
Καταργώντας τους κανόνες εταιρικής βιωσιμότητας, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις παραχωρούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στους ξένους ανταγωνιστές τους.
*Γκιγιόμ Ντουβάλ
Η υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τα μέτρα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της νομοθετικής περιόδου 2019-2024 απειλεί να γυρίσει μπούμερανγκ κα να υπονομεύσει τόσο τις ευρωπαϊκές εταιρείες, όσο και τους εγχώριους παραγωγούς με τρόπους που οι πιο ένθερμοι αντίπαλοί τους φαίνεται να μην μπορούν καν να κατανοήσουν.
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θητείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δύο οδηγίες-ορόσημα αναδείχθηκαν ως κεντρικοί πυλώνες του φιλόδοξου πλαισίου εταιρικής λογοδοσίας της Πράσινης Συμφωνίας. Η Οδηγία για την Αναφορά Εταιρικής Βιωσιμότητας (CSRD) καθιέρωσε ολοκληρωμένες απαιτήσεις αναφοράς για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των εταιρειών, δημιουργώντας διαφάνεια εκεί που η αδιαφάνεια βασίλευε για καιρό. Η Οδηγία για την Εταιρική Βιωσιμότητα (CSDDD) προχώρησε πολύ περισσότερο, απαιτώντας από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη να διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές και οι προμηθευτές τους παγκοσμίως συμμορφώνονται με τα θεμελιώδη πρότυπα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις συνθήκες εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η εταιρική αντεπίθεση
Από την αρχή κιόλας της υιοθέτησής τους, αυτές οι Οδηγίες αντιμετώπισαν σφοδρή και παρατεταμένη κριτική από ευρωπαϊκές εργοδοτικές οργανώσεις, οι οποίες ήταν αποφασισμένες να αποδυναμώσουν τις διατάξεις τους. Οι γαλλικές και γερμανικές κυβερνήσεις αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δεκτικές, λειτουργώντας ως πρόθυμοι αγωγοί για τις επιχειρηματικές ανησυχίες εντός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτή η συντονισμένη εκστρατεία πίεσης κατάφερε να αποδυναμώσει σημαντικά τις αρχικές προτάσεις, μειώνοντας το πεδίο εφαρμογής τους και περιορίζοντας τον αριθμό των εταιρειών που επηρεάστηκαν. Ωστόσο, ακόμη κι αυτές οι ουσιαστικά αδύναμες εκδοχές των Οδηγιών αποδείχθηκαν υπερβολικές για το επιχειρηματικό λόμπι, το οποίο ανανέωσε την αντεπίθεσή του με αξιοσημείωτο σθένος τη στιγμή που η δεύτερη Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναλάμβανε τα καθήκοντά της τον Δεκέμβριο του 2024.
Η νέα Επιτροπή αποδείχθηκε αξιοσημείωτα υποχωρητική σε αυτές τις ανανεωμένες απαιτήσεις. Το σχέδιο Οδηγίας Omnibus 1, που παρουσιάστηκε στις 25 Φεβρουαρίου, ουσιαστικά αποτέλεσε τμήμα μιας ευρείας ατζέντας απορρύθμισης που η νέα ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία έχει αγκαλιάσει με ενθουσιασμό. Οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων έχουν μειωθεί δραματικά και τώρα ισχύουν μόνο για εταιρείες με περισσότερους από 1.000 υπαλλήλους και 450 εκατομμύρια ευρώ ετήσιο κύκλο εργασιών – μια τεράστια αύξηση από τα αρχικά όρια των μόλις 250 υπαλλήλων και των 50 εκατομμυρίων ευρώ ετήσιου κύκλου εργασιών. Οι υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας (due diligence) έχουν περιοριστεί ακόμη πιο δραματικά: πλέον καλύπτουν μόνο εταιρείες με περισσότερους από 5.000 υπαλλήλους και 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε κύκλο εργασιών εντός της ΕΕ, σε σύγκριση με τα αρχικά όρια των 1.000 υπαλλήλων και των 450 εκατομμυρίων ευρώ.
Ίσως το πιο σημαντικό, και πιο απογοητευτικό για τους υποστηρικτές της εταιρικής λογοδοσίας, είναι ότι η διάταξη που επιτρέπει αξιώσεις αστικής ευθύνης σε επίπεδο ΕΕ κατά εταιρειών που δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας έχει καταργηθεί εντελώς. Αυτή η προσέγγιση στη συνέχεια βρήκε άμεση υποστήριξη τόσο στις αρχικές συζητήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ωστόσο, στις 22 Οκτωβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε σε μια απροσδόκητη απάντηση, απορρίπτοντας με 318 ψήφους υπέρ και 309 κατά την εντολή διαπραγμάτευσης που θα επέτρεπε στους εκπροσώπους του να ξεκινήσουν τριμερείς συζητήσεις με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Επιτροπή για την οριστικοποίηση της οδηγίας Omnibus 1. Αυτή η αρνητική ψήφος προέκυψε από έναν απίθανο και κάπως παράξενο συνασπισμό: ευρωβουλευτές της αριστερής πτέρυγας του σώματος που εκτιμούσαν ότι οι οδηγίες CSRD και CSDDD αποδυναμώνονταν υπερβολικά ένωσαν τις δυνάμεις τους με ακροδεξιά μέλη Κοινοβουλίου που, αντίθετα, εκτιμούσαν ότι ήταν απαραίτητη μια ακόμη πιο επιθετική απορρύθμιση. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας εξόργισε τον Γερμανό Καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος είχε επενδύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο και προσωπικό κύρος αμφισβητώντας αυτές τις δύο Οδηγίες. Η τελική τύχη του πακέτου Omnibus 1 θα πρέπει να καθοριστεί τις επόμενες εβδομάδες, αν και η πολιτική δυναμική του παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη.
Ένα εντυπωσιακό «αυτογκόλ» για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα
Η πικρή ειρωνεία σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι οι Ευρωπαίοι εργοδότες, στην ένθερμη εκστρατεία τους για την κατάργηση των μέτρων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, υπονομεύουν ενεργά την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, ενώ παράλληλα ενισχύουν ακούσια τους ξένους ανταγωνιστές τους. Η αρχική στρατηγική της ΕΕ κατά της εισαγωγής αυτών των μέτρων ήταν ταυτόχρονα ορθή και προωθητική: αφορούσε την αξιοποίηση της μεγάλης κλίμακας της ευρωπαϊκής αγοράς – που αντιπροσωπεύει ένα 20% της παγκόσμιας κατανάλωσης – για την ενίσχυση των εργασιακών και περιβαλλοντικών προτύπων παγκοσμίως μέσω των μηχανισμών της ενιαίας αγοράς. Εν τη εμφανή απουσία πολυμερών θεσμών αρκετά ισχυρών για να επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τις συμβάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948, τη Συμφωνία του Παρισιού και τα βασικά περιβαλλοντικά πρότυπα, η ΕΕ είχε αποφασίσει σοφά να χρησιμοποιήσει ιδιωτικούς φορείς που λειτουργούν εντός των συνόρων της και τις εκτεταμένες αλυσίδες εφοδιασμού τους ως de facto μηχανισμούς επιβολής για να περιορίσει το κοινωνικό και περιβαλλοντικό ντάμπινγκ που βλάπτει τους Ευρωπαίους παραγωγούς και να διαμορφώσει ένα πραγματικά ισότιμο – σε όρους βιωσιμότητας και προστασίας παραγωγών και εργαζόμενων – παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού.
Απορρίπτοντας αυτά τα πρότυπα με τόση σφοδρότητα, οι Ευρωπαίοι εργοδότες ουσιαστικά διευκολύνουν τις ίδιες τις πρακτικές κοινωνικού και περιβαλλοντικού ντάμπινγκ που προκαλούν μετεγκαταστάσεις εργαζομένων, καταστρέφουν θέσεις εργασίας και υπονομεύουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα εργασίας. Στην πραγματικότητα, διευκολύνουν τους ανταγωνιστές σε χώρες με χαμηλότερα κι αμφιλεγόμενα πρότυπα να υποβαθμίσουν την ευρωπαϊκή παραγωγή μέσω πρακτικών που θα ήταν αδιανόητες εντός της ίδιας της ΕΕ.
Ο «αυτοτραυματισμός» της ΕΕ, όπως τον ονομάζω, επεκτείνεται ακόμη περισσότερο σε περιοχές που θα έπρεπε να ανησυχούν κάθε στρατηγικά σκεπτόμενο επιχειρηματία. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ουσιαστικά στρώνουν το κόκκινο χαλί για τις ξένες πολυεθνικές, ιδίως τις κινεζικές και αμερικανικές, να διεισδύσουν και να κυριαρχήσουν στην ίδια την ευρωπαϊκή αγορά. Αξίζει να τονιστεί ότι τόσο η CSRD όσο και η CSDDD δεν προορίζονται αποκλειστικά για ευρωπαϊκές εταιρείες – ισχύουν για όλες τις εταιρείες σημαντικού μεγέθους που δραστηριοποιούνται στην ευρωπαϊκή αγορά, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους. Ωστόσο, δεδομένου του προϋπάρχοντος και καθιερωμένου κανονιστικού πλαισίου στην ΕΕ, οι ευρωπαϊκές εταιρείες βρίσκονται εγγενώς και ουσιαστικά σε καλύτερη θέση για να ανταποκριθούν σε τέτοιες απαιτήσεις από τους Κινέζους, τους Αμερικανούς ή τους Ινδούς ανταγωνιστές τους, οι οποίοι αναδύονται από επιχειρηματικά περιβάλλοντα με σημαντικά ασθενέστερες υποχρεώσεις αναφοράς και πολύ λιγότερο ανεπτυγμένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κανονιστικά πλαίσια.
Περιορίζοντας δραστικά το πεδίο εφαρμογής αυτών των Οδηγιών κι αφαιρώντας το ουσιαστικό τους περιεχόμενο, οι Ευρωπαίοι εργοδότες απλώς διευκολύνουν τις πολυεθνικές από χώρες με χαμηλότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα να κατακτήσουν μερίδιο αγοράς από ευρωπαϊκές εταιρείες εντός της ίδιας της ΕΕ. Παραδίδουν, κυριολεκτικά, στους ανταγωνιστές τους ένα πλεονέκτημα τυλιγμένο σε δώρο στην εγχώρια αγορά τους, μια πράξη εμπορικού αυτοσαμποτάζ που αψηφά κάθε λογική εξήγηση.
Αυτή η αντίθεση αποδεικνύεται, επομένως. διπλά αντιπαραγωγική, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τόσο την υπεράσπιση της παραγωγής εντός της ΕΕ, όσο και την ανταγωνιστική θέση των ίδιων των ευρωπαϊκών εταιρειών στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Αντί να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ, όπως τείνουν να ισχυρίζονται, οι Ευρωπαίοι εργοδότες αυτοκτονούν και καταστρέφουν μαζί τους και την υπόλοιπη ευρωπαϊκή κοινωνία.
*Ο Γκιγιόμ Ντουβάλ είναι σύμβουλος του Ινστιτούτου Jacques Delors, πρώην αρχισυντάκτης της οικονομικής επιθεώρησης Alternatives Economiques και πρώην λογογράφος του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτική και πολιτικής ασφάλειας Ζοζέπ Μπορέλ.
**Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στα ελληνικά σε συνεργασία με το Social Europe.