιουργηθεί κυβέρνηση με σταθερή και ισχυρή πλειοψηφία για «το συμφέρον της Γερμανίας». Με το FDP και το BSW εκτός βουλής, υπάρχουν 3 πιθανά σενάρια για να επιτευχθεί η πλειοψηφία των 316 εδρών για τον σχηματισμό κυβέρνησης: κυβέρνηση CDU-CSU, SPD και Πρασίνων, κυβέρνηση CDU-CSU και AfD (το πιο δύσκολο σενάριο), η κυβέρνηση τύπου «Μεγάλου Συνασπισμού» (Große Koalition) μεταξύ CDU-CSU και SPD. Τις προηγούμενες μέρες, ο Merz ξεκίνησε συνομιλίες με το SPD με στόχο τη δημιουργία κυβέρνησης πριν το Πάσχα και με κύριο θέμα στην ατζέντα το μεταναστευτικό. Ωστόσο, αναλύσεις λένε πως το SPD δεν θα επωφεληθεί από μια τέτοια συμφωνία, καθώς το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του θέτει προβλήματα πολιτικής ταυτότητας για το κόμμα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, παραμένει η άνοδος του AfD, καθώς το τείχος προστασίας απέναντι στην ακροδεξιά εδώ και αρκετές δεκαετίες δεν φαίνεται να είναι ικανό να ανατρέψει την εκλογική και κοινωνική της επιρροή. Η διάχυτη ανησυχία της Γερμανικής κοινωνίας φαίνεται να απασχολεί μόνο ένα τμήμα των πολιτικών δυνάμεων, ενώ η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας από το SPD και από το CDU-CSU αφήνει ανοιχτή την πόρτα για μελλοντικές συνεργασίες με το AfD, όπως έδειξαν οι πρόσφατες απόπειρες του Merz με το προτεινόμενο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό. Η νέα κυβέρνηση θα υιοθετήσει μια πιο σκληρή στάση σε αρκετά θέματα (δημοσιονομική πολιτική, μεταναστευτικό, κτλ.), αλλά η βιωσιμότητα της θα εξαρτηθεί τόσο από το πόσο μπορεί να επιλύσει τα τρέχοντα προβλήματα στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, όσο και από το πόσο προτίθεται να ανακόψει την ανοδική πορεία της ακροδεξιάς.