To project “Youth – Voice On” αποτελεί συνέχεια του “Gen Z – Voice On” διευρύνοντας το πεδίο αναφοράς της έρευνας και των πρωτοβουλιών μας σε ένα μεγαλύτερο ηλικιακό εύρος νέων 17 – 34 ετών.
Στόχος του project είναι να σκιαγραφήσουμε το προφίλ της νέας γενιάς, καταγράφοντας, αναλύοντας και συζητώντας τις τοποθετήσεις των νέων σε μια σειρά από πολιτικά, αξιακά και ιδεολογικά ζητήματα, όπως: θεσμοί, δημοκρατία, οικονομία, μεταναστευτικό, έμφυλα ζητήματα και προσδοκίες για το μέλλον.
Μέσα από έρευνα, δικτύωση και συμμετοχικές πρωτοβουλίες, στόχος μας είναι να ενδυναμώσουμε τις φωνές της νέας γενιάς και να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά και τις αντιλήψεις τους, τα συναισθήματα και την πολιτική τους συμμετοχή.
Το project ξεκίνησε τον Μάιο του 2023.
Επικοινωνία: costas.gousis@eteron.org
Βασικά Συμπεράσματα
Εισαγωγή
Η είδηση του θανατηφόρου δυστυχήματος στα Τέμπη βιώθηκε, σε μεγάλη κλίμακα, με όρους ηθικού σοκ (Jasper 1997), πυροδοτώντας, σχεδόν ανακλαστικά, ένα πλήθος συλλογικών εκφράσεων δυσαρέσκειας (διαδηλώσεις, συμβολικές δράσεις διαμαρτυρίας, απεργία) που απλώθηκαν σε 73 πόλεις της χώρας και έφεραν στο προσκήνιο αχαρτογράφητες ομάδες διαμαρτυρομένων.
Εφαλτήριο για τη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας, αποτέλεσε η διερεύνηση των επενεργειών που άσκησε το δραματικό συμβάν στις πολιτικές αντιλήψεις και διεκδικητικές διαθέσεις, τις συναισθηματικές ροές και τα κίνητρα πολιτικής συμμετοχής της (διευρυμένης) κατηγορίας της νεολαίας (17-34), των θεωρούμενων ως πρωταγωνιστών – τριων των γεγονότων διαμαρτυρίας (Rucht, Koopmans &Neidhart 1999˙ Fillieule 1999˙Σερντεδάκις 2011).
Υπό το φως των παραπάνω, η ανάλυση πρόκειται να επικεντρωθεί σε τρεις μείζονες θεματικές.
Μια πρώτη που θα αφορά στο προφίλ των συμμετεχόντων. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη έμφαση πρόκειται να δοθεί όχι τόσο στα «ορατά», τα δημογραφικά/κοινωνιογραφικά χαρακτηριστικά της υπό μελέτη ομάδας, όσο στις λιγότερο ορατές όψεις της πολιτικής συμμετοχής: τις συγκινησιακές και ηθικές προτροπές που κατέστησαν δόκιμη την ανάληψη συλλογικής δράσης στη συγκυρία.
Μια δεύτερη, κατά την οποία θα επιχειρηθεί η καταγραφή των ευρύτερων διεργασιών συγκρότησης συλλογικών ταυτίσεων και νοημάτων για την υπό διερεύνηση ηλικιακή κατηγορία. Διαστάσεις της πολιτικής συμπεριφοράς που σχετίζονται με το πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου εκδηλώνονται, καθώς και με πιο σταθερές μεταβλητές του πολιτικού βίου, και συγκεκριμένα, το βαθμό εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τις ιδεολογικές προτιμήσεις καθώς και τις οργανωτικές προσδέσεις των συμμετεχόντων – ουσών, βρίσκονται στον πυρήνα της παρούσας ενότητας.
