Οι άνθρωποι κάποτε άρχισαν να περιορίζουν ρέματα και ποτάμια. Δεν είχαν συνείδηση των μελλοντικών επιπτώσεων, ούτε σκοπό είχαν να καταστρέψουν τη φύση. Ο έλεγχος των υδάτινων ροών και των εκτάσεων τους είχε και έχει σχέση με δύο βασικούς παράγοντες· την εντατική αστικοποίηση και τη γεωργική επανάσταση. Οι πόλεις επεκτείνονταν, οι πληθυσμοί είχαν ανάγκη για χώρους οίκησης, παραγωγής και κίνησης. Τα ανεξέλεγκτα ποτάμια, τα έλη και οι λίμνες περιόριζαν την αξιοποίηση της γης.
Ταυτόχρονα οι ενδημικές ελονοσίες των βάλτων δημιουργούσαν προβλήματα υγιεινής στις χώρες της Μεσογείου. Από τη γέννηση των πόλεων ως σήμερα η αστική γη είναι ένα ακριβό κεφάλαιο. Ο χώρος του νερού κοινός, επέτρεπε την εισβολή του αστικού χώρου εκεί που υπήρχε νερό. Τις επεκτάσεις, τα τεχνικά έργα σε μόνιμες ή εποχιακές υδάτινες επιφάνειες. Οι επιχώσεις, αποξηράνσεις, εγκιβωτισμοί κλπ σε ευρείες λεκάνες ποταμών, λιμνών και ελών για να εξασφαλιστεί γη για δόμηση ή για καλλιέργειες. Τούτο αποτέλεσε και αποτελεί σταθερό ιστορικό κανόνα.
Τα ποτάμια πάντοτε πλημμύριζαν, οι χείμαρροι και οι λίμνες υπερχείλιζαν. Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, στις μεγάλες πόλεις, κτίζονταν οι κοίτες, οι όχθες, αλλά τα κτίρια κτίζονταν αρκετά μέτρα ψηλότερα από τις στάθμες υπερχείλισης των ποταμών. Στην ύπαιθρο τα χωριά απέφευγαν τις ροές και τις πλημμυρικές περιοχές· έκτιζαν σε λόφους ή σε πλαγιές μακριά τους.
Παρατηρώντας όλες, τις πριν τον 19ο αιώνα, ελληνικές πόλεις θα τις δούμε να βρίσκονται σε πολύ μεγαλύτερο υψόμετρο από το νερό· ουδέποτε μέσα σε κοίτες ή σε υψομετρική απόσταση από τις όχθες. Ας θυμηθούμε τις παλαιές πόλεις, τα Γιάννενα, τη Λάρισα, τα Τρίκαλα. Οι βυζαντινοί και οι οθωμανικοί πυρήνες τους βρίσκονται σε απόσταση και σε ύψος δεκάδων μέτρων επάνω από τα εν δυνάμει επικίνδυνα όρια λιμνών ή ποταμών που τους περιβάλλουν. Ένα άλλο παράδειγμα, ο Βόλος, επί αιώνες βρισκόταν επάνω στον λόφο των Παληών, ψηλότερα από τις πορείες των τριών ξεροποτάμων του.
Σε ολόκληρο το αττικό λεκανοπέδιο, από την αρχαιότητα ως την εποχή της σύγχρονης Αθήνας, δεν υπήρξαν οικιστικά πυκνώματα κοντά στον Κηφισό ή τον Ιλισό. Ακόμη και τα μικρά χωριά της ύστερης οθωμανικής περιόδου, όπως το Χαλάνδρι, η Κηφισιά, βρίσκονταν σε πλαγιές ασφαλείς από τις κοιλάδες των ρεμάτων. Επίσης όλη η νότια παράκτια ζώνη του αττικού πεδίου, από τον σημερινό Άγιο Διονύση ως το Δέλτα Συγγρού δεν κατοικήθηκε ποτέ, ούτε τα έλη γύρω από τον Πειραιά. Επειδή πλημμύριζαν κάθε χειμώνα!
