Η τραγική σύγκρουση στη Λωρίδα της Γάζας πρέπει να μελετηθεί με βάση τις στρατηγικές που επικρατούν στο Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά Εδάφη την τελευταία δεκαετία. Στην πλευρά του Ισραήλ η ηγεμονική στρατηγική, όπως εκφράζεται από την άκρα Δεξιά, έχει δύο βασικά στοιχεία. Το ένα διατυπώθηκε από τον Vladimir (Ze’ev) Jabotinsky το 1925 που υποστήριζε ότι οι σιωνιστές ηγέτες δεν έχουν κανένα λόγο να περιμένουν ότι οι μουσουλμάνοι της Μέσης Ανατολής, και ιδιαίτερα οι κάτοικοι της Παλαιστίνης, θα υποδεχθούν την οικοδόμηση της Εβραϊκής Εθνικής Εστίας με οτιδήποτε άλλο εκτός από αδιάλλακτη και βίαιη αντίθεση.
Η απάντηση σε αυτή την αντίθεση ήταν το «Σιδηρούν Τείχος» δηλαδή η συστηματική χρήση βίας για να «διδάξουν» στους Άραβες ότι το Ισραήλ ήταν ακατάλυτο, ανεξάρτητα από το αν το θεωρούσαν οι ίδιοι δίκαιο. Το δεύτερο στοιχείο διατυπώθηκε από την θρησκευτική Δεξιά το 1970, η οποία διακήρυττε ότι η επέκταση του Ισραήλ σε όλη την περιοχή από τον ποταμό Ιορδάνη μέχρι και το Σινά είναι θεϊκή επιταγή. Ήταν λοιπόν ύψιστο θρησκευτικό καθήκον η κατάληψη και ο εποικισμός των περιοχών αυτών αδιαφορώντας για την ύπαρξη των Παλαιστινίων που ζουν εκεί για αιώνες.
Τα δύο αυτά στοιχεία καθόρισαν και την στρατηγική του Ισραήλ απέναντι στην Λωρίδα της Γάζας και την Χαμάς.
Το πρώτο σκέλος αυτής της στρατηγικής ονομάστηκε «κούρεμα του γρασιδιού» γιατί προέβλεπε σκληρές απαντήσεις σε κάθε βίαιη αντίδραση της Χαμάς στον αποκλεισμό που είχε επιβάλλει το Ισραήλ στην Λωρίδα της Γάζας μετά την κατάληψη της εξουσίας από την ισλαμιστική οργάνωση το 2007. Σε κάθε επίθεση της Χαμάς το Ισραήλ απαντούσε με κατάφωρα δυσανάλογους βομβαρδισμούς ή και χερσαίες επιχειρήσεις που μείωναν τις επιχειρησιακές δυνατότητες της οργάνωσης, κατέστρεφαν βασικές μη στρατιωτικές υποδομές και «δίδασκαν» του Παλαιστίνιους της Γάζας πόσο καταστροφική και απέλπιδα ήταν κάθε αντίσταση.
Παράλληλα ένα μεγάλο μέρος της θρησκευόμενης και υπερεθνικιστικής Δεξιάς -σήμερα στην κυβέρνηση- ανέμενε την «γεωπολιτική στιγμή» που οι συσχετισμοί τόσο εντός των Παλαιστινιακών Εδαφών όσο και γενικότερα στη Μέση Ανατολή θα έδιναν στο Ισραήλ τη δυνατότητα για βίαιο εκτοπισμό της πλειονότητας των Παλαιστινίων από τη Δυτική Όχθη και την Γάζα.
Ήδη διακινείται στο Ισραήλ η ιδέα να καταστρέψουν πλήρως την Χαμάς όπως έκαναν με την PLO στην Βηρυτό το 1982 και να ισοπεδώσουν την βόρεια Λωρίδα της Γάζας μετατρέποντάς την σε no man’s land ώστε να αποτελέσει ανάχωμα ασφαλείας. Το 1,5 εκατομμύριο κάτοικοι της βόρειας Λωρίδας θα συμπιεστούν στην νότια πλευρά αναγκάζοντας τους Αιγύπτιους είτε να αναλάβουν τη διαχείρισή της είτε να δεχθούν χιλιάδες πρόσφυγες.