Μια τρίτη στραμμένη προς το μέλλον και με μέριμνα την κατάδειξη αυτού που διαφαίνεται ότι γίνεται αντιληπτό ως ενάρετο ή/και εύλογο πολιτικό πράττειν. Στο πλαίσιο αυτό, η αποτύπωση των πολιτικών προσδοκιών των ερωτηθέντων σε συνδυαστική θέαση με τις προκρινόμενες πρακτικές για την επίτευξή τους εκτιμάται ότι, δύναται να φωτίσει κάποια από τα παράδοξα των πολιτικών στάσεων και προτιμήσεων στον παρόντα χρόνο.
Ι. Συναισθηματικές ροές, γνωστικές προτροπές και κίνητρα συμμετοχής στις κινητοποιήσεις για το δυστύχημα των Τεμπων
Το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, όπως ήδη προαναφέρθηκε, βιώθηκε ως «ηθικό σοκ» που ήρθε να διαρρήξει ρουτίνες και γενικευμένες βεβαιότητες (ασφαλείς και αξιόπιστες μεταφορές, κοινωνική ευθύνη, κοκ) στη βάση των οποίων εδράζεται η ελάχιστη κοινωνική συμφωνία ή/και βουβή διαφωνία με τα μοτίβα οργάνωσης και αναπαραγωγής της καθημερινότητας.
Η έννοια του «ηθικού σοκ», έτσι όπως αυτή εμφανίζεται στη σχετική βιβλιογραφία (Jasper &Poulsen 1995˙ Jasper 1997), καθίσταται πολλαπλώς χρήσιμη προκειμένου να κατανοήσουμε πως στο άκουσμα ενός συμβάντος που κρίνεται άδικο, εν προκειμένω το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, άτομα που δεν είναι ενθυλακωμένα σε κάποια κοινωνικά δίκτυα ή πολιτικές οργανώσεις συμμετέχουν μαζικά σε γεγονότα διαμαρτυρίας.
Το ερμηνευτικό κλειδί εδώ είναι τα συναισθήματα οργής ή/και ντροπής. Τα παραπάνω συναισθήματα μετουσιώνονται σε ηθική προσταγή για ενεργό δράση και είναι δυνατόν να εξηγήσουν την μαζική είσοδο ανθρώπων χωρίς προηγούμενη οργανωτική ένταξη στη διαμαρτυρία ελλείψει προηγούμενων ισχυρών δεσμών αλληλεγγύης, ή κάποιας συμπαγούς ιδεολογικής ταυτότητας (παράγοντες ενθαρρυντικοί για την ανάληψη δράσης).
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται σε σχετικές μελέτες, υπάρχει μια συνεχής ροή συναισθημάτων σε κάθε ροή δράσης, και εκείνο που εν τέλει θα καθορίσει τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της είναι το ισοζύγιο μεταξύ θετικών (ελπίδα, αγανάκτηση) και αρνητικών συναισθημάτων (οργή, ντροπή).
Ειδικότερα, η οργή χωρίς ελπίδα, σπάνια εκβάλλει σε συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης. Αντιθέτως, μοιάζει να ευνοεί πολύ περισσότερο άλλες, συνήθως ατομικές, μορφές αντίστασης ή έκφρασης της δυσαρέσκειας (McAdam & Aminzade 2001˙ Kotronaki & Seferiades 2012). Αντιστοίχως, αν η ντροπή δεν αποκτήσει νομιμοποιητική βάση (απόδοση αιτιώδους ευθύνης για την βιώσή της σε ισχυρούς ιθύνοντες) προκειμένου να μετασχηματιστεί σε (ιερή) αγανάκτηση, η παραλυτική ενέργεια που εκλύεται με το σοκ δεν μετασχηματίζεται σε ενεργό πολιτική δράση.
Γράφημα 1
Παρακολουθώντας τα ευρήματα της παρούσας έρευνας φαίνεται πως οι παραπάνω θεωρητικές παραδοχές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Στην ερώτηση «Ποιο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που νιώθετε σήμερα σε σχέση με το δυστύχημα των Τεμπών», το 43.7% του συνολικού δείγματος απάντησε «Οργή», το 17% «Ντροπή», το 19.7% «Απελπισία» ενώ μόνο το 3.1% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αισθάνεται «Αισιοδοξία ότι θα αλλάξει η κατάσταση».
