Το Gender Divide είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron σε συνεργασία με το βρετανικό πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. Το πρόγραμμα στοχεύει στη διεύρυνση και εμβάθυνση του έργου του Ινστιτούτου σε έμφυλα ζητήματα, επιχειρώντας να καταγράψει, να μελετήσει και να αναλύσει προσλήψεις, αντιλήψεις και στερεότυπα του κοινωνικού σώματος.
Το ερευνητικό πρόγραμμα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ποσοτική έρευνα, κείμενα ανάλυσης και ανάδειξης των αποτελεσμάτων της έρευνας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προτάσεις πολιτικής και πρωτοβουλίες δικτύωσης.Στο πρόγραμμα συμμετέχει το ινστιτούτο ΕΝΑ, αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org
Το σύγχρονο τοπίο της Ευρώπης χαρακτηρίζεται από καρποφόρες συζητήσεις για τη συμπερίληψη και την ποικιλότητα, ωστόσο τα ποικιλόμορφα προβλήματα του χάσματος των φύλων, με κυρίαρχα τις κάθε είδους ανισότητες φύλων και της έμφυλης βίας, αποκαλύπτουν βαθιά ριζωμένες αποκρουστικές κοινωνικές παθογένειες και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις της εποχής μας. Υπογραμμίζεται λοιπόν εκ νέου η ανάγκη για τη σημασία της συμπερίληψης, της συμμετοχικότητας και της ποικιλότητας (προκρίνω τη μετάφραση του όρου “diversity” ως «ποικιλότητα», μια πιο συγκροτητική και ενωτική έννοια, από την πιο ανταγωνιστική, ατομικιστική έννοια της «διαφορετικότητας») στη συζήτηση για την προώθηση μιας ριζικά πιο δίκαιης κοινωνίας.
Η έννοια της ισότητας των φύλων έχει βαθιές ρίζες στον στοχασμό του Διαφωτισμού και ευρύτερα της νεωτερικότητας. Αρκεί να αναφέρουμε στοχαστές όπως η Mary Wollstonecraft (1762) και ο John Stuart Mill (1869) που έθεσαν τις βάσεις για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών μέχρι την ανάδειξη του πρώτου κύματος του φεμινισμού. Στη συνέχεια, μέσα από το ριζοσπαστικό δεύτερο κύμα και το πολυσχιδές τρίτο κύμα του φεμινισμού (Benhabib, Butler, Cornell, Fraser, 1995), έχουμε πλέον οδηγηθεί στο τέταρτο κύμα με πολλαπλές διεκδικήσεις στη διττή φύση του κοινωνικά κατασκευασμένου κόσμου μας ανάμεσα στην υλική πραγματικότητα και στην ψηφιακή υπερπραγματικότητά μας (Alcoff, 2006· Allen, 2008). Προφανώς για μια σαφή, ενήμερη και χειραφετητική οπτική οφείλει το κάθε πρόσωπο να παρακολουθήσει όλα τα κομβικά άλματα θεωρίας και πρακτικών από το πρώτο κύμα μέχρι και το τέταρτο κύμα φεμινισμού στη συγχρονία μας (Bassett, Kember, O’Riordan, 2020).
Ανισότητες Φύλων, Διασταυρωτικότητα & Έμφυλη Βία
Παρά την όποια πρόοδο, η ανισότητα των φύλων εξακολουθεί να υφίσταται με διάφορες μορφές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η έννοια της διασταυρωτικότητας, που εισήχθη από την Kimberlé Crenshaw (2005, 2017) στα τέλη του 20ού αιώνα, παρέχει ένα κομβικό πλαίσιο για την κατανόηση και την καταπολέμηση των ανισοτήτων φύλων. Υποστηρίζει ότι τα πρόσωπα βιώνουν πολλαπλές, αλληλεπικαλυπτόμενες μορφές διακρίσεων με βάση το φύλο, τη φυλή, την τάξη και άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Η διασταυρωτικότητα λοιπόν αναδεικνύει πώς οι γυναίκες που μαζί με το φύλο τους χαρακτηρίζονται ως «κατώτερες ετερότητες» από «κατώτερη» φυλή, «κατώτερη» κοινωνικοοικονομική τάξη κ.ά. αντιμετωπίζουν σύνθετα, ισχυρά μειονεκτήματα που τους προκαλούν σημαντικές υλικές και ψυχικές βλάβες καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τους.