Στις 17 Οκτωβρίου 2023, το Ινστιτούτο Εθνικής Ασφάλειας και Σιωνιστικής Στρατηγικής Misgav (the Misgav Institute for National Security and Zionist Strategy) -μια ισραηλινή δεξαμενή σκέψης που ιδρύθηκε και διευθύνεται από πρώην αξιωματούχους των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφάλειας- δημοσίευσε ένα έγγραφο που προέτρεπε την ισραηλινή κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί τη «μοναδική και σπάνια ευκαιρία να εκκενώσει ολόκληρη τη Λωρίδα της Γάζας» και να «μετεγκαταστήσει» Παλαιστίνιους στο Σινά με τη βοήθεια της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε την συστηματική εκστρατεία των Ισραηλινών εποίκων να εκδιώξουν Παλαιστίνιους από τη γη τους στη Δυτική Όχθη, η οποία ξεκίνησε από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης Νετανιάχου και ακροδεξιάς και έχει στοιχίσει τη ζωή εκατοντάδων Παλαιστινίων του τελευταίους οκτώ μήνες.
Μάλιστα η εκστρατεία αυτή τελούσε υπό την προστασία ενισχυμένων δυνάμεων του ισραηλινού στρατού.
Η επίθεση της Χαμάς επέφερε ένα πολύ ισχυρό πλήγμα στην στρατηγική του «Σιδηρού Τείχους» αφού διέλυσε τον μύθο της «εκπαιδευτικής» και της αποτρεπτικής αποτελεσματικότητάς του. Το σοκ στην ισραηλινή κοινωνία και κυρίως η εκτίμηση ότι δεν θα υπάρξει σοβαρή αντίδραση σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο για μια ουσιαστική ανακατάληψη της Γάζας δημιούργησε στη θρησκευόμενη και υπερεθνικιστική Δεξιά την πεποίθηση ότι η «γεωπολιτική στιγμή» για τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων έχει φτάσει, τουλάχιστον στην περίπτωση της Λωρίδας της Γάζας.
Η Χαμάς ανήκει στις οργανώσεις του «πατριωτικού» τζιχάντ. Προέρχεται από το Αδελφούς Μουσουλμάνους και ανεδείχθη σε σημαντική πολιτική οργάνωση στην πρώτη Ιντιφάντα, το 1987. Ακολουθεί τη διπλή στρατηγική της παρέμβασης στην κοινωνία μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και δικτύων (τεμένη, υγεία, εκπαίδευση, προστασία των φτωχών και ευάλωτων) από τη μια πλευρά και της ένοπλης βίας από την άλλη. Σε αντίθεση με υπερεθνικές οργανώσεις όπως η Αλ-Κάιντα και ο ISIS αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια και μια συγκεκριμένη εθνική κοινότητα, τους Παλαιστίνιους. Βασική θέση της είναι ότι μόνο όταν η κοινωνία ακολουθήσει τον ορθό δρόμο του Ισλάμ θα είναι σε θέση να νικήσει το παντοδύναμο Ισραήλ.
Η απελευθέρωση των ιερών μουσουλμανικών τόπων στην Ιερουσαλήμ και σε όλη την Παλαιστίνη αποτελεί για την Χαμάς καθήκον απέναντι το Θεό και γι’ αυτό κάθε συμβιβασμός σε αυτό το ζήτημα συνιστά άρνηση της θεϊκής εντολής. Η οργάνωση της πολιτικής και της κοινωνίας στη Λωρίδα της Γάζας υπόκειται σε αυταρχικό έλεγχο και καθορίζεται από αυτήν τη βασική αρχή. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η Χαμάς δεν προέρχεται από την πολιτική εμπειρία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Για αυτόν τον λόγο τραυματικές ήττες και στρατηγικά λάθη της ΟΑΠ, όπως ο Μαύρος Σεπτέμβρης στην Ιορδανία το 1970 και η εκδίωξη από τη Βηρυτό το 1982, δεν έχουν αφομοιωθεί στη στρατηγική της φυσιογνωμία.