Ακολούθως, στην ερώτηση «Στις κινητοποιήσεις συμμετείχατε σε οργανωμένο μπλοκ» που τέθηκε στο 37.8% του δείγματος που δήλωσε ότι συμμετείχε σε δράσεις διαμαρτυρίας για το δυστύχημα των Τεμπών το 64.6% απάντησε «Όχι, μόνος μου ή με φίλους/ες μου» έναντι ενός 31.1% που απάντησε «Ναι, σε οργανωμένο μπλοκ». Ομοίως, στη συναφή ερώτηση «Από πού κυρίως πληροφορηθήκατε για τις κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν;» σε ποσοστό 54.3% απάντησαν «Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης» με μόλις ένα 10.6% να απαντά «Πολιτική Συλλογικότητα/Συλλόγους/ Σωματεία».
Γράφημα 2
Τέλος, και με δεδομένη την ειδική ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκουν οι ερωτηθέντες/εισες καθώς και την ιδιαίτερη συνθήκη της πανδημίας τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι στην ερώτηση «Οι δράσεις διαμαρτυρίας για το δυστύχημα των Τεμπών ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχατε σε συγκεντρώσεις/διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για κάποιο κοινωνικό ζήτημα», το 84.9% απαντά «Όχι» (έναντι 13.6% «Ναι»).
Γράφημα 3
Ρίχνοντας το φως παράλληλα, στη διαδικασία απόδοσης ευθύνης μέσα από την διερεύνηση των διαγνωστικών πλαισιώσεων (ορισμός του προβλήματος και απόδοσης ευθύνης), η εικόνα που προκύπτει μάλλον δεν είναι και ιδιαιτέρως ευκρινής, καθώς οι ευθύνες επιμερίζονται σχεδόν ισομερώς τόσο στους κυρίαρχους πολιτικούς δρώντες (κυβέρνηση 59.5%, όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις 58.3%), όσο και στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (28.8% και 22.8% αντίστοιχα).
Λιγότερο συγκεχυμένη μοιάζει η εικόνα όταν εστιάζουμε στην προγνωστική πλαισίωση (προτεινόμενες λύσεις στα υφιστάμενα προβλήματα), με την απάντηση «Να επανακρατικοποιηθεί το επιβατικό έργο στο σύνολο του (Trainose/Hellenic Train) να αποσπά ένα ποσοστό 38.3% και ένα προβάδισμα έναντι των άλλων επιλογών.
Γράφημα 4
Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, πράγματι, υπάρχουν κατηγορίες συναισθημάτων που μπορούν να θέσουν σε αρχική κίνηση τη συλλογική δράση, με την μορφή κυρίως των έντονα συγκινησιακών διαδηλώσεων (η διαδήλωση παραμένει κυρίαρχη μορφή της διαμαρτυρίας με ποσοστό 44.8%). Κι αυτό ακόμη και σε περιστάσεις όπου οι βασικές οργανωτικές προϋποθέσεις για την ανάδυσή της (προϋπάρχοντα διεκδικητικά οχήματα και εντάξεις, δεσμοί αλληλεγγύης και κοινά συστήματα αξιών) είναι απούσες.
Ωστόσο, οφείλει να επισημανθεί ότι, μάλλον, αποκλειστικά τα συναισθήματα δεν αρκούν για να προσδώσουν στη συλλογική δράση διάρκεια στο χρόνο. Ελλείψει σταθερών (οργανωτικών) χώρων αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας, χώρων επιτέλεσης της διαδικασίας συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων και αξιακών πλαισιώσεων, εκείνων των ερμηνευτικών σχημάτων που ονοματίζουν και αποκωδικοποιούν την υφιστάμενη πραγματικότητα σφυρηλατώντας προτροπές για ανάληψη περαιτέρω δράσης (Snow et al.,1988), η προσδοκία κοινωνικής αλλαγής μέσα από την κινηματική δράση (Goldstone & Tilly, 2001) εξασθενεί σχετικά γρήγορα. Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι η σταδιακή υποχώρηση της όποιας διεκδικητικής δυναμικής αναπτύχθηκε μέσα απ’ τα γεγονότα διαμαρτυρίας.