Το πρόβλημα άρχισε με την καλπάζουσα αστικοποίηση της Αττικής και με τις μεγάλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν σε αποξηράνσεις τεράστιων εκτάσεων στην Κωπαΐδα, στη Θεσσαλία και στα έλη της Μακεδονίας. Αυτή η επέκταση της ανθρώπινης δραστηριότητας, εις βάρος των φυσικών στοιχείων, επιταχύνθηκε με την εγκατάσταση εκατοντάδων προσφυγικών αστικών και αγροτικών οικισμών κατά τον μεσοπόλεμο. Τόσο η περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά όσο και οι θεσσαλικές και μακεδονικές πεδιάδες γέμισαν με νέους οικισμούς.
Στις αστικές περιοχές η διαδικασία ελέγχου των ποταμών και των χειμάρρων ξεκίνησε με την μετατροπή τους σε κτιστά κανάλια, με λιθόκτιστα πρανή και γέφυρες. Στις παραγωγικές πεδιάδες της χώρας εκτελέστηκαν τεράστια έργα αποξηράνσεων και εγγειοβελτιώσεων αλλάζοντας τη φυσική γεωγραφία. Οι μεταπολεμικές δεκαετίες βρήκαν τις πόλεις σε κατάσταση πληθυσμιακής έκρηξης. Οι πολιτικές κατασπατάλησης της δημόσιας γης για οικοδόμηση, συνδυάστηκε με την κυριαρχία των ιδιωτικών μηχανοκίνητων οχημάτων για τις μεταφορές. Αναζητείτο χώρος αφενός για οικοδόμηση και αφετέρου για την κυκλοφορία αυτοκινήτων.
Κάπως έτσι, μπορούμε να καταλάβουμε πως στο πλέον ακραίο παράδειγμα, στην περίπτωση του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Αθήνας, άλλαξε το γεωφυσικό υπόβαθρο μέσα σε λίγες δεκαετίες. Η κτισμένη πόλη απλώθηκε από ένα ελάχιστο κλάσμα, το 5% της αρχικής επιφάνειας, σε περισσότερο από το 80% του Λεκανοπεδίου. Κατελήφθη όλος ο κάμπος που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα του Σαρωνικού αλλά και οι λεκάνες απορροής του Κηφισού και του Ιλισού.
Οι πλήρεις καλύψεις των ποταμών ξεκίνησαν λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συνεχίστηκαν εντατικά αμέσως μετά· από τη δεκαετία του ‘50. Τα ρέματα και τα ποτάμια σταδιακά έγιναν δρόμοι και λεωφόροι. Οι σημερινές λεωφόροι Κηφισού, Ούλοφ Πάλμε, Μιχαλακοπούλου, Καλλιρόης, Χαμοστέρνας είναι ποτάμια! Εκατοντάδες μικρότεροι δρόμοι από την οδό Βασιλέως Ηρακλείου στα Εξάρχεια ως την οδό Φαλήρου στην Παλαιά Κοκκινιά κρύβουν στο υπέδαφος τους, υπόγειους αγωγούς παλαιών χειμάρρων. Το τεράστιο δίκτυο ρεμάτων της Αθήνας και του Πειραιά που έφτανε άλλοτε στα 850 χιλιόμετρα σε μήκος, μετετράπη σχεδόν στο σύνολο σε κλειστούς σωλήνες απορροής ομβρίων.
Γλύτωσαν μέχρι στιγμής, ο Ποδονίφτης, η Πικροδάφνη, τα ελάχιστα σε ποταμάκια της Αγίας Άννας και του Προφήτη Δανιήλ στον Ελαιώνα, ο Κηφισός στα ανάντη, και τρία μικρά τμήματα του Ιλισού.
Την ίδια περίοδο με εντυπωσιακή συνέχεια, από τις αρχές του αιώνα ως τη δικτατορία του ‘67, η οικοδόμηση του παράκτιου μετώπου έκλεισε τις ροές προς τη θάλασσα. Η λουτρόπολη του Νέου Φαλήρου, στη συνέχεια το Μοσχάτο, η Καλλιθέα και τη δεκαετία του ’60, ένα γιγαντιαίο χωμάτινο τείχος κτιρίων και μπάζων κάλυψαν την ακτή. Στο τέλος, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις του 2004 ολοκλήρωσαν τον αποκλεισμό των δύο ποταμών, αλλά και της πόλης. Εγκλώβισαν όμως πίσω τους αυτές τις γειτονιές, στο υψόμετρο σχεδόν της χειμερινής στάθμης των νερών, χωρίς διεξόδους προς τη θάλασσα.
