
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως σεισμικό γεγονός, επαναπροσδιορίζοντας ριζικά την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την οικονομική πολιτική. Σε απάντηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει ξεκινήσει πρωτοβουλίες όπως το σχέδιο Re-ARM Europe, με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής της βιομηχανικής βάσης και τη μείωση των στρατηγικών εξαρτήσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια αυτής της προσαρμογής στην άμυνα και ασφάλεια, εκτυλίσσεται μια βαθύτερη, πιο ουσιαστική μετατόπιση στην οικονομική διακυβέρνηση. Η ΕΕ φαίνεται να στρέφεται από μια μακρά περίοδο νεοφιλελεύθερης στασιμότητας προς μια κρατικά κατευθυνόμενη πολιτική, που θυμίζει τον λεγόμενο Στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό. Αυτό εγείρει ένα κρίσιμο ερώτημα: πρόκειται για μια προσωρινή αντίδραση σε κρίση ή σηματοδοτεί μια δομική αναπροσαρμογή του ευρωπαϊκού καπιταλισμού;
Για να κατανοηθεί αυτό το πιθανό σημείο καμπής, δύο εννοιολογικά πλαίσια είναι απαραίτητα. Πρώτον, ο Στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός υποδεικνύει ότι οι δημόσιες δαπάνες στον αμυντικό τομέα δεν εξυπηρετούν μόνο την ευρωπαϊκή και εθνική ασφάλεια, αλλά λειτουργούν και ως ισχυρός μοχλός οικονομικής ανάπτυξης. Διοχετεύοντας κρατικά κεφάλαια στη βιομηχανία άμυνας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φιλοδοξούν να διεγείρουν τη βιομηχανική παραγωγή, να αναπτύξουν την τεχνολογική καινοτομία και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, όλα υπό το πλαίσιο της εθνικής ασφάλειας. Τυπικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όπου το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα έγινε ένα μόνιμο χαρακτηριστικό τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής ζωής. Δεύτερον, αυτή η μετατόπιση ευθυγραμμίζεται με αυτό που ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ έχει περιγράψει ως την «επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής». Για δεκαετίες, η πολιτική και οικονομική ορθοδοξία της ΕΕ, ιδιαίτερα εντός της Ευρωζώνης, απαγόρευε την κρατική παρέμβαση στην αγορά. Πιο συγκεκριμένα, το νεοφιλελεύθερο δόγμα υποστηρίζει και ενισχύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τους άκαμπτους δημοσιονομικούς κανόνες και τη λιτότητα, αποθαρρύνοντας ενεργά τη στρατηγική βιομηχανική κατεύθυνση. Ωστόσο, οι συνεχόμενες κρίσεις, από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και την πανδημία έως τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχουν καταρρίψει αυτή την ιδεοληψία, κάνοντας την επιστροφή του κράτους ως στρατηγικού επενδυτή όχι απλώς εφικτή, αλλά επιτακτική.
Γεννημένη από τις οξείες ευπάθειες που αποκαλύφθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και πιο συγκεκριμένα, την εξάρτηση της Ευρώπης από αμερικανικό στρατιωτικό υλικό και τις διαταραγμένες παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η πρωτοβουλία του Re-ARM Europe είναι μια πολυδιάστατη προσπάθεια που αποσκοπεί στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, στον συντονισμό των διασυνοριακών προμηθειών για να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας και στην χαλάρωση των αυστηρών κανόνων κρατικών ενισχύσεων για την ενθάρρυνση κοινών επενδύσεων. Ο στρατηγικός του στόχος, ωστόσο, είναι διττός: να ενισχύσει ταυτόχρονα την ευρωπαϊκή γεωπολιτική αυτονομία και να αναζωογονήσει τη βιομηχανική της οικονομία. Είναι, στην ουσία, μια πολιτική που συγχωνεύει την ασφάλεια με την ανάπτυξη, υποστηρίζοντας ότι μια ισχυρότερη αμυντική βιομηχανία δημιουργεί μια πιο ανθεκτική οικονομία.