Την έντονη μεν, εφήμερη δε επενέργεια των συναισθημάτων στη διαμόρφωση πολιτικών στάσεων μοιάζει πως επιβεβαιώνει και η απάντηση αναφορικά με την πρόθεση ψήφου. Στην ερώτηση «Ψηφίζοντας στις εκλογές της 21ης Μαΐου, ποια 2 από τα παρακάτω ζητήματα θα επηρεάσουν την ψήφο σας;», η «Τραγωδία των Τεμπών» αποσπά το ποσοστό 18.5% με τις κατηγορίες «Ακρίβεια – Πληθωρισμός», «Οικονομία – Ανάπτυξη», «Δικαιοσύνη – Διαφάνεια» να προπορεύονται με ποσοστά 43.4%, 43% και 40% αντίστοιχα.
II. Ισχνές ιδεολογικές ταυτίσεις: Ατομική επιτυχία, θεσμική η αποτυχία
Μετατοπίζοντας τον ερευνητικό φακό μας στην έξω από την πυκνή και συγκινησιακά φορτισμένη συγκυρία του δυστυχήματος στα Τέμπη, στις πιο καθημερινές -και κατά τεκμήριο πιο παγιωμένες- πολιτικές αντιλήψεις και ταυτίσεις της υπό διερεύνηση ομάδας, οι πληροφορίες και τα στοιχεία που συλλέγουμε από την έρευνα δεν εμφανίζουν δραματικές διαφορές: ιδεολογικά αποχρωματισμένη πολιτική συμμετοχή, δυσπιστία και αποξένωση από τους υφιστάμενους θεσμικούς φορείς.
Γράφημα 5
Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «Ποιο ιδεολογικό – πολιτικό ρεύμα σας εκφράζει περισσότερο;» επικρατέστερη αναδεικνύεται η επιλογή «Καμία ιδεολογία, πιστεύω στο άτομο» με ποσοστό 22.2%. Ακολουθεί η απάντηση «Δεν γνωρίζω, δεν απαντώ» με ποσοστό 19.3%, και έπονται οι κατηγορίες «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός» και «Σοσιαλδημοκρατία» με ποσοστά 14.7% και 12.4% αντίστοιχα. Στις επόμενες θέσεις βρίσκονται ο «Φιλελευθερισμός» με ποσοστό 11.3%, ο «Εθνικισμός» (5.6%), και ο «Κομμουνισμός» (5.1%). Τελευταία στην κατάταξη βρίσκονται ο «Νεοφιλελευθερισμός» και ο «Αναρχισμός» με ποσοστά 4.3% και 3.4% αντιστοίχως.
Επιχειρώντας να συνθέσουμε τα σπαράγματα ιδεολογικών ταυτίσεων, έτσι όπως αυτά προκύπτουν από την έρευνα, δόκιμο θα ήταν να ισχυριστούμε ότι, παρά την σχετική αξιακή υπεροχή του ατομικισμού (22.2%) μια τάση πολιτιστικού προοδευτισμού εκτεινόμενη από Σοσιαλδημοκρατία μέχρι τον Αναρχισμό είναι εξίσου αξιοσημείωτη (35%). Τούτη η τάση του πολιτιστικού προοδευτισμού ανιχνεύεται και στην ερώτηση «Ποιο/α πιστεύεται ότι είναι το/α μεγαλύτερο/α προβλήματα της χώρας (μέχρι 2 απαντήσεις);».
Σ’ αυτή την ερώτηση, οι εμβληματικές θεματικές της συντηρητικής ατζέντας, όπως οι κατηγορίες «Μεταναστευτικό/Προσφυγικό» και «Ελληνοτουρκικές σχέσεις» δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Αποσπούν μόλις το 11.5% και 5.9% των απαντήσεων έναντι των θεματικών «Ακρίβεια/ Κόστος ζωής» και «Διαφθορά» για τις οποίες τα ποσοστά είναι σαφώς υψηλότερα και αγγίζουν το 69.4% και 58.3% αντίστοιχα.
