Η μητρότητα είναι μια έννοια πολυσυζητημένη, που συχνά πυκνά απασχολεί τον δημόσιο λόγο με ένταση. Επιπλέον είναι μια έννοια που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της καθημερινότητας και των ζωών πολλών θηλυκοτήτων είτε γιατί είναι ήδη μητέρες κι έρχονται διαρκώς αντιμέτωπες με την επιτέλεση πολλαπλών ρόλων είτε γιατί επιθυμούν να γίνουν μητέρες είτε τέλος γιατί δεν επιθυμούν να γίνουν και καλούνται «να λογοδοτήσουν» στην κοινωνία για αυτή τους την επιλογή. Οι κοινωνικές προσδοκίες από τις μητέρες και τις εν δυνάμει μητέρες είναι αλήθεια πολύ απαιτητικές και ουσιαστικά εκκινούν από την γέννηση των ίδιων των θηλυκοτήτων που αργότερα θα γίνουν μητέρες, συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της κύησης και εντείνονται από τη στιγμή που μια θηλυκότητα θα γίνει μητέρα. Οι μητέρες έρχονται αντιμέτωπες με έναν ατέρμονο κύκλο απαιτήσεων, ο οποίος είναι ενδεδυμένος με στερεοτυπικές αντιλήψεις και αναπαραστάσεις, που δύσκολα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και από μια πολλαπλότητα ρόλων τους οποίους «οφείλουν» να επιτελούν με επιτυχία.
Μια από τις χαρακτηριστικές αναπαραστάσεις που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μητρότητα και γίνεται κατανοητή μέσα από αυτή είναι αυτή της ανιδιοτελούς αφοσίωσης στα παιδιά. Σύμφωνα με αυτή, οι μητέρες καλούνται και πιέζονται από τα κυρίαρχα αφηγήματα να ενσαρκώσουν τον ρόλο της «τέλειας μητέρας», έναν ρόλο που σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τη φροντίδα των παιδιών τους. Στα πλαίσια αυτού του ρόλου πρέπει να είναι πάντα παρούσες και πάντα διαθέσιμες για τα παιδιά τους. Η μητέρα είναι το συναισθηματικό σπίτι, το συναισθηματικό στήριγμα, το αποκούμπι. Τι σημαίνει η μητέρα να είναι πάντα διαθέσιμη; Και αν δεν είναι διαθέσιμη, δεν είναι μητέρα; Για τον κυρίαρχο λόγο, πολιτικό, κοινωνικό, ψυχολογικό-ψυχιατρικό, για αυτό που έχουμε εσωτερικεύσει για τον ρόλο της μητέρας, μητέρα που δεν είναι πάντα διαθέσιμη δεν είναι μητέρα. Η μητέρα από την ώρα που γίνεται μητέρα παύει να υπάρχει για τον εαυτό της. Υπάρχει κατά κύριο λόγο για τα παιδιά της.
Ταυτόχρονα πρέπει να διατηρούν τον προσωπικό τους χώρο και να ικανοποιούν τις προσωπικές και επαγγελματικές τους φιλοδοξίες. Άλλωστε, μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες μητέρες είναι η συμφιλίωση μεταξύ εργασίας, μητρότητας και προσωπικών φιλοδοξιών. Σε αυτό τον τομέα φαίνεται πως η μητρότητα λειτουργεί τιμωρητικά απέναντί τους καθώς παρατηρείται ότι οι μητέρες εγκαταλείπουν την εργασία τους αδυνατώντας να συνδυάσουν την μητρότητα με την εργασία 1. Η συνεχής διαπραγμάτευση μεταξύ των επαγγελματικών φιλοδοξιών και της επιθυμίας να είναι παρούσες για τα παιδιά τους ασκεί τεράστια πίεση στις μητέρες, οδηγώντας συχνά σε αισθήματα ενοχής και ανεπάρκειας «αποτυγχάνοντας» να εκπληρώσουν τον ρόλο της «τέλειας» μητέρας.