Το χάσμα μεταξύ των φύλων περιλαμβάνει μια σειρά από ανισότητες, όπως η οικονομική ανισότητα, η πολιτική υποεκπροσώπηση και οι παγιωμένες κοινωνικές νόρμες. Παρά τη μερική πρόοδο σε κάποια πεδία ως προς την ισότητα των φύλων (όπως αναγνωρίζεται και από την έρευνα Gender Divide) οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν κομβικά, συστημικά και διαρθρωτικά εμπόδια. Από οικονομική άποψη, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται σε περίπου 14,1%, ενώ στην Ελλάδα είναι αρκετά μεγαλύτερο χωρίς να υπάρχει επιστημονικά ασφαλής καταμέτρηση, με τις γυναίκες να κερδίζουν λιγότερα από τους άνδρες για συγκρίσιμη εργασία. Αυτή η οικονομική ανισότητα επιδεινώνεται περαιτέρω από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και τη χαμηλότερη εκπροσώπηση των γυναικών σε ανώτερους διοικητικούς ρόλους.
Στο πολιτικό πεδίο, επίσης, το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων παραμένει έντονο. Η υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική όχι μόνο περιορίζει τις διαφορετικές προοπτικές στη χάραξη πολιτικής, αλλά και διαιωνίζει το status quo, εμποδίζοντας την πρόοδο προς την κατεύθυνση της ισότητας των φύλων. Οι κοινωνικοί κανόνες και οι πολιτιστικές προσδοκίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαιώνιση του χάσματος μεταξύ των φύλων. Οι παραδοσιακοί ρόλοι των φύλων και οι ανάλογες νόρμες ενισχύονται μέσω των μέσων ενημέρωσης, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών προσδοκιών, δημιουργώντας εμπόδια για τις γυναίκες να επιτύχουν την ισότητα με τους άνδρες σε διάφορους τομείς του προσωπικού και συλλογικού βίου.
Τούτων δοθέντων, ας αναλύσουμε πιο προσεκτικά κάποια από τα πιο ενδεικτικά αποτελέσματα της έρευνας Gender Divide και ας στοχαστούμε σχετικά με τις πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν άμεσα. Στην ερώτηση «γνωρίζετε/έχετε ακούσει τον όρο γυναικοκτονία», το 95,9% των ερωτηθέντων απαντάει «ναι και ξέρω τι σημαίνει», μόλις το 3,4% απαντάει ότι «τον έχω ακούσει αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει» και το 0,1% απαντάει ότι «δεν τον έχω ακούσει». Το 30,8% συμφωνεί ότι η ελληνική κοινωνία είναι μια «πατριαρχική κοινωνία» και το 44,3% μάλλον συμφωνεί. Εδώ σημασία έχει και η έντονη διαφοροποίηση σε άνδρες (68,7% συμφωνούν/μάλλον συμφωνούν) και γυναίκες (81,4% συμφωνούν/μάλλον συμφωνούν). Παράλληλα διαφαίνεται μια στήριξη του 60,1% προς τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών έναντι του 37,4% που διαφωνεί και μάλλον διαφωνεί, αλλά και μια καθαρή, αυξανόμενη αντίθεση προς την υιοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια, για το οποίο το 36,7% απάντησε ότι συμφωνεί και μάλλον συμφωνεί και το 59,9% απάντησε ότι διαφωνεί και μάλλον διαφωνεί. Επίσης, το 35,8% συμφωνεί και μάλλον συμφωνεί ότι «οι γυναίκες υπερβάλλουν όσον αφορά στις αδικίες που υφίστανται στην Ελλάδα λόγω φύλου» ενώ διαφωνεί και μάλλον διαφωνεί το 59,7%. Ενώ στην ερώτηση αν «οι γυναίκες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν περισσότερες διακρίσεις σε σχέση με τους άνδρες», το 79,9% συμφωνεί και μάλλον συμφωνεί και το 37,4% διαφωνεί και μάλλον διαφωνεί.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση των αποτελεσμάτων της εν λόγω έρευνας, παρατηρούμε, επίσης, ότι συνολικά το 68,3% των ερωτηθέντων συμφωνεί ότι τα εγκλήματα κατά των γυναικών πρέπει να τιμωρούνται αυστηρότερα, ενώ το 27,9% διαφωνεί. Ωστόσο, οι γυναίκες με 80,2% διατυπώνουν το αίτημα για τη λήψη μέτρων απέναντι στην έμφυλη βία, ενώ για τους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο, κινούμενο στο 56.4% — δυστυχώς, αυτή η ανισορροπία φανερώνει πολλά.