Κάπως έτσι, οι πλημμυρικές λεκάνες, το έλος του Πειραιά, ο Ελαιώνας, τα Καμίνια, ο Ρέντης, το φαληρικό έλος έπαψαν να υπάρχουν. Οι υδάτινες μάζες, από τον Υμηττό, την Πεντέλη, την Πάρνηθα, το Ποικίλο και το Αιγάλεω, όλης της αθηναϊκής πεδιάδας, έφτασαν να εκβάλουν στη θάλασσα από στενωπούς πλάτους λίγων δεκάδων μέτρων αντί για τα ανοίγματα χιλιομέτρων που είχαν προτού κτιστεί η σύγχρονη πρωτεύουσα. Μία επιφάνεια που ξεπερνάει τα 200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, αρχαίου φυσικού εδάφους με τεράστιες δυνατότητες απορρόφησης του βρόχινου νερού, τώρα είναι απολύτως στεγανοποιημένη με τσιμέντο και άσφαλτο. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, η κάθε σταγόνα βροχής που θα πέσει οπουδήποτε στην Αθήνα, σε δρόμους, πλατείες, ταράτσες, μπαλκόνια να τείνει να καταλήξει στη θάλασσα.
Αυτή είναι η κατάσταση των πραγμάτων στην Αθήνα. Η ίδια στο Θριάσιο, το είδαμε στη Μάνδρα το 2017. Αν δεν γίνει κάτι, το ίδιο θα συμβεί σε λίγα χρόνια και στα Μεσόγεια. Ανάλογη περιγραφή θα μπορούσε να υπάρξει και να εξηγήσει τι συνέβη στη Θεσσαλία με τη λίμνη Κάρλα, με τις εξωτερικές συνοικίες της Λάρισας ή με την παράκτια πόλη του Βόλου. Τι συνέβη οπουδήποτε το φυσικό περιβάλλον αντικαταστάθηκε άκριτα από το ανθρωπογενές.
Η πυκνότητα των «ακραίων» μετεωρολογικών φαινομένων μας είναι πια ιδιαίτερα οικεία. Οι θύελλες, οι υψηλές βροχοπτώσεις, οι μεγάλοι καύσωνες επιστρέφουν με ρυθμούς λίγων ετών ή και μηνών, πολύ πιο συχνά από ότι τους βιώναμε κατά τη διάρκεια του ύπαρξης της παρούσας γενιάς. Χιλιάδες επιστημονικές μετρήσεις επιβεβαιώνουν την επάλληλη κατάρριψη των ρεκόρ: θερμότερο καλοκαίρι, θερμότερο έτος, υψηλότερη θερμοκρασία θάλασσας, πλημμύρα εκατονταετίας, πλημμύρα χιλιετίας, πρωτοφανή ύψη βροχοπτώσεων. Φαινόμενα ρυθμών κυκλικότητας αιώνων επαναλαμβάνονται συχνά-πυκνά, μέσα σε ένα, δύο, πέντε χρόνια.
Είναι βέβαιο ότι ο πολιτισμός της ανεμελιάς απέναντι στα καιρικά φαινόμενα που χαρακτήρισε τρεις γενιές του αστικού πληθυσμού της χώρας έχει κάνει τον κύκλο του. Η τεχνολογία μπορεί να απάντησε σε κορυφαίες ανάγκες και να έδωσε λύσεις διαβίωσης, καλύτερες από αυτές των περασμένων αιώνων. Οδήγησε όμως σε έναν φαύλο κύκλο, σε ότι αφορά τη συνύπαρξη των πόλεων με τα φαινόμενα της ανεξέλεγκτης φύσης. Στην περίπτωση της σχέσης της ανθρώπινης δραστηριότητας με το νερό, το κυρίαρχο πρότυπο έχει αστοχήσει. Ούτε οι πόλεις αλλά ούτε και οι παραγωγικές γεωργικές εκτάσεις έχουν προδιαγραφές για να αντιμετωπίσουν είτε τα ξεσπάσματα των βροχοπτώσεων είτε τους καύσωνες ή τις ελλείψεις νερού στα μεσοδιαστήματα.
Οι τεχνικές για την ανάσχεση αυτής της κατάστασης υπάρχουν, διατυπώθηκαν και διατυπώνονται παντού. Η βεβαιότητα δυστυχώς για την τεχνολογική κυριαρχία στη φύση, όπως χαρακτηρίζει τον κουλτούρα της καθημερινότητάς μας, δεν επέτρεψε ως σήμερα τις αναγκαίες αλλαγές. Η ολλανδική ομάδα στο πρόσφατο πόρισμά της για τη Θεσσαλία είπε αυτό που Έλληνες ακαδημαϊκοί και περιβαλλοντικοί φορείς φωνάζουν από τη δεκαετία του ’90: Να δώσουμε χώρο στα ποτάμια!