Το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της στροφής είναι η ιδεολογική ρήξη που αντιπροσωπεύει. Για δεκαετίες, η οικονομική πολιτική της ΕΕ οριζόταν από τον δημοσιονομικό περιορισμό, περιορίζοντας το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα. Τώρα, παρατηρούμε μια δραματική αύξηση των δημόσιων δαπανών επικεντρωμένη σχεδόν αποκλειστικά προς τον αμυντικό τομέα. Η επένδυση σε όπλα και κυβερνοασφάλεια παρουσιάζεται πλέον ανοιχτά ως μέσο δημιουργίας θέσεων εργασίας και τεχνολογικής αναβάθμισης της ευρύτερης βιομηχανικής βάσης. Το κράτος επιστρέφει ως στρατηγικός επενδυτής, αλλά η επιστροφή του είναι υπό όρους, πλαισιωμένη εντός ενός αυστηρού αμυντικού και πολεμικού προσανατολισμού.
Αυτή η μετατόπιση είναι γεμάτη αντιφάσεις και σημαντικούς κινδύνους που οι ευρωπαϊκοί υπεύθυνοι χάραξης αμυντικής, βιομηχανικής και δημοσιονομικής πολιτικής δεν μπορούν να αγνοήσουν.
Η εξάρτηση της οικονομίας από την στρατιωτική βιομηχανία διαμορφώνει μια νέα κοινωνική δομή. Η ταξική πάλη απορροφάται από το εθνικό συμφέρον και την εθνική ασφάλεια. Τα εργατικά κινήματα χάνουν την διαπραγματευτική τους ισχύ, αφού το κράτος μπορεί να διατηρεί μια υποτιθέμενη οικονομική ανάπτυξη χωρίς την συναίνεση των εργαζομένων. Επιπλέον, η πολιτική νομιμοποίηση βασίζεται όλο και περισσότερο στην υπόσχεση προστασίας και γεωπολιτικής ισχύος, παρά στην κοινωνική πρόνοια και ευημερία. Ο δημόσιος διάλογος μετατοπίζεται από την κοινωνική δικαιοσύνη στη γεωπολιτική επιβίωση και ο φόβος είτε πραγματικός είτε κατασκευασμένος, μπορεί να αρχίσει να αποτελεί το βασικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής.
Η πρωτοβουλία Re-ARM Europe υποδεικνύει μια σημαντική ιδεολογική και θεσμική μετατόπιση εντός της ΕΕ. Συνδυάζει στοιχεία στρατιωτικού κεϋνσιανισμού με την επιστροφή της βιομηχανικής πολιτικής. Ωστόσο, αυτή η μετατόπιση παραμένει κατακερματισμένη, αντιφατική και περιορισμένη σε έναν στρατηγικό τομέα.
Σε ποιο βαθμό το Re-ARM Europe συνιστά μια γνήσια νέα μορφή ευρωπαϊκού Στρατιωτικού Κεϋνσιανισμού, διακριτή από το αμερικανικό μοντέλο; Πώς εντάσσεται αυτή η αμυντικά προσανατολισμένη παρέμβαση στο ευρύτερο, μετα-νεοφιλελεύθερο κύμα βιομηχανικής πολιτικής που στοχεύει στο κλίμα και την τεχνολογία; Πρόκειται για μια δομική απόκλιση από τον νεοφιλελευθερισμό, ή απλώς για μια συγκυριακή αντίδραση σε μια συγκεκριμένη κρίση;
Το μέλλον της Ευρώπης δεν θα κριθεί μόνο στο πεδίο της μάχης όπως διακηρύσσει η Ύπατη Εκπρόσωπος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας Κάγια Κάλλας. Αντιθέτως, θα καθοριστεί στο πεδίο της βιομηχανικής και οικονομικής στρατηγικής. Η ΕΕ κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μια μετα-βιομηχανική, στρατιωτικο-τεχνολογική συμμαχία, όπου η οικονομία υπηρετεί τον πόλεμο και τον φόβο. Η πλοήγηση σε αυτό το νέο μονοπάτι θα απαιτήσει όχι μόνο στρατηγική μέριμνα, αλλά και έναν ενεργό δημοκρατικό διάλογο για το είδος της κοινωνίας και οικονομίας που θέλει να χτίσει η Ευρώπη.