Υπό κάθε έννοια, η έμφυλη βία παραμένει μια διάχυτη παθογένεια, μια ανοιχτή επίμονη πληγή στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα πάνω από το μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης, που διαπερνά τα πολιτισμικά, κοινωνικοοικονομικά και γεωγραφικά όρια. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), μία στις τρεις γυναίκες στην Ε.Ε. έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία από την ηλικία των 15 ετών. Αυτό το τόσο θλιβερό και εξοργιστικό στατιστικό στοιχείο υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για ολοκληρωμένες στρατηγικές καταπολέμησής της έμφυλης βίας, η οποία δεν αποτελεί μόνο κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και εκδήλωση της ευρύτερης ανισότητας των φύλων που εξακολουθεί να επικρατεί στην κοινωνία. Αποτελεί τόσο αίτιο όσο και αιτιατό του χάσματος μεταξύ των φύλων, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που διαιωνίζει την υποδεέστερη θέση των γυναικών και κάθε είδους θηλυκοτήτων. Σε όλα αυτά προστίθεται και το ιδιαιτέρως ανησυχητικό γεγονός ότι δεν υπάρχει η μέριμνα, προστασία και παρακολούθηση για τα παιδιά που υπήρξαν είτε μάρτυρες είτε θύματα είτε αμφότερα της έμφυλης βίας, εάν και πώς δηλαδή υποστηρίζεται και εξελίσσεται η ζωή τους στη συνέχεια.
Εάν —και αυτό είναι ένα μεγάλο «εάν»— θα μπορούσαμε να δεχτούμε μια συγκρατημένα αισιόδοξη οπτική βάσει της σύγκρισης των αποτελεσμάτων αυτών με παλαιότερες παραπλήσιες (καθώς δεν έχει υπάρξει ακριβώς αντίστοιχη για την Ελλάδα), θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι τα πράγματα κάπως βαίνουν προς το καλύτερο; Θα ήταν πράγματι έτσι; Και να ήταν σίγουρα σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε στο ελάχιστο αρκετό. Πρώτα πρέπει να ορίσουμε τι είναι το καλύτερο για το σύνολο της κοινωνίας, ποιος είναι ο ευτοπικός στόχος. Είναι η ισότητα, η ελευθερία, η συμπερίληψη, η ποικιλότητα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη τα κύρια χαρακτηριστικά που θα θέλαμε να συγκροτούν και να αναπτύσσουν την ανθρωπινότητά μας στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών μας; Αν ναι, πώς θα μπορέσουμε να τα πραγματώσουμε; Και κυρίως, από ποια πρόσωπα, για ποια πρόσωπα και με ποια πρόσωπα; Επίσης, αποτελεί έναν καθοριστικό πλην όμως μεμονωμένο στόχο η καταπολέμηση των ανισοτήτων φύλων ή για να γίνει εφικτή και διαρκής πρέπει να είναι μέρος ενός ολιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας σε επίπεδο πολιτισμικών αξιών και κοινωνικο-οικονομικών πρακτικών; Μήπως το δίπολο πρόοδος–συντήρηση αποδεικνύεται μη επαρκές, απλοϊκό και παρωχημένο για να καλύψει το εύρος και βάθος, σε επίπεδο φάσματος, των κομβικών διλημμάτων σε επίπεδο των παραπάνω; Ή μπορεί να αποτελέσει και πάλι τη διαχωριστική γραμμή εάν όμως επανανοηματοδοτηθεί χωρίς τον παρωχημένο περιορισμό μιας εγελιανής ιστορικής γραμμικότητας; Εν ολίγοις, ας αναζητήσουμε πρωταρχικώς το κοινωνικά προωθημένο και το πολιτισμικά πρωτοποριακό, το σημείο τομής τους, που θα τροφοδοτήσει μετά το προοδευτικό. Σε ποιο πεδίο πρέπει να δοθούν πρωταρχικά οι μάχες για την έμφυλη ισότητα και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας λοιπόν; Πιστεύω στο πολιτισμικό (με την ευρύτερη έννοια τόσο σε επίπεδο αξιών και ιδεών όσο και καλλιτεχνικών πρακτικών), ώστε μετά να γίνουν οι γενναίες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες σε κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Συμπερίληψη και Ποικιλότητα: Διαδρομές προς ευτοπικές λύσεις
Η αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ των φύλων και της έμφυλης βίας απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση που δίνει προτεραιότητα στη συμμετοχικότητα, στη συμπερίληψη και στην ποικιλότητα. Αυτό σημαίνει τη δημιουργία πολιτικών και πρωτοβουλιών που αναγνωρίζουν και καταπολεμούν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες με διαφορετικό υπόβαθρο, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων, των γυναικών με αναπηρία και βεβαίως των ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων.
Η γεφύρωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων και η προώθηση της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών είναι ζωτικής σημασίας. Αυτό περιλαμβάνει την ψήφιση και εφαρμογή των νόμων περί ίσων αμοιβών, την ενθάρρυνση της γυναικείας δημιουργικότητας και επιχειρηματικότητας, και την υποστήριξη των γυναικών σε παραδοσιακά ανδροκρατούμενους τομείς. Η αύξηση της εκπροσώπησης των γυναικών σε πολιτικές και ηγετικές θέσεις είναι επίσης απαραίτητη, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι φωνές τους ακούγονται ουσιωδώς και με αποτέλεσμα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Οι προσπάθειες για την αμφισβήτηση και την αλλαγή των παραδοσιακών ρόλων και στερεοτύπων των φύλων είναι απαραίτητες. Η εκπαίδευση και οι εκστρατείες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αναδιαμόρφωση της κοινωνικής στάσης απέναντι στην ισότητα των φύλων. Η ενίσχυση των συστημάτων υποστήριξης των θυμάτων έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένων των καταφυγίων, των τηλεφωνικών γραμμών και των συμβουλευτικών υπηρεσιών, είναι ζωτικής σημασίας. Τα νομικά πλαίσια πρέπει να είναι ισχυρά, διασφαλίζοντας ότι οι δράστες θα λογοδοτούν και ότι τα θύματα θα λαμβάνουν την προστασία και τη δικαιοσύνη που τους αξίζει. Οι πολιτικές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη διασταυρωτικότητα του φύλου με άλλους παράγοντες ταυτότητας. Αυτό σημαίνει αναγνώριση και αντιμετώπιση των σύνθετων διακρίσεων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες άλλης φυλής, άλλων στρωμάτων, με αναπηρίες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσωπα κ.ά. Εν κατακλείδι, ενώ η Ευρώπη έχει κάνει κάποια βήματα προς την κατεύθυνση της ισότητας των φύλων, στην Ελλάδα το επίμονο χάσμα μεταξύ των φύλων και ο υψηλός επιπολασμός της έμφυλης βίας υπογραμμίζουν την ανάγκη για έντονα πιο ισχυρές και κομβικές προσπάθειες. Με την υιοθέτηση της συμμετοχικότητας και της ποικιλότητας, η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει πιο αποτελεσματικές και δίκαιες λύσεις, διασφαλίζοντας ότι όλες οι γυναίκες, ανεξάρτητα από το υπόβαθρο και το περιβάλλον τους, μπορούν να ζήσουν χωρίς βία και διακρίσεις.
Η σύγχρονη συζήτηση για τη συμπερίληψη και την ποικιλότητα δίνει νέες διαστάσεις στον αγώνα για την ισότητα των φύλων. Αντλώντας από το έργο της Iris Marion Young, της οποίας το Justice and the Politics of Difference (2011) ασκεί κριτική στις παραδοσιακές έννοιες της δικαιοσύνης που παραβλέπουν τη σημασία των ειδικών για κάθε ομάδα εμπειριών, ορίων και εμποδίων, μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα την ανάγκη για πολιτικές χωρίς αποκλεισμούς που αναγνωρίζουν και υποστηρίζουν την ποικιλότητα. Επιπλέον, η θεωρία της Judith Butler που υποστηρίζει με το έργο της Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (1990) για την επιτελεστικότητα του φύλου, και η οποία αμφισβητεί τη δυαδική θεώρηση του φύλου, απαιτεί μια ευρύτερη κατανόηση ως προς τις ανισότητες φύλων που περιλαμβάνει και μη δυαδικά και διαφυλικά πρόσωπα όπως και κάθε είδους θηλυκότητες. Οι ιδέες της Butler μάς υπενθυμίζουν ότι η πραγματική ισότητα των φύλων πρέπει να περιλαμβάνει τα δικαιώματα και την αναγνώριση όλων των ταυτοτήτων φύλου, ξεπερνώντας τις παραδοσιακές διχοτομήσεις και πως για την καταπολέμηση των ανισοτήτων διαστραυρωτικότητας απαιτείται διασφάλιση προωθημένων, καινοτομικών δημόσιων πολιτικών που συμπεριλαμβάνουν ριζικά όλες τις γυναίκες.
Επίσης, μέσω της προσέγγισης των ικανοτήτων αλλά και των ηθικά υπεύθυνων δικαιωμάτων, η Martha Nussbaum μάς προσφέρει μια πολύτιμη προοπτική για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων φύλων και της έμφυλης βίας. Η Nussbaum υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη θα πρέπει να αφορά στη δημιουργία και προώθηση των απαραίτητων πολιτισμικών και κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών ώστε τα πρόσωπα να μπορούν να αναπτύσσουν και να ασκούν πλήρως τις ικανότητές τους. Στο παρόν πλαίσιο, αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε ως κοινωνία να εξασφαλίσουμε με καθολικό τρόπο πως οι γυναίκες έχουν την ελευθερία και την υποστήριξη να ζουν χωρίς καμίας μορφής φόβο και χωρίς καμίας μορφής βλάβη,με διαρκή και απαραβίαστη πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τα απαραίτητα μέσα για να οικοδομούν και υποστηρίζουν τον βίο τους ισότιμα και αυτόνομα.
Για να εξασφαλίσουμε τα παραπάνω τόσο στον υλικό όσο και στον ψηφιακό κόσμο, πρέπει να έχουμε ενεργό λόγο και ρόλο για το πώς θα διαμορφωθεί η κοσμοεικόνα μας για το μέλλον. Η σύγχρονη ψηφιακή επανάσταση αναδιαμορφώνει τη δυναμική της αυτονομίας, ανάμεσα στις προσωπικές και στη συλλογικές της εκφάνσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ενδυναμωτικές όσο και τις περιοριστικές πτυχές των ψηφιακών περιβαλλόντων. Η χρήση της ψηφιακότητας από τη μια δύναται να ενδυναμώνει τα πρόσωπα μέσω του εκδημοκρατισμού της γνώσης και της ενίσχυσης των φωνών τους και να προωθεί τη συνεργατική, σχεσιακή αυτονομία, και από την άλλη επίσης δύναται να περιορίζει την προσωπική και συλλογική αυτονομία συγκεντρώνοντας χειραγωγικές μορφές εξουσίας μέσω αδιαφανών αλγορίθμων, επιτήρησης και χειραγώγησης, και της εμπορευματοποίησης των δεδομένων, προωθώντας παράλληλα μια αμιγώς ατομικιστική, ναρκισσιστική μορφή αυτονομίας, η οποία βεβαίως οδηγεί στις προαναφερθείσες παθογένειες έμφυλων ανισοτήτων και βίας και τις πολλαπλασιάζει. Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε τη διττή φύση της ψηφιακότητας περιγράφοντάς την με τα κατάλληλα εργαλεία λόγου και στη συνέχεια να αποφασίσουμε κανονιστικά ποια έκφανσή της θα υποστηρίξουμε και αναπτύξουμε.
Ο διαρκής αγώνας για την ισότητα των φύλων και κατά της έμφυλης βίας παραμένει ένα απολύτως καθοριστικό στοίχημα για τη συγχρονία μας. Καθώς η χώρα μας διανύει τον 21ο αιώνα, ο διάλογος γύρω από αυτά τα θέματα γίνεται όλο και πιο απαιτητικός, καθώς διασταυρώνεται με τις κοινωνικά καρποφόρες έννοιες της συμμετοχικότητας, της συμπερίληψης και της ποικιλότητας. Το πρώτο βήμα είναι το περιγραφικό μέρος, να κατανοήσουμε και να αρθρώσουμε τι συμβαίνει. Φαίνεται να μην θέτουμε ακόμα τα σωστά ερωτήματα. Έπειτα, να προτείνουμε λύσεις ως οδοδείκτες για το προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούμε. Ποιες όμως θα είναι οι κύριες κατευθύνσεις; Τι θα πρέπει να δημιουργήσουμε εκ νέου και τι να προασπίσουμε; Σίγουρα την ισότητα, την ελευθερία, την αυθεντικότητα, τη δικαιοσύνη, τον σεβασμό, την αλληλεγγύη κ.ά., ανάμεσα σε κάθε πρόσωπο κάθε φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, δηλαδή, ένα συγκεκριμένο αναθεωρημένο και εμπλουτισμένο αξιακό σύστημα, που για να πραγματωθεί την επόμενη μέρα, χρειάζεται να συνδιαμορφώσουμε την οραματική διάστασή του από σήμερα.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Alcoff, Linda Martín, 2006, Visible Identities: Race, Gender, and the Self, (Studies in Feminist Philosophy), Oxford: Oxford University Press.
Allen, Amy, 2008, The Politics of Ourselves: Power, Autonomy, and Gender in Contemporary Critical Theory, (New Directions in Critical Theory), New York: Columbia University Press.
Benhabib, Seyla, Judith Butler, Drucilla Cornell, and Nancy Fraser, 1995, Feminist Contentions: A Philosophical Exchange, (Thinking Gender), New York: Routledge.
Bassett C., Kember S., O’Riordan, K., 2020, Furious : technological feminism and digital futures. London: Pluto Press.
Butler, Judith, 1990, Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity, New York: Routledge.
Crenshaw, K., 2017, On Intersectionality: Essential Writings, New York: The New Press.
Crenshaw, K., 2005, Mapping the Margins: Intersectionality, Identity Politics, and Violence against Women of Color, in R. K. Bergen, J. L. Edleson, & C. M. Renzetti, Violence against women: Classic papers (pp. 282–313), Pearson Education New Zealand.
Mill, John Stuart, 1869, On Liberty and The Subjection of Women, London: Longmans, Green, Reader, and Dyer.
Nussbaum, M., 2011, Creating Capabilities: The Human Development Approach, Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
Wollstonecraft, M., 1792, A Vindication of the Rights of Woman: with Strictures on Political and Moral Subjects, London:Printed for J. Johnson.
Young, I. M., 2011, Justice and the Politics of Difference, Princeton, NJ: Princeton University Press.