Κλείσιμο

Γαλλικές εκλογές: Μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη

01.07.2024

Για δεύτερη φορά μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωσαν την επικράτηση της παράταξης της Μαρίν Λεπέν έναντι του απερχόμενου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, στον πρώτο γύρο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών που διεξήχθησαν στη Γαλλία.

Η Εθνική Συσπείρωση (RN) των Λεπέν και Μπαρντελά ανέβασε τα ποσοστά της σε σχέση με τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, από το 31,8% στο 33,1%, με τα αντίστοιχα ποσοστά συμμετοχής στην κάλπη να είναι τα υψηλότερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, το τελικό ποσοστό που συγκέντρωσε το RN είναι χαμηλότερο από τις προσδοκώμενο, ιδίως όταν στην εξίσωση προστεθεί η μεγάλη αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των εκλογέων στην κάλπη – από το 47,5% το 2022 στο 66.7% στο πρώτο γύρο των πρόωρων βουλευτικών εκλογών. 

Για τον Μακρόν, μπορεί το ποσοστό του 22,1% που το εκλογικό σώμα έδωσε στην προεδρική πλειοψηφία να ήταν μεγαλύτερο από αυτό που είχε συγκεντρώσει  στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου (14%), ωστόσο δεν παύει να συνιστά τη χειρότερη επίδοση που σημείωσε ποτέ κυβερνώσα παράταξη στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η εξέλιξη αυτή καθιστά αμφίβολη την επιβίωση του πολιτικού Κέντρου, έτσι όπως τουλάχιστον είχε σχηματιστεί επί ημερών του Γάλλου προέδρου, με νέες κινήσεις, μετακινήσεις και πρωτοβουλίες να αναμένεται να προκύψουν το επόμενο διάστημα τόσο στο πλαίσιο του δεύτερου γύρου των εκλογών, όσο και μετεκλογικά, στο πλαίσιο των νέων συσχετισμών που θα διαμορφωθούν στην Εθνοσυνέλευση. 

Ήδη από τα τέλη της πρώτης θητείας του προέδρου Μακρόν, είχαν τεθεί οι βάσεις για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού στη Γαλλία. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ριζική αλλαγή της εκλογικής συμπεριφοράς της πλειοψηφίας και των τάσεων της γαλλικής κοινωνίας με επίκεντρο τρεις βασικούς πυλώνες που συνδέονται μεταξύ τους: 

Ο πρώτος πυλώνας αφορά το κυρίαρχο αφήγημα του μακρονισμού, ότι ήταν δυνατό να είναι κανείς “και αριστερός και δεξιός”, θέση που ενθάρρυνε την αντικατάσταση της βασική διαχωριστικής γραμμής της σύγχρονης πολιτικής μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων με ένα νέο δίπολο, των δυνάμεων της λογικής από τη μία πλευρά, και των λαϊκιστικών και ακραίων δυνάμεων από την άλλη πλευρά. Αυτή η νέα, βασική διαχωριστική γραμμή αποτυπώνεται και στη θέση που διατύπωσε ο απερχόμενος Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, ο οποίος απέκλεισε την περίπτωση να καλέσει τους ψηφοφόρους να επιλέξουν έναν υποψήφιο από το κόμμα της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI) του Μελανσόν, εάν αυτό αποτελεί τη μοναδική ρεαλιστική εναλλακτική για να ανακοπεί η πορεία στήριξης προς το κόμμα της Εθνικής Συσπείρωσης (RN). 

Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τις συνέπειες των πολιτικών του Μακρόν, με έμφαση στα πεδία της οικονομίας και της εργασίας. Η προώθηση πολιτικών που δεν στήριξαν την αναδιανομή και αύξηση του πλούτου, την ασφάλεια και την κοινωνική δικαιοσύνη οδήγησε στη θεαματική αύξηση των ανισοτήτων στη Γαλλία, εξέλιξη που δεν αποτελεί γαλλική εξαίρεση, καθώς ανάλογες πολιτικές έχουν υιοθετηθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία πολλά χρόνια, ωστόσο ειδικά στη Γαλλία ευνόησαν μια λαϊκή εξέγερση που φούντωνε διαρκώς. Η κεφαλαιοποίηση της εξέγερσης και αντίδρασης προς τις ασκούμενες πολιτικές έσπρωξε μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων προς την άκρα δεξιά. Ο πυρήνας του εκλογικού σώματος του RN αποτελείται από τα μεσαία στρώματα που φοβούνται για την κοινωνική υποβάθμισή τους και φέρουν στις πλάτες τους το κύριο βάρος της κατάρρευσης των δημόσιων υπηρεσιών και του αυξανόμενου κόστους ζωής. Τα στρώματα αυτά επιλέγουν την ακροδεξιά παρά τη ριζοσπαστική αριστερά. Διαθέτουν επισφαλές κεφάλαιο, το οποίο όμως τους τοποθετεί ακριβώς πάνω από τις πιο μειονεκτούσες εργατικές τάξεις που έχουν επίσης συχνά μεταναστευτικό υπόβαθρο. Παράλληλα, το RN δίνει εδώ και χρόνια έμφαση στη μετατροπή της κοινωνικής δυσφορίας σε δυσφορία ταυτότητας, στρατηγική που ευνοείται ειδικά στις αγροτικές και πιο υποβαθμισμένες περιοχές πέριξ των αστικών κέντρων, ενσωματώνοντας και τη ψήφο διαμαρτυρίας των στρωμάτων της εργατικής τάξης και του αγροτικού πληθυσμού. 

