Η ελαφρά τη καρδία αποδοχή του τραγικού θανάτου δεκάδων μεταναστών στον Έβρο σε συνδυασμό με τις ρατσιστικές εξάρσεις που σημειώθηκαν το τελευταίο διάστημα, αποτυπώνουν με τον πιο σαφή τρόπο, ότι το υψηλό ποσοστό (12.85%) που συγκέντρωσαν τα κόμματα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας (Σπαρτιάτες: 4.68%, Ελ. Λύση: 4.44% και ΝΙΚΗ: 3.70%) μόνο τυχαίο δεν είναι. Εξάλλου, είναι εμφανής τα τελευταία χρόνια, η ολοένα και αυξανόμενη διάχυση των ακροδεξιών ιδεών στην χώρα. Τι φταίει για όλο αυτό; Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Το πρόβλημα, είναι διεθνές, πολυπαραγοντικό και δεν συνοψίζεται σε ένα άρθρο. Εάν μπορούσε να συμπυκνωθεί σε 500 λέξεις, η επίλυσή του θα ήταν σαφώς πιο εύκολη. Πολλοί θεωρούν ότι η σύγχρονη μορφή καπιταλισμού και η ανάδειξη νέων μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων (όπως λ.χ. το πρεκαριάτο) αποτελούν έφορο έδαφος, για να ανθίσει η ακροδεξιά. Ορισμένοι μελετητές εστιάζουν στην παγκοσμιοποίηση -η οποία βέβαια δεν είναι άσχετη με το οικονομικό πλαίσιο. Αρκετές μελέτες αναδεικνύουν την οικονομική επισφάλεια ως παράγοντα-κλειδί, ενώ συχνά αναδεικνύονται και επί μέρους παράγοντες που συντείνουν στην διόγκωση του προβλήματος.
Επειδή λοιπόν, για να αναλυθούν τα αίτια και πιθανές λύσεις δεν αρκούν λίγες μόνο λέξεις, μια σημαντική πτυχή που αξίζει να φωτιστεί είναι ο ρόλος των ΜΜΕ. Τα στερεότυπα των ΜΜΕ αντικατοπτρίζουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτό αφορά και κοινωνικές ομάδες, οδηγώντας συχνά στη διχοτόμηση «εμείς» και οι «άλλοι». Φυσικά, δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τα ΜΜΕ εάν είναι δημοφιλείς σε μια κοινωνία ρατσιστικές ή οπισθοδρομικές απόψεις, καθώς για να είναι αποτελεσματικό ένα μήνυμα πρέπει να είναι σύμφωνο με συναισθήματα, διαθέσεις και συνθήκες που υπάρχουν ήδη. Παρόλα αυτά, τα Μέσα Ενημέρωσης διαθέτουν -και- παιδευτικό ρόλο, ενώ ευθύνονται για τη περαιτέρω διάδοση τέτοιων συναισθημάτων, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο οι αποδέκτες αντιλαμβάνονται έννοιες όπως: «ξένοι», «κανονικοί», «παρεκκλίνοντες», «εμείς» και «αυτοί». Η ετερότητα πλαισιώνεται κι ενίοτε χτίζεται μέσα από τα ρεπορτάζ και τις εικόνες με τις οποίες επιλέγεται συχνά να συνδεθούν ορισμένες ομάδες. Κοινώς, η επιλογή κάλυψης ή μη ενός περιστατικού, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται, επενεργεί, έστω και έμμεσα στις αντιλήψεις του αποδέκτη.
Συνεπώς, είναι τουλάχιστον προβληματικό στο όνομα της τηλεθέασης, των ακροάσεων, των clicks, των likes και της κατανάλωσης, να μη λαμβάνουν τα ΜΜΕ σοβαρά υπόψη τον θετικό ρόλο που δύνανται να διαδραματίσουν στην καταπολέμηση ιδεών, των οποίων η διάχυση κεφαλαιοποιείται από ακροδεξιές δυνάμεις. Αυτό φυσικά αφορά και θεσμικά πρόσωπα, τα οποία θεωρούν ότι “χαϊδεύοντας” τέτοια κοινά ενδεχομένως κερδίζουν ψήφους ή καλύπτουν την διαχειριστική τους ανεπάρκεια. Η αναπαραγωγή ακροδεξιών ρητορικών σχημάτων και η υποβάθμιση των περιστατικών που θίγουν πανανθρώπινες αξίες, όπως το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια, αποτελεί μια θλιβερή εξέλιξη. Μια εξέλιξη που μακροπρόθεσμα, αντί για μεγαλύτερη κατανάλωση ειδήσεων ή ψήφους θα φέρει τυφλή οργή κεκαλυμμένη με αντισυστημικό μανδύα για όσους εργαλειοποίησαν τα χειρότερα συναισθήματα των συμπολιτών μας, θα δυναμώσει τις πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς και θα συντείνει στην διαμόρφωση μιας κοινωνίας μίσους. Κανένα πρόσκαιρο οικονομικό ή οποιοδήποτε άλλο όφελος, δεν μπορεί να ισοσταθμίσει ένα τόσο βαθύ τραύμα.