Από την άλλη, η σχετική υπεροχή των αξιών του ατομικισμού έχει βαθιές ρίζες στο χρόνο και οφείλει να ειδωθεί ως προϊόν σύζευξης τριών διαφορετικών μηχανισμών (Busso, 2017): α/ την μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τη δικαιοσύνη στην αποτελεσματικότητα και, συνεπακόλουθα σε μοντέλα διακυβέρνησης που προάγουν τη λογική «των αριθμών», β/ τη διαδικασία της εξατομίκευσης και της ταυτόχρονης περιθωριοποίησης της κοινωνικής ευθύνης, και γ/ την εδραίωση ενός μοντέλου πολυεπίπεδης διακυβέρνησης στο οποίο ο ρόλος των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών εμφανίζεται άλλοτε αναβαθμισμένος (παροχή κοινωνικών υπηρεσιών) και άλλοτε υποβαθμισμένος (δυνατότητα άσκησης κριτικής και πίεσης).
Πρόκειται για την μακρόσυρτη διαδικασία της αποπολιτικοποίησης, μιας διαδικασία εκρίζωσης κάθε πολιτικής ή ηθικής διάστασης από τη δημόσια ζωή (Held, 2006), στην οποία δεν υπάρχει χώρος για εναλλακτικές διεξόδους, καθώς όλα υπάγονται στο «βασίλειο των αναγκών» (Hay, 2007).
Κορυφή του παγόβουνου αυτής της μείζονος διαδικασίας αποτελεί αυτό που συχνά αναφέρεται ως «ιδεολογική σύγκλιση των κομμάτων στο κέντρο», σύγκλιση η οποία καταλήγει πολλές φορές σε σύγχυση ή σε απάθεια του πολιτικού σώματος. Εξ’ ου και ένα σχετικά υψηλό ποσοστό (19.3%) των ερωτηθέντων εμφανίζεται, μάλλον, σαστισμένο ως προς τον ιδεολογικό του αυτοπροσδιορισμό και στη σχετική ερώτηση δηλώνει «Δεν ξέρω/δεν απαντώ».
Εξίσου άξιο επισήμανσης και περαιτέρω διερεύνησης είναι το γεγονός ότι, ενώ ο ατομικισμός βρίσκεται στην κορυφή των προτιμήσεων των ερωτηθέντων, ο νεοφιλελευθερισμός, ως εκείνο το ιδεολογικό ρεύμα που τον προτάσσει και τον υλοποιεί στην πιο απόλυτη εκδοχή του, βρίσκεται στην προτελευταία θέση των επιλογών (4.3%), με διαφορά μόλις 0,9% από τον Αναρχισμό.
Προκειμένου να ερμηνεύσουμε αυτό το παράδοξο της σχέσης «ατομικισμός»/ «νεοφιλελευθερισμός» απαιτείται σε μεγαλύτερο βάθος και με διαφορετικές εστιάσεις έρευνα. Ωστόσο, από τα ευρήματα της παρούσας είναι δυνατόν, ίσως, να φωτίσουμε κάποιες από τις πλευρές της σκιώδους αυτής σχέσης.
Μοιάζει, λοιπόν, ότι σε επίπεδο στάσεων, ο νεοφιλελευθερισμός, έχει αρνητικές συνδηλώσεις καθώς σχετίζεται όχι με κάποιο φαντασιακό ή αφηρημένο σύστημα αξιών, αλλά με εφαρμοσμένες πολιτικές, και με συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και θεσμούς που τις εφαρμόζουν. Και, πιθανότατα, οι σχετικές απαντήσεις να απηχούν μια διάχυτη δυσανεξία στη βιωμένη ελληνική πολιτική και κοινωνική εμπειρία του νεοφιλελευθερισμού. Δυσανεξία, η οποία εκδηλώνεται και με όρους γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς, όπως διαπιστώνουμε όταν θέτουμε το συναφές ερώτημα.
Γράφημα 6
Συγκεκριμένα, στο ερώτημα «Πόσο εμπιστεύεστε τους παρακάτω θεσμούς στην Ελλάδα;», το υψηλότερο ποσοστό έλλειψης εμπιστοσύνης απολαμβάνει η κατηγορία «Πολιτικά Κόμματα», με το 88% των ερωτηθέντων να απαντά «Όχι και τόσο & Καθόλου». Στην ίδια αρνητική κλίμακα, ακολουθεί η «Κυβέρνηση» (75.4%), έπεται η «Εκκλησία» (71.2%) ενώ στις αμέσως επόμενες θέσεις συναντάμε τη «Δικαιοσύνη» και την «Αστυνομία» με ποσοστά 69.6% και 69.4%. Σε λιγότερο δυσμενή θέση βρίσκονται τα «Συνδικάτα Εργαζομένων», ο «Στρατός» και οι «Ανεξάρτητες Αρχές» με αντίστοιχα ποσοστά 62.9%, 57.7% και 56.9%.
III. Πολιτική συμμετοχή χαμηλών προσδοκιών: Αλλαγή ζωής, ή αλλαγή στάσης ζωής;
Οι απόψεις σε ό,τι αφορά τη σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης με την πολιτική συμμετοχή ερίζουν στη βιβλιογραφία. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι ένα καθοριστικό προαπαιτούμενο για την πολιτική συμμετοχή (Almond & Verba, 1963). Σύμφωνα με κάποιους άλλους, η δυσπιστία αποτελεί μια ιδιαίτερη αρετή «πολιτών με κριτική ικανότητα», η οποία όχι μόνο δεν αποτρέπει την πολιτική συμμετοχή, αλλά αντιθέτως ωθεί τους πολίτες στο να εμπλακούν σε μη συμβατικές μορφές πολιτικής συμμετοχής (Norris 1999˙Rosanvallon 2008).
Η συζήτηση επί του θέματος συνεχίζεται και εμπλουτίζεται με την αναζήτηση και άλλων παραγόντων που συνδυαστικά ενθαρρύνουν/αποθαρρύνουν την πολιτική συμμετοχή. Ανεξάρτητα όμως από τις διαφορετικές τροπές που δύναται να πάρει η συγκεκριμένη συζήτηση, υπάρχει κάτι που δεν αμφισβητείται: η σχέση ανάμεσα σε πολιτική εμπιστοσύνη και (συμβατικές) μορφές πολιτικής συμμετοχής.
Υπό το φως των παραπάνω θεωρήσεων, τα ευρήματα της παρούσας έρευνας φέρνουν στην επιφάνεια ένα άλλο παράδοξο. Το παράδοξο της ενεργού συμμετοχής και σε συμβατικές μορφές δράσης (ψήφος) παρά τα αδιαμφισβήτητα υψηλά ποσοστά έλλειψης εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα και την κυβέρνηση.
Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «Στο παρελθόν έχω συμμετάσχει σε: (πολλαπλής επιλογής)», ένα υψηλό ποσοστό της τάξεως του 70.3% των ερωτηθέντων απαντά «Εκλογές (έχω ψηφίσει)». Ακολουθεί η επιλογή της συμμετοχή σε «Συγκεντρώσεις/Διαδηλώσεις/Διαμαρτυρίες» (51.9%), «Διαδικτυακός ακτιβισμός (υιοθέτηση κάποιου #hastag/κατάργηση κάποιας εφαρμογής) με ποσοστό 31.3% και «Απεργία/Στάση Εργασίας» (24.3%).