Παρά την υπερδόμηση, παρά την εξάντληση του φυσικού εδάφους υπάρχουν ακόμη μεγάλα αποθέματα. Τόσο για πλημμυρικές ζώνες στους κάμπους όσο και για εκτάσεις απορρόφησης του νερού μέσα στις πόλεις. Μεγάλο ποσοστό των σημερινών εγκιβωτισμένων και υπογειοποιημένων τμημάτων ποταμών και ρεμάτων είναι δυνατόν να επανέλθουν στη φυσική τους μορφή.
Το παράδειγμα του Ιλισού το οποίο μελετήθηκε πριν πέντε χρόνια, το άνοιγμα της κοίτης του από το Ολυμπείον έως το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η πλήρης απελευθέρωση και προστασία της κοίτης του Κηφισού από το Ίλιον ως την Πάρνηθα με απομάκρυνση των αυθαιρέτων από τις όχθες του αποξήλωση των εγκιβωτισμών στα ανάντη άλλο ένα. Και πολλά άλλα: Οι συνεχείς καθαρισμοί και το άνοιγμα των διαδρομών του νερού. Η απελευθέρωση και εξυγίανση των ελεύθερων τμημάτων του Ιλισού βόρεια από τα Ιλίσια.
Η διεύρυνση και δημιουργία πλημμυρικών λεκανών με μορφή φυσικών πάρκων στα εναπομείναντα ρέματα του Ελαιώνα και γύρω από τον Ποδονίφτη, το ρέμα Χαλανδρίου, το ρέμα Πικροδάφνης, τα ρέματα του Ελληνικού. Η γενναία διεύρυνση των εκβολών των δύο ποταμών στο Νέο Φάληρο και στις Τζιτζιφιές, η άρση δηλαδή του στραγγαλισμού της εξόδου τους στη θάλασσα. Η ολοκλήρωση του μεγάλου αντιπλημμυρικού καναλιού στο πάρκο του Φαληρικού Όρμου το οποίο έχει εγκαταλειφθεί. Είναι λύσεις ρεαλιστικές και άμεσα εφαρμόσιμες.
Αντίστοιχα, στις εξωαστικές εκτάσεις, στην αγροτική ενδοχώρα οφείλουμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα δοθούν εκτάσεις για την εκτόνωση των ποταμών και την αποταμίευση νερού. Τούτο σημαίνει το ακριβώς αντίστροφο από ό,τι δημιουργούσαν σχεδιασμοί δεκαετιών όπως η διαβόητη εκτροπή του Αχελώου. Ήταν ένα έργο που στηρίχθηκε στην ιδέα να πετάξουμε τα λιμνάζοντα νερά της Θεσσαλίας στη θάλασσα και να μεταφέρουμε από αλλού τρεχούμενο νερό για τις αρδεύσεις υδροβόρων καλλιεργειών όπως το βαμβάκι. Με αυτό τον τρόπο χάθηκε μία ολόκληρη λίμνη, η Κάρλα, και στέρεψε το νερό στο υπέδαφος της θεσσαλικής πεδιάδας. Με αυτό το έργο καταστράφηκαν βουνά και φαράγγια στην Πίνδο.
Είναι επομένως γνωστές σήμερα οι τεχνικές πρόληψης και βιωσιμότητας. Αντικρύζοντας ένα δυσοίωνο, λόγω της κλιματικής κρίσης, μέλλον δεν έχουμε πολλές άλλες επιλογές. Μπορεί να μην είναι δυνατή η ανάκτηση του συνόλου των κατεστραμμένων από τις προηγούμενες γενιές υδάτινων δικτύων. Είναι όμως δυνατόν να ανακτηθεί μεγάλο τμήμα τους και κυρίως να σταματήσει κάθε έργο καταστροφής τους στο μέλλον. Κάθε σπατάλη νερού.