Μεγάλα τμήματα των ψηφοφόρων του RN θεωρούν ότι προδόθηκαν από τις πολιτικές ελίτ, που δεν έδωσαν απάντηση στο κύμα ανασφάλειας και φόβου που ένιωθαν από μετανάστες και πρόσφυγες, που συγκεντρώνονται στα προάστια των μεγάλων πόλεων. Το κόμμα των Λεπέν και Μπαρντελά κατάφερε μεθοδικά στο βάθος δύο δεκαετιών να εκμεταλλευτεί ένα αίσθημα ταπείνωσης και να το μετατρέψει σε ισχυρό φορέα ξενοφοβίας σε συνδυασμό με την απόρριψη των παραδοσιακών κομμάτων. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, κεντρικά στελέχη του RN κατάφεραν να παρουσιάσουν το κόμμα ως ένα ρεπουμπλικανικό, δεξιό, εθνικό κίνημα που δεν έχει πλέον καμία σχέση με το πολιτικό του παρελθόν, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει και δεν αποτυπώνεται κιόλας στο πολιτικό του πρόγραμμα.  

Ο τρίτος πυλώνας αφορά το ρόλο των αριστερών δυνάμεων, που συγκεντρώνονται γύρω από την προσωπικότητα  του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, επικεφαλής της Ανυπότακτης Γαλλίας, της μεγαλύτερης συνιστώσας του Λαϊκού Μετώπου της ενωμένης αριστεράς, το οποίο συγκέντρωσε το 28,1% και πέρασε στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Ο ίδιος ο Μελανσόν, αλλά και το κόμμα του, όπως επίσης και ευρύτερα ο χώρος της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, φέρουν ευθύνη για την μετακίνηση της πλειοψηφίας του γαλλικού εκλογικού σώματος προς τα δεξιά και τον θερμό εναγκαλισμό με τον λαϊκισμό. Ο ίδιος Μελανσόν ως πολιτική προσωπικότητα εμπνέει αντιπάθεια σε κεντρώους ψηφοφόρους, σε ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς και της αριστεράς, δεν πείθει ως εναλλακτική λόγω αμφιλεγόμενων και συγκρουσιακών επιλογών και θέσεων που έχουν συνδεθεί με την πολιτική του πορεία, ένα δεδομένο που αναμένεται να αποτελέσει το μεγαλύτερο εμπόδιο στη συσπείρωση των δημοκρατικών δυνάμεων στον δεύτερο γύρο. Ο Μελανσόν κάλεσε τους πολίτες “να μην αφήσουν ούτε μια ψήφο να πάει στην ακροδεξιά” σε μια ενωτική και συναισθηματικά φορτισμένη δήλωση που έκανε αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του exit poll, ανακοινώνοντας ότι θα αποσυρθούν από τον δεύτερο γύρο όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές του Λαϊκού Μετώπου προκειμένου να διευκολύνουν την στήριξη των υποψηφίων που θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να νικήσουν τους υποψήφιους του RN. Αρκεί όμως αυτή η δήλωση για να συσπειρώσει το εκλογικό ακροατήριο που ανησυχεί για την επικράτηση του RN, αλλά προβληματίζεται την ίδια στιγμή για τον πολιτικό φορέα που εκπροσωπεί ο Μελανσόν; 

Ο δεύτερος γύρος αναμένεται να συγκεντρώνει τεράστιο πολιτικό ενδιαφέρον και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, καθώς παραδοσιακά η επιρροή που ασκεί η πολιτική πραγματικότητα στη Γαλλία είναι μεγάλη. Στην πορεία προς το δεύτερο γύρο αναμένεται να έχουμε την εμφάνιση ενός βαθύτατου εθνικού διχασμού που θα καταστήσει προβληματική την όποια συγκατοίκηση ενδέχεται να προκύψει μεταξύ της Προεδρίας και Εθνοσυνέλευσης. Μέχρι και την εκλογική αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου το εκλογικό σώμα δεν είχε βρεθεί ποτέ τόσο διχασμένο και οι πολιτικοί σχηματισμοί δεν είχαν ποτέ αντιμετωπίσει τέτοιας έκτασης διλήμματα. Παραδοσιακά, κάθε φορά που η άκρα δεξιά ενισχυόταν και απειλούσε εκλογικά, υπήρχε σύμπλευση ρεπουμπλικανικής δεξιάς, κέντρου, σοσιαλιστών και αριστεράς, πράγμα που έκανε ευκολότερη την αναζήτησή κοινών τόπων, συναινέσεων και συνεργασιών. Τώρα υπάρχει τόσο η πόλωση μεταξύ των δυο μεγαλύτερων μπλοκ, όσο και η απουσία ενός ισχυρού εκπρόσωπου που θα ένωνε τις δυνάμεις που στέκονται απέναντι στην άκρα δεξιά. 

Πολιτική Cookies