Καθόλου κεραυνοβόλα, απρόσμενα ή αναπάντεχα, τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών έριξαν έναν εκτυφλωτικό προβολέα στο μαύρο νεφέλωμα που αναπτύσσεται πάνω από την Ευρώπη, επισφραγίζοντας την άνοδο της ακροδεξιάς από τη Γαλλία μέχρι την Ολλανδία και από τη Γερμανία μέχρι τη δική μας γεμάτη Airbnb, κουζίνες με αποδομημένο ντάκο που πλένουν τα αποφάγια της βρώμης πρόσφυγες/ισσες που επιβίωσαν από τα push backs, πανάκριβη, τουριστική γωνίτσα. Η άνοδος της ακροδεξιάς προεξοφλείται χρόνια τώρα μέσα από τη σκληρά νεοφιλελευθερη και αυταρχική διαχείριση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, όπου οδηγούν μεγάλα κοινωνικά στρώματα στη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση στο εσωτερικό, ενώ στα σύνορα τους επιπλέουν ναυάγια. Της άνοιξαν το δρόμο, την περίμεναν και ήρθε, όχι ως στατικό απολίθωμα του παρελθόντος αλλά ενδεδυμένη με ρούχα που συνταιριάζουν την παράδοση του συντηρητισμού με τον σύγχρονο εξτρεμισμό για να υπερασπιστεί την απειλούμενη – σύμφωνα με τη δική της κοσμοθεωρία – «λευκή εθνική αρρενωπότητα».
Η νέα ακροδεξιά για να μπορέσει να προσελκύσει ξανά ακροατήρια έχει υποβληθεί σε μετασχηματισμούς που δεν επηρεάζουν, όμως, τον βαθύ της πυρήνα. Στην εποχή μας συγκροτείται κυρίως στην αντι-μεταναστευτική και αντί-gender στρατηγική, έτσι όπως αυτά κωδικοποιούνται στον πολύ προβληματικό όρο «αντι-woke κουλτούρα». Παρουσιάζεται ως θεματοφύλακας των δυτικών αξιών και αναγορεύει ως εχθρό της τα φεμινιστικά και queer κινήματα, τον αντιφασισμό και τον αντιρατσισμό, τη ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία, τις σπουδές φύλου, την πολιτική ορθότητα, το Ισλάμ και την ίδια στιγμή που αντιτίθεται στους φεμινιστικούς αγώνες, κάνει μια εργαλειακή καπήλευση των γυναικείων ζητημάτων, ώστε να εξυπηρετήσει την αναζωπύρωση εθνικιστικών λόγων και την ισλαμοφοβία – φαινόμενο που έχει αναλυθεί από την Sara Farris ως φεμοεθνικισμός. Γύρω από τέτοια θέματα ράβεται η αφήγηση των ομοιογενών εθνικών οντοτήτων της Ευρώπης, που βασίζονται στη λευκή υπεροχή και τις φυσικοποιημένες έμφυλες και σεξουαλικές ιεραρχήσεις, οι οποίες πλήττονται από τις φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚΙ+ διεκδικήσεις, από τις προσφυγικές ροές, από τον μαύρο ακτιβισμό, από την ύπαρξη πολυφυλετικών και πολυπολιτισμικών κοινοτήτων στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Αυτά είναι τα συνεκτικά στοιχεία μιας συμμαχίας που περιλαμβάνει ακροδεξιά κόμματα, νεοφασιστικές οργανώσεις, θρησκευτικές και παραθρησκευτικές δικτυώσεις, την εκκλησιαστική ηγεσία, τους Pro Lifers, αλλά και δεξιά think-tank, ψηφιακές ομάδες incels και διάφορες προσωπικότητες του δημόσιου λόγου και της δημιουργίας από τον Jordan Peterson μέχρι τον Μισέλ Ουελμπέκ.