Πέρα από την πρόληψη και τη ριζική αναθεώρηση του σχεδιασμού, το δεύτερο αλλά όχι δευτερεύον απαραίτητο βήμα είναι η αντιμετώπιση της κρίσης, τη στιγμή που αυτή συμβαίνει. Βιώνουμε, την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού μπροστά στις θεομηνίες· την αδυναμία συντονισμού, την απουσία ή άγνοια επιτελικών σχεδίων, την έλλειψη ανθρώπινου και τεχνικού δυναμικού. Μέσα σε όλα αυτά ένας ανεκπαίδευτος – όχι με ευθύνη του – πληθυσμός προσπαθεί ακαθοδήγητος να επιβιώσει την ώρα της πλημμύρας.
Η υπόθεση της διαχείρισης κρίσεων είναι μία πολύ σοβαρή δουλειά για να μένει σε χέρια ερασιτεχνών. Τα πρωτόκολλα διαχείρισης καταστροφών, τα εναλλακτικά σενάρια διάσωσης και διαφυγής, η διάσωση υποδομών, ο επιτελικός συντονισμός των τεχνικών μέσων και των φορέων, με λίγα λόγια η ορθή λειτουργία όλης της διοικητικής πυραμίδας, από τον υπουργό ως το τελευταίο δημοτικό διαμέρισμα και τη διεύθυνση ενός σχολείου ή ενός γηροκομείου, περιγράφεται σε βασικά εγχειρίδια.
Δεν είναι ανάγκη να ανακαλυφθεί ο τροχός. Αυτό που πρέπει να ανακαλυφθεί και να αναληφθεί είναι η συλλογική ενσυνείδητη ευθύνη και η άμεση εμπλοκή της κοινωνίας, της αυτοδιοίκησης, των εθελοντικών φορέων, των ίδιων των πολιτών. Με σχέδια συνεκτικά, επικαιροποιημένα που κατανέμουν ρόλους, πόρους και ευθύνες. Τα οποία ενεργοποιούνται και είναι εφαρμόσιμα. Με τακτική εκπαίδευση, με συνεχή επικαιροποίηση.
Να το πούμε με απλά λόγια. Δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο που να μπορεί σε μία νύχτα να κατεβάσει χιλιάδες «στρατιώτες» με μηχανήματα για να σώσουν ή να προστατεύσουν τέσσερα εκατομμύρια κάτοικους της Αθήνας ή μισό εκατομμύριο αγρότες και αστούς διασκορπισμένους σε όλη τη Θεσσαλία, στον Παλαμά, στην Καρδίτσα, στο Βόλο, στο Πήλιο, ή όπου αλλού προκύψει το κακό. Όμως είναι εφικτό να υπάρχουν δομές τοπικές, έτοιμες και έμπειρες να αντιμετωπίσουν τη στιγμή της κρίσης, στη μικρή κλίμακα του χωριού, της γειτονιάς, της συνοικίας, της πόλης. Με τον ίδιο τον κόσμο να ξέρει, να είναι ενημερωμένος και να έχει μία συγκεκριμένη δουλειά να κάνει.
Αυτή η τεχνική, δοκιμασμένη σε μεγάλα τέτοια φυσικά φαινόμενα από τον σεισμό ως την πλημμύρα, από την άγρια δασική πυρκαγιά ως τη χιονοθύελλα, προϋποθέτει μία αξιόπιστη σχέση κράτους-αυτοδιοίκησης-πολίτη. Και αυτό βέβαια αποτελεί θεμελιώδες και συστατικό στοιχείο ταυτότητας μίας δημοκρατικής κοινωνίας.
Συμμετέχεις για να σώσεις και να σωθείς, αν εμπιστεύεσαι και επικοινωνείς ανθρώπινα με τους γύρω σου, αλλιώς τρέχεις να σωθείς μοναχός σου. Αν η Πολιτεία σχεδιάζει, ετοιμάζεται και μεριμνά. Όχι όταν αυτοσχεδιάζει περιστασιακά και όσο διαρκεί η κατακραυγή για την πλήρη αποτυχία διαχείρισης, για την απώλεια ζωών, κεφαλαίων, υποδομών. Κάπως έτσι, απλά αλλά όχι απλοϊκά, συμμετέχοντας, ανασχεδιάζοντας, ακολουθώντας επιτυχημένες συνταγές τεχνικές ή διοικητικές, αλλάζοντας από τη βάση το πρότυπο οικιστικής και αγροτικής ανάπτυξης, δίνοντας ξανά χώρο στο νερό, στα ποτάμια, στη φύση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε.