Οι σύγχρονες κοινωνίες προσπαθούν να δείξουν ότι έχουν ξεπεράσει τις πατριαρχικές δομές και αντιλήψεις και ότι έχουν δημιουργήσει ένα νέο συμβόλαιο ισοτιμίας των φύλων. Ένα από τα προβλήματα που ανακύπτουν σε αυτή την προσπάθεια έγκειται στην καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες, η οποία διαρκώς ενισχύεται από την αυξανόμενη πίεση για την εκπλήρωση πολλαπλών προσδοκιών, υποχρεώσεων και αναμονών από εκείνες. Ταυτόχρονα, τα έμφυλα στερεότυπα, οι συναφείς προκαταλήψεις και διακρίσεις (σεξισμός) καθορίζουν τους έμφυλους ρόλους και χωροθετούν τα πλαίσια εντός των οποίων εκείνες θα ενεργήσουν.
Στην παραδοσιακή του εκδοχή, ο σεξισμός είναι έκδηλος (Benokraitis & Feagin, 1986), εκφράζεται μέσα από φανερές και κραυγαλέες πράξεις και, συνεπώς, μπορεί εύκολα να καταγραφεί. Ωστόσο, οι σύγχρονες εκδοχές του σεξισμού, ενδεδυμένες τον μανδύα της πολιτικής ορθότητας, εμφανίζονται πιο ύπουλες και καμουφλαρισμένες, αφού η επιβλαβής και άνιση μεταχείριση είτε εκφράζεται με μη φανερό και μυστικό τρόπο είτε περνάει απαρατήρητη, γιατί θεωρείται συνήθης και φυσιολογική πρακτική, είτε εμφανίζεται ως μία ευνοϊκή στάση και συμπεριφορά απέναντι σε εκείνες τις γυναίκες που ανταποκρίνονται στους έμφυλους παραδοσιακούς ρόλους, ενώ ταυτόχρονα εχθρεύεται τις μη παραδοσιακές θηλυκότητες. Πρόκειται για τρεις διαφορετικούς τύπους σεξισμού: τον συγκεκαλυμμένο (Swim & Cohen, 1997), τον διακριτικό (Swim & Cohen, 1997) και τον αμφίθυμο σεξισμό (Click & Fiske, 1997), αντίστοιχα. Παραδείγματα σεξισμού και έμφυλων προκαταλήψεων συναντώνται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και αλληλεπίδρασης, από τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας μέχρι τα ΜΜΕ και τη γλώσσα, παραπέμποντας σε και επαναλαμβάνοντας την ανισότιμη μεταχείριση των γυναικών.
Μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες, η έρευνα έχει εστιάσει στο μειονοτικό στρες που παράγεται από τις κοινωνικο-οικονομικές, φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις. Πρόκειται για το ψυχοκοινωνικό στρες και την ψυχολογική επιβάρυνση που προκύπτει, όταν ένα άτομο ανήκει σε μια μειονοτική ομάδα που δέχεται στίγμα, διακρίσεις και απόρριψη (Meyer, 2003). Πέρα από τους πρακτικούς περιορισμούς και τις στερήσεις που επιφέρουν οι διακρίσεις (πχ. οικονομική δυσχέρεια, ανεργία, βία, αποκλεισμό, σχολική διαρροή κ.ά.), το μειονοτικό στρες ενεργοποιείται από την ασυμφωνία που προκύπτει ανάμεσα στο βίωμα και τις ανάγκες του ατόμου, από τη μία, και τις κοινωνικές επιταγές, από την άλλη, με επιπτώσεις στην ψυχολογική και κοινωνική ευημερία του ατόμου (Meyer, 2003).
Τα έμφυλα στερεότυπα και οι διακρίσεις, καθώς και το συνοδευτικό μειονοτικό στρες, επιβαρύνουν τις θηλυκότητες εγκλωβίζοντας τις σε καταστάσεις που υπονομεύουν και μπλοκάρουν τα προχωρήματά τους σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η έντονα ψυχο-κοινωνικο-πιεστική κατάσταση εγκλωβίζει τις θηλυκότητες με διάφορους τρόπους: Οι κοινωνικές επιταγές λειτουργούν ως εσωτερικευμένες φωνές που υπαγορεύουν συγκεκριμένους δρόμους, όπου δεν επιτρέπονται οι παρεκκλίσεις, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύουν την αναγνώριση των δικών τους αναγκών και επιθυμιών. Ακόμα και όταν οι εσωτερικευμένες φωνές σωπάσουν, έχουν ήδη μετατραπεί σε μια εσωτερικευμένη πίεση που επιβάλλεται αυτή τη φορά από το ίδιο το υποκείμενο. Σε αυτές τις βραχυκυκλωμένες διαδρομές, οι θηλυκότητες καθίστανται υπόλογες για τη θέση που βρίσκονται και ενοχοποιούνται για τη μη επίτευξη των προσδοκιών που είχαν κληθεί να εκπληρώσουν.
Αξίζει να σταθούμε στην ιδιαιτερότητα αυτών των κοινωνικών προσδοκιών και αναμονών που δομούνται γύρω από την ταυτόχρονη συνύπαρξη αντιθετικών διπόλων και παράδοξων αντιφάσεων: «Να είναι όμορφες και ελκυστικές, αλλά όχι πρόστυχες και προκλητικές», «Να είναι λεπτές και κομψές, αλλά όχι ανορεξικές», «Να είναι μητέρες, αλλά και επιτυχημένες επαγγελματίες», «Να είναι στοργικές και φροντιστικές και να προσφέρουν συναισθηματική ζεστασιά, αλλά να μην απογοητεύονται όταν δεν τη λαμβάνουν από τους άλλους», «Να έχουν προλάβει να αναπαραχθούν πριν την εκπνοή της βιολογικής τους προθεσμίας, αν δεν θέλουν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας» κ.ά. Αυτές οι προσδοκίες συγκρούονται με το εφικτό και επιβάλλουν τη δημιουργία ενός νέου είδους υπερ-ανθρώπου, ενώ όσο παραμένουν ανεκπλήρωτες προκαλούν απογοήτευση και ενοχή στα θηλυκά υποκείμενα.
Το παράδοξο έγκειται ακόμα και στον τρόπο που αγνοούνται τα θεωρητικά και ερευνητικά αποτελέσματα στη συζήτηση που διαμορφώνεται γύρω από τα παραπάνω θέματα, αποδεικνύοντας περίτρανα τη δύναμη των έμφυλων στερεοτύπων, διακρίσεων και προκαταλήψεων. Ένα από τα αμέτρητα παραδείγματα αναφέρεται στα πρόσωπα και στον τρόπο που προσφέρεται η γονική φροντίδα: Αντί να γίνεται λόγος και να δημιουργείται χώρος για την «ισότιμη γονεϊκότητα» (Chodorow, 1978), η συγκεκριμένη υποχρέωση εξακολουθεί να είναι θηλυκή υπόθεση. Δηλαδή, η γονική φροντίδα που δεν μοιράζεται ισότιμα ανάμεσα στους δύο γονείς, αλλά παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με τις μητρικές υποχρεώσεις, συνιστά την κυρίαρχη αντίληψη.
Για τις σύγχρονες θηλυκότητες, η υπευθυνοποίηση συνιστά έναν ακόμα καταπιεστικό λόγο που έρχεται να προστεθεί στο ήδη σύνθετο πλέγμα των καταπιέσεων. Τα κεκτημένα έμφυλα δικαιώματα μεταβάλλονται σε μοχλό πίεσης για τις θηλυκότητες, καθώς λειτουργούν ως ρητορικό έρεισμα για τη δικαιολόγηση της διεύρυνσης του πεδίου ευθύνης τους («Αφού θέλατε ίσα δικαιώματα, θα αναλάβετε και ίσες υποχρεώσεις»). Έτσι λοιπόν, στις παραδοσιακές θηλυκές υποχρεώσεις (αναπαραγωγή, ανατροφή των παιδιών, οικιακή εργασία, φροντίδα των ευάλωτων μελών της οικογένειας, τρυφερότητα, σεξουαλική διαθεσιμότητα, καλλωπισμός, υπακοή και πειθαρχία) προστέθηκαν οι υποχρεώσεις που έχουν να κάνουν με την ένταξη στην οικονομική λειτουργία των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτές είναι η ακαδημαϊκή επιτυχία, η απόκτηση προσόντων που απαιτούνται από την αγορά εργασίας, η εργατικότητα, η προσήλωση στην επαγγελματική ζωή, η οικονομική ανεξαρτησία.
Η υπευθυνοποίηση (Lister, 2011. Rose, 1996) καθιστά το άτομο αποκλειστικά υπεύθυνο για την ευημερία του και συνεπώς υπόλογο για την αποτυχία του να την εξασφαλίσει (ατομική ευθύνη). Ωστόσο, η ανάληψη της ατομικής ευθύνης κάθε άλλο παρά οικειοθελής μπορεί να θεωρηθεί, καθώς στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς η ευημερία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιτυχή απόκριση σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Η ικανότητα του ατόμου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αυτές θεωρείται ένα ατομικό/ψυχολογικό χαρακτηριστικό, το οποίο η κυρίαρχη ψυχολογία αναλαμβάνει να αξιολογήσει, να διαγνώσει και να παρέχει τα εργαλεία για την καλλιέργεια του. Παράλληλα, η έλλειψη και/ή η αδυναμία του ατόμου να κατακτήσει την ικανότητα αυτή αρκεί για να το κατατάξει στην κατηγορία του παθολογικού.
Πώς, λοιπόν, οφείλει να τοποθετηθεί η επιστήμη της Ψυχολογίας, είτε ως ερευνητικό είτε ως εφαρμοσμένο πρόγραμμα; Σ’ αυτό το σημείο, είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε ότι και οι ίδιες οι ψυχολογικές θεωρίες είναι φορείς ιδεολογίας και, ταυτόχρονα, λειτουργούν ως νομιμοποιητικές ιδεολογίες. Στη νεοφιλελεύθερη επικράτεια, ο ψ λόγος αποκτά όλο και μεγαλύτερη εμβέλεια. Ο νεοφιλελεύθερος ατομικισμός και η υπευθυνοποίηση του υποκειμένου αντλούν και, ταυτόχρονα, εκβάλουν στο ψυχολογικό πεδίο, αναδεικνύοντας τον ψυχολογιοποιητικό λόγο σε κοινότοπο ρητορικό απόθεμα νομιμοποίησης των κάθε είδους καταπιέσεων και ανισοτήτων. Υπό αυτό το πρίσμα, μόνο μια κριτική προσέγγιση στην Ψυχολογία, η οποία αναστοχάζεται πάνω στις ιδεολογικές της επιτελέσεις, μπορεί να προσανατολιστεί προς μια ριζοσπαστική και χειραφετική κατεύθυνση, με στόχο την ευαισθητοποίηση και την ενδυνάμωση των θηλυκοτήτων, ενάντια στην καταπιεστική λειτουργία της «υπευθυνοποίησης».
Αρχικά, η κριτική ψυχολογική προσέγγιση παρέχει εκείνα τα μεθοδολογικά εργαλεία έρευνας και παρέμβασης που μπορούν να συμβάλουν στην ευαισθητοποίηση των θηλυκοτήτων όσον αφορά την επίδραση του νεοφιλευλεύθερου λόγου της υπευθυνότητας στο ψυχικό, συναισθηματικό και συμπεριφορικό πράττειν. Στη συνέχεια, οι ενήμερες θηλυκότητες μπορούν να εντοπίζουν στις διαπροσωπικές και τις κοινωνικές τους σχέσεις (οικογενειακές, φιλικές, προσωπικές, επαγγελματικές, κοινωνικές, σχέσεις με την ιστορία, με το κράτος και τους θεσμούς), καθώς και στο πεδίο του διαλόγου και της επικοινωνίας, τους λόγους της καταπίεσης. Τέλος, μια κριτική ψυχολογική προσέγγιση οφείλει να επιδιώκει την ενδυνάμωση των θηλυκοτήτων, αξιοποιώντας τα διαθέσιμα ψυχικά, κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά αποθέματα, όντας προσανατολισμένη στην αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα, με στόχο την αμφισβήτηση των καταπιεστικών νεοφιλελεύθερων λόγων στην πράξη.
Βιβλιογραφία
Benokraitis, N. V., & Feagin, J. R. (1986). Modern sexism. Prentice-Hall.
Chodorow, N. (1978). The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender. University of California Press.
Glick, P., & Fiske, S. T. (1997). Hostile and benevolent sexism: Measuring ambivalent sexist attitudes toward women. Psychology of Women Quarterly, 21(1), 119–135. https://doi.org/10.1111/j.1471-6402.1997.tb00104.x
Lister, R. (2011). The Age of Responsibility: Social Policy and Citizenship in the Early 21st Century. Social Policy Review, 23, 63-84.
Meyer, I. H. (2003). Prejudice, social stress, and mental health in lesbian, gay, and bisexual populations: Conceptual issues and research evidence. Psychological Bulletin, 129(5), 674–697. https://doi.org/10.1037/0033-2909.129.5.674
Rose, N. (1996). Inventing ourselves: Psychology, power, and personhood. Cambridge University Press
Swim, J. K., & Cohen, L. L. (1997). Overt, covert, and subtle sexism: A comparison between the Attitudes Toward Women and Modern Sexism Scales. Psychology of Women Quarterly, 21(1), 103–118. https://doi.org/10.1111/j.1471-6402.1997.tb00103.x