Γράφημα 7
Το παράδοξο της συμμετοχής σε συμβατικές μορφές δράσης παρά την κρίση αξιοπιστίας που διατρέχει οριζόντια των σύμπλεγμα των θεσμών γίνεται σχεδόν δυσεπίλυτος γρίφος όταν τίθεται το ερώτημα «Σκοπεύετε να ψηφίσετε στις βουλευτικές εκλογές που θα λάβουν χώρα στις 21 Μαΐου ή όχι;» και σε ποσοστό 82.1% δηλώνουν «ΝΑΙ». Στο ίδιο πνεύμα, στην ερώτηση «Αν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου και γίνουν ξανά εκλογές στις 2 Ιουλίου, σκοπεύετε να ψηφίσετε ή όχι;», η απάντηση και πάλι είναι συντριπτικά υπέρ του «ΝΑΙ» σε ποσοστό 77.5%.
Ο δυσεπίλυτος γρίφος ενδεχομένως να οδηγούσε σε αναλυτικό και θεωρητικό αδιέξοδο αν δεν ετίθετο η ερώτηση «Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να βελτιωθεί η ζωή σας (πολλαπλής επιλογής);» και δεν φανερωνόταν ότι η ψήφος αποτελεί μια αμυντική πολιτική πράξη και μια μορφή πολιτικής συμμετοχής χαμηλών προσδοκιών. Αναμφίβολα, επικρατέστερη απάντηση με ποσοστό 66.2% είναι η επιλογή «Με την προσωπική μου προσπάθεια». Ακολουθεί με πολύ μεγάλη διαφορά (35.2%) η επιλογή «Με την ψήφο μου (κυβερνητική εναλλαγή)», και «Με τη συμμετοχή μου σε κοινωνικά κινήματα/συλλογική δράση» (33.2%).
Ενδιαμέσως παρεισφρέει η εξίσου δημοφιλής απάντηση «Με την καλή μου δικτύωση και τις καλές μου γνωριμίες» (24.1%). Αρκετά χαμηλά βρίσκεται η προοπτική της βελτίωσης της ζωής «Με τη συμμετοχή μου σε πολιτικά κόμματα» (8.5%), ενώ αρκετά ψηλά γι’ αυτό που προεικονίζει η «Δεν πιστεύω ότι μπορεί η ζωή μου να βελτιωθεί με τίποτα» (8.8%).
Γράφημα 8
Εδώ οι απαντήσεις, οριακά, δεν χρήζουν ιδιαίτερης ερμηνευτικής προσπάθειας. Έρχονται να επικυρώσουν την υπόθεση της εκ των θεσμών εκπορευόμενης διαδικασίας της αποπολιτικοποίησης έτσι όπως αναλυτικά παρατέθηκε παραπάνω. Έρχονται όμως και να ενισχύσουν τη θέση περί ανάδυσης μιας νέας μορφής προσωποποιημένης πολιτικής (Bennett, 2012), η οποία εκκολάπτεται και ενδυναμώνεται στα άτυπα, ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, τις φαντασιακές «εξατομικευμένες» κοινότητες του διαδικτύου και στις οποίες προσαρτώνται μέσω χαλαρών δεσμών οι νεότερες γενιές του Do It Yoursefl/DIY («Κάντο μόνος σου») πολιτικού ήθους (Thorson, 2012).
Σύμφωνα μάλιστα με σειρά μελετητών, ο χώρος που ορίζει η ψηφιακή δράση αλληλεπιδρά και λειτουργεί συμπληρωματικά με εκείνον των θεσμών, καθώς οι ψηφοφόροι που στερούνται πραγματικού διαφορετικού νοήματος επιλογών και ψήφου σταδιακά αποστρέφονται τη θεσμική πολιτική και στρέφονται στην πολιτική των ατομικών, ψηφιακών συγκινήσεων. Περιστρέφονται όμως και σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό (33,2%) σύμφωνα με την έρευνα και γύρω από τις πιο “παραδοσιακές” εστίες παραγωγής συγκινήσεων. Συγκινήσεων που ενίοτε γίνονται και διεκδικήσεις, άλλοτε δε, όταν επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα: τις συλλογικές δράσεις και τα κοινωνικά κινήματα.
Βιβλιογραφία
Almond, G. & Verba, S. (1963) The Civic Culture: Political Attitudes and Democracy in Five Nations, Princeton: Princeton University Press.
