Ποιοι λόγοι εμποδίζουν τη γυναικεία πολιτική συμμετοχή; Πως η υποεκπροσώπηση επηρεάζει την ποιότητα της δημοκρατίας και γιατί τα γυναικεία πρόσωπα εναλλάσσονται περισσότερο από τα ανδρικά στην ελληνική Βουλή;
Η Μανίνα Κακεπάκη, κύρια ερευνήτρια στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), απάντησε στις ερωτήσεις του Eteron για την υποεκπροσώπηση των γυναικών στη δημόσια σφαίρα. «Η σύγχρονη κριτική στην συζήτηση περί υπο-αντιπροσώπευσης των γυναικών μας καλεί να αντιστρέψουμε το ερώτημα αλλά και το πρόβλημα: να αναρωτηθούμε δηλαδή πού οφείλεται η συστηματική ανδρική υπέρ-εκπροσώπηση. Η αντιστροφή του ερωτήματος δεν είναι απλά ένα γλωσσικό τέχνασμα, αλλά ένα τρόπος να αναζητήσουμε νέους τρόπους επίλυσης του» σημειώνει μεταξύ άλλων.
Σε ποιους λόγους οφείλεται η υποεκπροσώπηση των γυναικών στη δημόσια σφαίρα;
Η βιβλιογραφία για την πολιτική συμμετοχή των γυναικών διακρίνει κυρίως δύο βασικές δέσμες παραγόντων που είτε διευκολύνουν είτε εμποδίζουν τη συμμετοχή τους στην πολιτική. Η πρώτη περιλαμβάνει παράγοντες που επηρεάζουν την πλευρά της «προσφοράς» των γυναικών που εισέρχονται στην πολιτική και, σε γενικές γραμμές, σχετίζονται με την πολιτική κουλτούρα κάθε χώρας: οι αντιλήψεις και στερεότυπα σχετικά με τις γυναίκες και την πολιτική μπορεί να περιορίζουν την πολιτική φιλοδοξία των γυναικών. Ταυτόχρονα, η άνιση πρόσβαση (των γυναικών) σε πόρους όπως ο χρόνος, το χρήμα, η εκπαίδευση, που θεωρούνται όλα απαραίτητα για την πολιτική συμμετοχή, μπορεί να εμποδίσουν τη γυναικεία πολιτική συμμετοχή.
Η δεύτερη δέσμη περιλαμβάνει παράγοντες που επηρεάζουν την πλευρά της «ζήτησης» για γυναίκες στην πολιτική και σχετίζονται κυρίως με πολιτικές και θεσμικές ρυθμίσεις: ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα οργανώνουν και επιλέγουν τους/τις υποψηφίους/ς που θα στελεχώσουν τα ψηφοδέλτιά τους μπορεί να εμπεριέχει έμφυλες προκαταλήψεις. Είναι σύνηθες για παράδειγμα τα κομματικά στελέχη που είναι επιφορτισμένα με την σχετική επιλογή να είναι άνδρες, αυτοί με τη σειρά τους τείνουν να προτιμούν άτομα που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά (όπως το φύλο) με αυτούς. Επίσης, θεσμικές ρυθμίσεις, όπως το εκλογικό σύστημα (αναλογικό έναντι πλειοψηφικού, λίστα ή σταυρός προτίμησης), το μέγεθος της εκλογικής περιφέρειας ή η υιοθέτηση ποσοστώσεων είναι όλα διαστάσεις που επηρεάζουν την παρουσία ή την απουσία των γυναικών στην πολιτική.
Είναι βέβαια όμως ότι καμία δέσμη παραγόντων δεν επαρκεί από μόνη της για να ερμηνεύσει την υπάρχουσα ανισορροπία, ενώ κάθε προσέγγιση οφείλει να διερευνά το πώς το φύλο αλληλοεπιδρά με τη φυλή, την εθνικότητα, τη σεξουαλικότητα και την τάξη.
Αυτή η έλλειψη αντιπροσώπευσης τι επιπτώσεις έχει στην ποιότητα της δημοκρατίας;
Αναμφίβολα η ύπαρξη ενός πλουραλιστικού Κοινοβουλίου είναι ζήτημα δημοκρατίας και δικαιοσύνης, καθώς όλοι και όλες πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε αυτό. Παράλληλα όμως, τίθεται και ένα ζήτημα πολιτικής αποτελεσματικότητας και εκπροσώπησης συμφερόντων. Αν και είναι σαφές ότι δεν έχουν όλες οι γυναίκες κοινές εμπειρίες και συμφέροντα, εντούτοις μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό μια κοινά βιωμένη εμπειρία η οποία θα οδηγήσει και σε διαφορετικές πολιτικές προτάσεις και προτεραιότητες, εφόσον έχει και πολιτική εκπροσώπηση στα Κοινοβούλια.
Ειδικά στην κεντρική πολιτική σκηνή, η εκπροσώπηση των γυναικών παραμένει ακόμα σε πολύ χαμηλό επίπεδο – μολονότι από το 2015 παρατηρείται σταδιακά μια πολύ μικρή αύξηση του ποσοστού των γυναικών που εισέρχονται στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
Η εκπροσώπηση των γυναικών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Η (μικρή) αύξηση της γυναικείας παρουσίας τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες σχετίζεται και με τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού, τις αλλαγές στα συστήματα αξιών και της συνολικότερές επίδρασης του παγκόσμιου φεμινιστικού κινήματος αλλά και των πολιτικών ισότητας. Ωστόσο, μετά τις δεύτερες εθνικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2015, η παρουσία των γυναικών στο Κοινοβούλιο παραμένει στάσιμη ή και υποχωρεί. Ενδεχομένως, όταν η παρουσία των γυναικών ξεπερνά ένα ορισμένο όριο (στην ελληνική περίπτωση αυτό το όριο φαίνεται να είναι περίπου 20%) τότε η υποεκπροσώπηση παύει να λογίζεται ως πρόβλημα και ως εκ τούτου δεν προωθούνται σχετικές πολιτικές ούτε το ζήτημα είναι ορατό στη δημόσια συζήτηση.
Παράλληλα, στοιχεία από προηγούμενες μελέτες πιστοποιούν ότι οι γυναίκες δεν ακολουθούν τα ίδια μοτίβα πολιτικής και κοινωνικής προϋπηρεσίας με τους άνδρες. Φαίνεται να πρωτοεκλέγονται στο Κοινοβούλιο σε μικρότερη ηλικία από τους άνδρες, να έχουν διαφορετικά επαγγελματικά χαρακτηριστικά αλλά και μικρότερη πολιτική εμπειρία, είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση είτε στο κόμμα. Παράλληλα, η πολιτική τους σταδιοδρομία διαρκεί λιγότερο, ενώ αναλαμβάνουν λιγότερο συχνά υπουργικές θέσεις. Τέλος, ακόμη και όταν οι γυναίκες κατέχουν υπουργικές θέσεις, η κατανομή χαρτοφυλακίου ακολουθεί παραδοσιακά πρότυπα φύλου, με τις γυναίκες συνήθως σε χαμηλού/μεσαίου κύρος υπουργεία. Ίσως για όλους τους παραπάνω λόγους να μην συσσωρεύουν το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο που θα συνδεθεί με πολιτική διάρκεια στις καριέρες τους, με συνέπεια τα γυναικεία πρόσωπα να εναλλάσσονται περισσότερο από τα ανδρικά στη Βουλή.
Με ποιους τρόπους θα μπορούσε να ενισχυθεί η συμμετοχή των γυναικών; Αποτελούν οι ποσοστώσεις ένα μέρος της λύσης;
Η πλέον αποδοτική και ταχεία μέθοδος ενίσχυσης της αριθμητικής παρουσίας γυναικών σε θεσμούς αντιπροσώπευσης διεθνώς, θεωρείται η μέθοδος των υποχρεωτικών ποσοστώσεων. Ωστόσο, το μέτρο αυτό αποδίδει σε συστήματα με «κλειστή» λίστα, όπου η σειρά εκλογής είναι προαποφασισμένη και δεν μεσολαβεί σταυρός προτίμησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα, το ψηφοδέλτιο Επικρατείας – με την κλειστή σειρά εκλογής – αποτελεί «προνομιακό» πεδίο για την είσοδο γυναικών στο Κοινοβούλιο, καθώς εκεί το κάθε κόμμα προαποφασίζει για το πόσες (και ποιες) γυναίκες θα εκλεγούν. Παλαιότερα, και πριν την εισαγωγή του σταυρού προτίμησης, ίσχυε το ίδιο και για το ευρωψηφοδέλτιο. Συνεπώς, μιλώντας πάντα για την Ελλάδα, οι ποσοστώσεις, ακόμα και τώρα που έχουν φτάσει στο 40% στα ψηφοδέλτια, είχαν μικρή έως ελάχιστη επίδραση. Αντίθετα, σήμερα συνιστούν ένα άλλοθι συμπερίληψης που μεταθέτει το βάρος ισότιμης συμμετοχής στις ίδιες τις γυναίκες. Η σύγχρονη κριτική στην συζήτηση περί υπο-αντιπροσώπευσης των γυναικών μας καλεί να αντιστρέψουμε το ερώτημα αλλά και το πρόβλημα: να αναρωτηθούμε δηλαδή πού οφείλεται η συστηματική ανδρική υπέρ-εκπροσώπηση. Η αντιστροφή του ερωτήματος δεν είναι απλά ένα γλωσσικό τέχνασμα, αλλά ένα τρόπος να αναζητήσουμε νέους τρόπους επίλυσης του.