Γίνεται αντιληπτό ότι η συστηματική προσπάθεια που καταβάλλουν οι μητέρες για να ανταποκριθούν στα πρότυπα της «καλής-σωστής» μητέρας είναι αρκετά εξουθενωτική και αυτό γιατί αυτά τα πρότυπα είναι αρκετά αφηρημένα και σχετικοποιημένα. Επίσης, ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος ορίζει αυτά τα πρότυπα και εντέλει τι σημαίνει «καλή» και «σωστή» μητέρα; Τα πρότυπα αυτά αναπαριστούν μια εξατομικευμένη εκδοχή της εμπειρίας της μητρότητας, υποβαθμίζοντας τις κοινωνικές, ταξικές και έμφυλες διαστάσεις της καθώς και τη συλλογική μνήμη που σχετίζεται με το βίωμα της μητρότητας. Για παράδειγμα, τα προηγούμενα χρόνια ασκούνταν κριτική πολύ συχνά στο δημόσιο λόγο, κυρίως από τη συντηρητική πλευρά, απέναντι στις μετανάστριες – προσφύγισσες για το γεγονός ότι, αν και ήταν έγκυες, έμπαιναν σε βάρκες προκειμένου να διασωθούν θέτοντας όμως σε κίνδυνο τις ζωές των εμβρύων που κυοφορούσαν.
Αυτή η κριτική που ασκούνταν σε αυτές τις γυναίκες αποσιωπούσε τον πραγματικό λόγο για τον οποίο έκαναν αυτή την πράξη, αναπαριστώντας τες ως ανεύθυνες και ταυτόχρονα αμφισβητούσε το κατά πόσο ήταν «καλές» μητέρες από τη στιγμή που διακινδύνευαν, όχι τόσο τη δική τους ζωή, όσο των εμβρύων που κυοφορούσαν. Γίνεται φανερό ότι η μητρότητα αρκετά συχνά χρησιμοποιείται από τον κυρίαρχο λόγο ως δούρειος ίππος για την άσκηση πολιτικής προβάλλοντας πάνω της κυρίαρχες αναπαραστάσεις προκειμένου να αναδυθεί ένας ακραία συντηρητικός και εθνικιστικός λόγος. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι μέσα σε αυτό το ρευστό πλαίσιο, η μητέρα, ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας καλείται και εγκαλείται από διάφορους δημοσιολογούντες διαρκώς να δίνει, να βελτιώνεται και να γίνεται η «καλύτερη εκδοχή» του εαυτού της.
Αυτό το πλέγμα εξουσιών που παράγεται και αναπαράγεται μέσα από την επιτέλεση της μητρότητας είναι πολύ κομβικό για την κατανόηση της λειτουργίας αυτής στο υπάρχον κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο. Είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι στη διαδικασία της μητρότητας δεν έχουν λόγο μόνο οι γυναίκες, αλλά και πολλοί άλλοι που αργότερα θα κρίνουν τη μητέρα αν τα καταφέρνει στον ρόλο αυτόν. Ο σύντροφος-σύζυγος, οι γονείς τους, οι γιατροί, τα ίδια τα παιδιά θα έχουν λόγο και θα αξιολογούν τη μητέρα ως προς το αν επιτελεί σωστά τον ρόλο της, χωρίς να ξέρουν ποιος είναι ακριβώς αυτός ο ρόλος. Όπως φαίνεται, ακόμη και σε μια περίοδο άνθησης των φεμινιστικών κινημάτων, υπάρχουν λόγοι και πολιτικές που προσδίδουν στις γυναίκες μονοσήμαντους ρόλους. «Ντύνουν» τη γυναίκα με τον μανδύα της μητέρας και ταυτόχρονα τη «γδύνουν» από τις υπόλοιπες ιδιότητές της.
Η αντίσταση στους λόγους αυτούς αποτελεί το μεγαλύτερο διακύβευμα για μια γυναίκα, είτε επιλέξει να γίνει μητέρα είτε όχι, γιατί πίσω από αυτή την «απογύμνωση» κρύβεται και μια προσπάθεια αποπολιτικοποίησης και πρόσδοσης παραδοσιακών ρόλων στις γυναίκες και ειδικότερα στις μητέρες. Η αντίσταση σε αυτά τα κυρίαρχα πρότυπα είναι μια δυναμική διαδικασία η οποία για την καθεμία γυναίκα αποτελεί μια προσωπική μάχη. Επιπλέον, σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό τα πρόσωπα που επιτελούν τον ρόλο αυτόν να μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται και να είναι ενεργά στον τρόπο που βιώνουν τη μητρότητα, βάζοντας τα δικά τους όρια και δημιουργώντας σχέσεις και εμπειρίες πέρα από τις προκαθορισμένες αντιλήψεις. Προκαλώντας ρωγμές μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων λόγων και αναπαραστάσεων για τη μητρότητα, αναζητώντας καινούρια μονοπάτια μέσα από τα οποία θα οδηγηθούν στην προσωπική αλλά και συλλογική ελευθερία.