Με αυτή την έννοια, η ικανότητά της να διατηρεί την κυριαρχία της στην Γάζα παρά τις ισραηλινές επιθέσεις για περίπου δεκαέξι χρόνια και να αυξάνει την πολιτική επιρροή της στη Δυτική Όχθη, δημιουργούν την αίσθηση του αήττητου που με τη σειρά του επιβεβαιώνει την ιερή τους αποστολή.
Η στρατηγική των συμμαχιών είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση για την Χαμάς. Η ταύτισή της με το Ιράν και τη «συμμαχία της αντίστασης» δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Ας μην ξεχνάμε ότι στην πρώτη φάση της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, η Χαμάς τάχθηκε κατά του καθεστώτος συστρατευόμενη με την «αδελφή» οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων. Η θέση αυτή την έφερε αντιμέτωπη με το Ιράν και τη Χεζμπολλάχ.
Η κατηγορηματική αντίθεση της Ριάντ προς τους Αδελφούς σε όλη τη Μέση Ανατολή, η εχθρότητα του καθεστώτος Αλ-Σίσι και η αδυναμία άλλων μουσουλμανικών κρατών, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας, να προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια έστρεψαν την Χαμάς στον φιλοϊρανικό άξονα. Ακόμη και σήμερα είναι πολύ αμφίβολο αν το Ιράν θα «θυσιάσει» ένα πολύ μεγάλο μέρος των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και των πόρων της Χεζμπολλάχ για να αντιδράσει στην εξάλειψη της Χαμάς από το Ισραήλ.
Με απολύτως ρεαλιστικούς όρους η Χεζμπολλάχ είναι αναγκαία για τη διατήρηση της επιρροής της Τεχεράνης στη Συρία και τον Λίβανο και αυτή η προτεραιότητα βρίσκεται πολύ ψηλότερα στην ιρανική στρατηγική από τη διάσωση της Χαμάς. Τη ίδια στιγμή όμως η σφαγή δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων και ο πιθανός εκτοπισμός τους θα είναι ένα πολύ κακό σημάδι για τους συμμάχους του Ιράν και για την ικανότητα του να τους προστατεύσει.
Στρεφόμενοι όπως πάντα στην υπερδύναμη, η διακυβέρνηση Μπάιντεν έχει αρχίσει να κατανοεί τρία πράγματα. Πρώτον ότι η αιματοχυσία στην Γάζα θα εκτροχιάσει την προσέγγιση Ισραήλ-Σαουδικής Αραβίας, ακρογωνιαίο λίθο της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή την τελευταία δεκαετία. Δεύτερον, ότι η Αίγυπτος παρά τις αμερικανικές και ισραηλινές πιέσεις αντιστέκεται σθεναρά στο ενδεχόμενο να δεχθεί χιλιάδες πρόσφυγες και να μετατραπεί το Σινά σε μια νέα Γάζα υπό αιγυπτιακή ευθύνη. Σε αντάλλαγμα για την αποδοχή Παλαιστινίων από τη Γάζα, οι ΗΠΑ φέρονται να έχουν προσφέρει στο Κάιρο οικονομικά κίνητρα σε μια εποχή που η Αίγυπτος αντιμετωπίζει ακραία κρίση χρέους. Τρίτον ότι η ισραηλινή ακροδεξιά εννοεί να εφαρμόσει ένα σχέδιο βίαιου εκτοπισμού των Παλαιστινίων από την βόρεια Λωρίδα της Γάζας.
Γι’ αυτούς τους λόγους και μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές υποστηρίζει ανοικτά την γραμμή για «ανθρωπιστικά διαλείμματα» και θέτει όρους στην ελευθερία του Ισραήλ να χτυπά αδιακρίτως νοσοκομεία και σχολεία. Ο Λευκός Οίκος διατηρεί την ελπίδα ότι ο πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς θα μπορούσε τελικά να λειτουργήσει ως μοχλός για έναρξη διαπραγματεύσεων για λύση δύο κρατών. Σήμερα όμως το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε ρευστότητα και η θέση της Αμερικής στον κόσμο και στη Μέση Ανατολή είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που κατείχε την επαύριον της νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο, το 1991 και το 1993.