Όλα αυτά κατ΄ αναλογία, σε πιο φολκλορικές, εθνικοχριστιανικές ή ακόμα και καθαρά εγκληματικές εκδοχές θα τα βρούμε κι εδώ, σ’ ένα στερέωμα που ξεκινάει από τους κόλπους της Νέας Δημοκρατίας – μην ξεχνάμε ότι εκλεγμένος ευρωβουλευτής είναι πλέον ο Φρέντι Μπελέρης, δηλαδή ένας άνθρωπος με εθνικιστικό και ποινικό υπόστρωμα, και πιάνει το κόμμα του Βελόπουλου, τη Νίκη, τη Λατινοπούλου, τον Κασιδιάρη με καμουφλαρισμένους πολιτικούς βραχίονες κάθε φορά και μια σειρά από μορφώματα που διεκδικούν τη βίαιη και τρομοκρατική επάνοδο τους στο δρόμο. Η απέχθεια της Λατινοπούλου στις «αξύριστες μασχάλες», η αμφισβήτηση του δικαιώματος στις ελεύθερες εκτρώσεις της Νίκης, η εναντίωση στα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα όλων, τα εκκλησιαστικά κηρύγματα για «το αγέννητο παιδί», το διαρκές αναμάσημα του δημογραφικού ως περιφρούρηση «της φυλής και του αίματος», οι επιθέσεις στο δρόμο σε queer άτομα συνέχουν τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.
«Αν και η anti-gender ιδεολογία θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια αντίδραση ενάντια σε προοδευτικά κινήματα, οδηγείται κυρίως από μια πιο ισχυρή επιθυμία, την αποκατάσταση μιας πατριαρχικής Ονειρικής τάξης, εκεί που ο πατέρας είναι ο πατέρας, η ταυτότητα φύλου δεν αλλάζει ποτέ, τα άτομα που τους αποδόθηκε το γυναικείο φύλο κατά τη γέννηση τους συνεχίζουν να διατηρούν τη φυσική και ηθική τους θέση εντός του νοικοκυριού. Και η λευκή υπεροχή συνεχίζεται αδιαμφισβήτητη» γραφεί το Τζούντιθ Μπάτλερ στο τελευταίο του βιβλίο “Who is afraid of Gender?”
Η φωνακλάδικη διάθεση της ακροδεξιάς για αποκατάσταση των προνομίων που αμφισβητήθηκαν από τις διεκδικήσεις καταπιεσμένων ομάδων, είναι ένα διάβημα αποκατάστασης της ηγεμονίας μεσω της οικειοποίησης και της διαστρέβλωσης της γλώσσας και μέσω της παρέμβασης στο επίπεδο του συναισθήματος με βασικό εργαλείο την αυτοθυματοποίηση. Ενώ στην πραγματικότητα είναι μια συστημική δύναμη, απευθύνεται στο συναίσθημα των υποκειμένων που συνθλίβονται από την ακρίβεια, τη στεγαστική κρίση, τη διάλυση του συστήματος δημόσιας υγείας, επιδιώκοντας να ανακατευθύνει τον θυμό τους όχι στη ρίζα του προβλήματος αλλά σ’ αυτούς και αυτές που δεν έχουν τίποτα, που ζουν αποκλεισμένοι/ες από την πολιτειότητα και πασχίζουν να διαρρήξουν τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα που περιβάλλουν τις ζωές τους. «Η συναισθηματική ανάγνωση του μίσους κάνει τη δουλειά που χρειάζεται για να δεθεί το φαντασιακό λευκό υποκείμενο με το έθνος. Ο μέσος λευκός άνδρας αισθάνεται φόβο και απέχθεια, η λευκή νοικοκυρά θυμό και αποτροπιασμό, ο λευκός εργάτης βλαστημάει, ο λευκός χριστιανός αγρότης αισθάνεται οργή» γράφει η Σάρα Αχμεντ. Γι’ αυτά τα υποκείμενα η παλινδρόμηση σε μια παραδοσιακότητα βιολογισμού, πασπαλισμένη με ρομαντισμό και την ψευδαίσθηση μιας ασφάλειας και ευημερίας, νοηματοδοτεί ένα κοινωνικά ερημωμένο παρόν. Τι κι αν ο μισθός για την πλειονότητα των εργαζομένων εξαντλείται πριν βγει ο μήνας, τα νησιά της χώρας γίνονται ένας απρόσιτος τόπος για τους κατοίκους της, τα είδη πρώτης ανάγκης μετατρέπονται σε είδη πολυτελείας, το κέντρο της Αθήνας γίνεται ένα απέραντο τουριστικό πάρκο αβίωτο για τους μέχρι πρότινος χρήστες/χρήστριες της πόλης, η αναμονή για τα τακτικά χειρουργεία ή ακόμα και τις ακτινοθεραπείες στα δημόσια νοσοκομεία κρατάει μήνες. Τι κι αν οι ζωές μας έχουν γίνει ένας αγωνιώδης και εξουθενωτικός αγώνας επιβίωσης, υπάρχουν άνθρωποι που πείθονται πως καταδυναστεύονται από τη χρήση ουδέτερου γένους στη γλώσσα, από το #metoo, από το Pride, από τις διαδηλώσεις, από τα ταλαιπωρημένα παιδιά που φτάνουν στα σύνορα τους.
Ωστόσο, αν σκεφτούμε λίγο, το «αμάν πια με την κορεκτίλα», «ε τι θα γίνει τώρα θα ποινικοποιήσουμε το φλερτ», «είναι ενάντια στη φύση τα παιδιά να μεγαλώνουν σε ομόφυλα ζευγάρια», η αναπαράσταση του μουσουλμανικού κόσμου ως εγγενώς τυρανικού για τις γυναίκες (σε αντίστιξη με τη «δυτική ελευθερία»), η συνύφανση των Ρομά με την εγκληματικότητα, δεν αποτελούν ρητορικές και στερεότυπα που διαπερνούν μόνο την ακροδεξιά. Θα τα συναντήσουμε με ανησυχητική πυκνότητα και σε προοδευτικά πολιτισμικά συγκείμενα. Οι συζητήσεις για τον «δικαιωματισμό», την πολιτική ορθότητα και τη «woke κουλτούρα» με στοιχεία σκεπτικισμού ή ακόμα και ανοιχτής αγανάκτησης τύπου «καταπιεζόμαστε από την απαίτηση των καταπιεσμένων για δικαιοσύνη» ξεφυτρώνουν διαρκώς σε παρέες, στην ψηφιακή σφαίρα, στην εκδοτική παραγωγή, στην αρθρογραφία. Όσοι τις ανοίγουν και εντάσσονται αβίαστα σ’ αυτές, παραγνωρίζοντας πως το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό γυναικοκτονιών πανευρωπαϊκά και πως σύμφωνα με την έρευνα του ΕΚΚΕ το 42% των γυναικών έχει υποστεί κάποια μορφή έμφυλης βίας, πως ακόμα περιμένουμε μια κουτσουρεμένη απόδοση ευθύνης για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, πως η παρουσία στον δημόσιο χώρο για αρκετά κουηρ άτομα παραμένει μια σχοινοβασία τρόμου, πως τουλάχιστον 43 άνθρωποι σκοτώθηκαν από ενέργειες που εφάρμοσε το ελληνικό λιμενικό κατά τη διάρκεια των παράνομων και απάνθρωπων επαναπροωθήσεων, πως εκατοντάδες οικογένειες στη Συρία, το Πακιστάν και την Αίγυπτο δεν μπορούν ούτε να επιτελέσουν ένα τελετουργικό πένθος για τους νεκρούς/ες στην Πύλο, συμβάλλουν στην εδραίωση της ακροδεξιάς ατζέντας και η καταστροφή χορεύει γύρω μας.
Είναι αναμενόμενο και διαφαίνεται ήδη από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης πως η πρόθεση είναι να συρθεί όλο το πολιτικό σκηνικό δεξιότερα. Αν έχει ένα χρέος η αριστερά και συνολικά ο προοδευτικός χώρος είναι να στήσει ανάχωμα στην αντιδραστικοποίηση της πολιτικής, στη θεσμική απανθρωποίηση, στο γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους, στο ασφυκτικό στένεμα της δημοκρατίας, στην όξυνση των ταξικών ανισοτήτων, στο ξεθεμελίωμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στη διάλυση των κοινωνικών υποδομών, στην εξάντληση των φυσικών πόρων, σε όλα αυτά που αποστερούν την ελπίδα από τις κοινωνίες. Η θρυλική φράση της Audre Lorde «το σπίτι του αφέντη, δε σπάει με τα εργαλεία του αφέντη» παραμένει οδηγός. Χωρίς διαθεματική αντιμετώπιση των συστημάτων καταπίεσης και εκμετάλλευσης, χωρίς σταθερή προσήλωση στα δικαιώματα, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των μη προνομιούχων, χωρίς αναστοχασμό, επεξεργασίες και παρουσία που θα βασίζονται στο «μαζί» και όχι στον ανταγωνισμό, είμαστε χαμένες/οι. Και δεν υπάρχει αυτό το περιθώριο.
Βιβλιογραφία:
*Just Joking – Just Trolling?Αντιφεμινισμός και πολιτισμικές τακτικές της Νάς (ακρο)Δεξιάς, Σοφία Μπέμπεζα στο Λεσβίες μου, εκδόσεις future.
*Μερικές σκόρπιες σκέψεις για τον αντιγουοκισμό, Σπύρος Παπαδόπουλος, περιοδικό yusra, τεύχος 21.
*Sister Outsider, Audre Lorde, εκδόσεις Κείμενα.