Το Project: Υγεία, μέσα από πρωτογενείς έρευνες, μελέτες, αρθρογραφίες και οπτικοακουστικό υλικό, αποσκοπεί σε μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική χαρτογράφηση της λειτουργίας του συστήματος δημόσιας υγείας (συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας), των δομών και των υπηρεσιών του.
Εκκινώντας από τη βάση πως η υγεία αποτελεί βασικό κοινωνικό αγαθό και θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, εξετάζει τις επιπτώσεις που έχουν οι πολιτικές λιτότητας και η απαξίωση του δημόσιου τομέα στους/στις εργαζόμενους/ες του κλάδου και στην ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας. Με γνώμονα την ανάγκη ενδυνάμωσης του συστήματος και την απρόσκοπτη πρόσβαση των πολιτών στην υγειονομική περίθαλψη, επισημαίνει τα προβλήματα και καταθέτει προτάσεις για την αντιμετώπισή τους.
Ερευνητική Ομάδα ΚΕΠΥ
Ηλίας Κονδύλης – Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
Αθανασία Παλάντζα – Επιστημονική Συνεργάτρια Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
Ζωή Παρχαρίδη – Υποψήφια Διδάκτωρ Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
Ουρανία Κουτσοτόλη – Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Δημόσιας Υγείας/Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
Ερασμία Μπουλιτσάκη Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Δημόσιας Υγείας/Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ
Αλέξης Μπένος – Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ.


ΚΕΠΥ | Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας
Μια διαχρονική αποτίμηση της απόδοσης του στον απόηχο της οικονομικής και πανδημικής κρίσης (2009-24)
Κατά την μετα-πανδημική περίοδο τα συστήματα υγείας διεθνώς παρουσιάζουν νέα συμπτώματα κρίσης όπως κύματα παραιτήσεων, απροθυμία υγειονομικών να τα στελεχώσουν, φαινόμενα ιατρικής ερημοποίησης και αδυναμία επαναφοράς της λειτουργικότητας τους στα προ-πανδημίας επίπεδα. Η μετα-πανδημική αυτή ρηγμάτωση (breaking point) ή κόπωση (health system fatigue) των συστημάτων υγείας είναι προϊόν της σωρευτικής επίδρασης διαδοχικών κρίσεων τη τελευταία δεκαπενταετία (Μεγάλη Ύφεση, Πανδημία COVID-19) και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών απάντησης σε αυτές τις κρίσεις, πολιτικών οι οποίες είτε σε συνθήκες δημοσιονομικού περιορισμού είτε σε συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης αποδυνάμωσαν τα δημόσια συστήματα υγείας, ενίσχυσαν την εμπορευματοποίηση τους, όξυναν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες στην υγεία.
Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη των ΚΕΠΥ – Eteron εξετάζει την πορεία και την απόδοση του Ελληνικού Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) στη διάρκεια δύο διαδοχικών και αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων, της οικονομικής 2009–19 και της πανδημικής 2020–23. Υιοθετώντας ένα αναλυτικό πλαίσιο που προσεγγίζει την υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και τα ενδυναμωμένα δημόσια-δωρεάν συστήματα υγείας ως μέσο για την προστασία και προαγωγή αυτού του δικαιώματος, η έρευνα αξιολογεί διαχρονικά τους πόρους, τις παρεχόμενες υπηρεσίες και τα αποτελέσματα του ΕΣΥ στην οικονομική προστασία και πρόσβαση του πληθυσμού σε φροντίδα υγείας, χρησιμοποιώντας συνολικά 12 διαχρονικούς δείκτες αξιολόγησης του ΕΣΥ, οι οποίοι καλύπτουν 9 διαστάσεις της απόδοσης του.
Η μελέτη εκπονήθηκε για το Eteron από την ερευνητική ομάδα του ΚΕΠΥ (Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας) αποτελούμενη από τις/ους Ηλία Κονδύλη – Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Αθανασία Παλάντζα – Επιστημονική Συνεργάτρια Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Ζωή Παρχαρίδη Υποψήφια Διδάκτωρ Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, Ουρανία Κουτσοτόλη Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Δημόσιας Υγείας/Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ, την Ερασμία Μπουλιτσάκη Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Δημόσιας Υγείας/Πολιτικής Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ και τον Αλέξη Μπένο – Ομότιμο Καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο Τμήμα Ιατρικής ΑΠΘ.
Η μελέτη τεκμηριώνει ότι κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2009-19), σε συνθήκες δημοσιονομικής λιτότητας και εξωτερικής επιτήρησης, το ΕΣΥ αποδυναμώθηκε δραματικά. Η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε κατά 43,3%, συμπαρασύροντας τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων του ΕΣΥ σε μείωση κατά 36,3%. Το ΕΣΥ απώλεσε το 13,6% των νοσοκομείων του, το 23,5% των νοσοκομειακών του κλινών, το 12,9% των εργαζομένων στα νοσοκομεία του και το 11,2% των εργαζομένων του στα Κέντρα Υγείας. Οι συνέπειες αυτής της συρρίκνωσης του ΕΣΥ στο πληθυσμό ήταν άμεσα εμφανείς με αύξηση κατά 28,2% των ανικανοποίητων ιατρικών αναγκών και κατά 4,1% των νοικοκυριών με καταστροφικές δαπάνες υγείας, σηματοδοτώντας μια πρωτοφανή κρίση οικονομικής προστασίας και πρόσβασης του πληθυσμού σε φροντίδα υγείας.
Η μελέτη επίσης τεκμηριώνει ότι κατά την πανδημική περίοδο (2020-24), σε συνθήκες δημοσιονομικής χαλάρωσης, το ΕΣΥ δεν ενδυναμώθηκε. Η αύξηση των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 9,7%, συνοδεύτηκε από μείωση της χρηματοδότησης των νοσοκομείων του ΕΣΥ κατά 2,6%, με την πρόσθετη δημόσια δαπάνη να ανακατευθύνεται στον ιδιωτικό κερδοσκοπικό τομέα υγείας για αγορά υπηρεσιών από αυτόν. Ομοίως η αύξηση κατά 9,7% του προσωπικού των νοσοκομείων του ΕΣΥ, συνοδεύτηκε από μείωση κατά 0,5% του μόνιμου προσωπικού του, καταδεικνύοντας ότι η ενίσχυση του ΕΣΥ σε ανθρώπινο δυναμικό την εν λόγω περίοδο υπήρξε εμβαλωματική και μη βιώσιμη στηριζόμενη αποκλειστικά στην πρόσληψη επικουρικού προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Επιπρόσθετα, η μετατροπή του ΕΣΥ κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε «σύστημα υγείας μίας νόσου» προκάλεσε τεράστιες απώλειες στη νοσηλευτική του κίνηση (απώλεια >350.000 χειρουργικών επεμβάσεων στα νοσοκομεία και απώλεια >9,5 εκατ. επισκέψεων στα Κέντρα Υγείας), με εμφανείς επιπτώσεις στην οικονομική προστασία και πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας του πληθυσμού, του οποίου οι ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες αυξήθηκαν κατά 48,4% και οι καταστροφικές του δαπάνες υγείας κατά 20%.
Η μελέτη τέλος αναδεικνύει ότι κατά τη μετα-πανδημική περίοδο (2024), το ΕΣΥ εμφανίζει σαφείς ενδείξεις ρηγμάτωσης (breaking points). Στα νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2023 η χρηματοδότηση παραμένει κατά 38% μικρότερη, σε σχέση με τα προ-κρίσεων επίπεδα του 2009, έχοντας διανύσει 14 έτη συνεχούς λιτότητας. Η αθροιστική απώλεια δημόσιας χρηματοδότησης στα νοσοκομεία του ΕΣΥ κατά τη χρονική περίοδο 2009-23 αγγίζει το αστρονομικό ποσό των €37δις. Το υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2024 παρέμενε κατά 9,6% λιγότερο σε σχέση με το 2009, ενώ η χειρουργική δραστηριότητα των δημόσιων νοσοκομείων το 2024 – πέντε χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας – αδυνατούσε να επανέλθει στα προ-πανδημίας επίπεδα. Στις δομές ΠΦΥ του ΕΣΥ, παρατηρείται αυξημένη φθορά ιατρικού προσωπικού με μείωση του κατά 9,8% την τελευταία τετραετία, οι δε επισκέψεις σε Κέντρα Υγείας και ΤοΜΥ – πέντε χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας – παραμένουν κατά 16,5% λιγότερες σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα. Η ρηγμάτωση αυτή του ΕΣΥ έχει σοβαρές συνέπειες στην πρόσβαση του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας και την οικονομική του προστασία σε περίπτωση ασθένειας, με το 13,5% του ελληνικού πληθυσμού να δηλώνει ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες το 2024, ποσοστό που φτάνει το 17,5% στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν την ανάγκη επείγουσας ανάταξης του ΕΣΥ με όλους τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Ενδεικτικά και μόνο η ανάκαμψη των νοσοκομείων του ΕΣΥ ακόμη και στα πλημμελή προ-2009 επίπεδα, θα σήμαινε αύξηση κατά €2δισ. της ετήσιας δημόσιας χρηματοδότησης τους, πρόσληψη 11000 νέων μόνιμων υγειονομικών και την μονιμοποίηση των 9884 επικουρικών υπαλλήλων που εργάζονται σήμερα στα νοσοκομεία. Η ανάταξη αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την επούλωση της ρηγμάτωσής του. Οφείλει να συνοδευτεί από πολιτικές αποεμπορευματοποίησης της λειτουργίας και των παρεχόμενων υπηρεσιών του (όπως η κατάργηση όλων των πληρωμών των ασθενών κατά τη τακτική και ολοήμερη λειτουργία του ΕΣΥ), πολιτικές αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο εσωτερικό του και από μία ριζική μεταρρύθμιση ενιαιοποίησης, ενδυνάμωσης και πληθυσμιακού αναπροσανατολισμού των υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που παρέχει.