Bennett L.W. (2012). «The Personalization of Politics: Political Identity, Social Media and Changing Patterns of Participation», ANNALS, AAPSS, τομ.644, σ. 20-39
Busso, S. (2017). «The Depoliticisation of Social Policy at the time of Social Investment: Mechanisms and distinctive features», Partecipazione e Conflitto, τομ.10, τχ. 2, σ. 421-447
Fillieule, O. (1999). «‟Plus ça change, moins ça change”: Demonstrations in France During the Nineteen-Eighties», στο D. Rucht, R. Koopmans, F. Neidhardt (επιμ.), Acts of Dissent: New Developments in the Study of Protest, Oxford/NY: Rowman& Littlefield Publishers INC, σ. 199-227.
Goldstone, J., Tilly, C. (2001). «Τhreat (and Opportunity): Popular Action and State Response in the Dynamics of Contention», στο R. Aminzade, J. Goldstone, D. McAdam, E. Perry, J.W. Sewell, S. Tarrow, C. Tilly (επιμ.), Silence and Voice in the Study of Contentious Politics, Cambridge: Cambridge University Press, σ. 179-194.
Hay, C. (2007). Why we hate politics, Cambridge: Polity Press.
Hall P. A., & Lamont, M. (eds.) (2013). Social Resilience in the Neoliberal Era, Cambridge: Cambridge University Press
Jasper, J. M. (1997). The Art of Moral Protest: Culture, Biography, and Creativity in Social Movements, Chicago: University of Chicago Press.
Jasper, J.M., Poulsen, J.D. (1995). «Recruiting Strangers and Friends: Moral Shocks and Social Networks in Animal Rights and Anti-Nuclear Protest», Social Problems, τόμ. 42, σ. 493-512.
Kotronaki, L., Seferiades, S. (2012). «Along the Pathways of Rage: The Space – Time of an Uprising», στο S. Seferiades, H. Johnston (επιμ.), Violent Protest, Contentious Politics, and the Neoliberal State, London: Asghate Publishing, σ. 157-170.
McAdam, D., Aminzade, R. (2001). «Emotions and Contentious Politics», στο R. Aminzade, J. Goldstone, D. McAdam, E. Perry, J.W. Sewell, S. Tarrow, C. Tilly (επιμ.), Silence and Voice in the Study of Contentious Politics, Cambridge: Cambridge University Press, σ. 14-50.
Norris, P. (ed.) (1999) Critical Citizens: Global Support for Democratic Government, Oxford: Oxford University Press
Rosanvallon, P. (2008) Counter-Democracy: Politics in an Age of Distrust, Cambridge: Cambridge University Press.
Rucht, D., Koopmans, R., Neidhardt, F.(1999). «Introduction: Protest as a Subject of Empirical Research», στο D. Rucht, R. Koopmans, F. Neidhardt (επιμ.), Acts of Dissent: New Developments in the Study of Protest, Oxford/NY: Rowman & Littlefield Publishers INC, σ. 7-33.
Snow, D.A. (2004). «Framing Processes, Ideology, and Discursive Fields», στο D. A. Snow, S. A. Soule, H. Kriesi (επιμ.), The Blackwell Companion to Social Movements, (pp. 380-412). Oxford: Blackwell, σ.380-412
Snow, D.A., Rochford, E.B., Worden, S.K., Benford, R.D. (1986). «Frame Analysis Process, micromobilization, and movement participation», American Sociological Review, τόμ. 51, σ. 464-481.
Σερντεδάκις, Ν. (2011). «Η συμβολή της έρευνας των γεγονότων διαμαρτυρίας στην κατανόηση της συλλογικής δράσης», στο Γ. Τσιώλης, Ν. Σερντεδάκις, Γ. Κάλλας (επιμ.), Ερευνητικές υποδομές και δεδομένα στην εμπειρική κοινωνική έρευνα, Αθήνα: Νήσος, σ. 349-377.
Διαβάστε επίσης: