Το FootballON: More Than Goals είναι το πρώτο ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron για την ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Διεισδύουμε σε διαφορετικές θεματικές ενότητες και φωτίζουμε πτυχές και διαστάσεις του αθλήματος που βγαίνουν έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, περνούν στην κερκίδα, στο επαγγελματικό, επενδυτικό και ερευνητικό πεδίο, και εισχωρούν στη σφαίρα της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στόχος του προγράμματος είναι να διευρύνουμε το πεδίο αντίληψης του σύγχρονου ποδοσφαίρου και να κατανοήσουμε πως οικοδομείται, που φτάνει, ποιους αφορά, πως μεταλλάσσεται και εξελίσσεται μέσα σε ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.
Το project FootballON: More Than Goals πραγματοποιείται σε συνεργασία με το AnotherFootball, έναν οργανισμό που οραματίζεται και χτίζει ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο και κόσμο, βασισμένο στην αλληλεγγύη, τη συνεργασία και τη βιωσιμότητα.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2025.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org

Ο Μικαέλ Κορέια είναι δημοσιογράφος στο Mediapart, ερευνητής σε ζητήματα κλιματικής αλλαγής και ποδοσφαιρικής ιστορίας, και συγγραφέας. Συμμετέχει στο project FootballON: More Than Goals του ETERON, μιλώντας για τη σχέση ποδοσφαίρου-πολιτικής, τα ακριβά εισιτήρια στα γήπεδα, τη σχέση της εθνικής ομάδας με την εθνική ταυτότητα και το οπαδικό κίνημα.
Με το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ είδαμε πόσο στενά μπορεί να συνδεθεί το ποδόσφαιρο με σύνθετα πολιτικά ζητήματα. Πως βλέπετε να εξελίσσεται η σχέση μεταξύ ποδοσφαίρου και πολιτικής στο μέλλον;
Υπάρχουν γεγονότα μέσα στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία που τα εκμεταλλεύτηκαν αυταρχικά καθεστώτα για την προώθηση της δικής τους ατζέντας. Αυτό είναι ένα διαχρονικό ζήτημα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, το οποίο διοργανώθηκε στην Ιταλία των ημερών του Μπενίτο Μουσολίνι ή το Μουντιάλ του 1978 στην Αργεντινή του δικτάτορα Βιντέλα, το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Ρωσία το 2018 και στο Κατάρ το 2022, αποτελούν τέσσερα μόνο παραδείγματα εκμετάλλευσης του ποδοσφαίρου από αυταρχικά καθεστώτα.
Αναμφίβολα το ποδόσφαιρο αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Όπως επίσης και μία αντανάκλαση των σύγχρονων γεωπολιτικών ισορροπιών. Τόσο το τουρνουά του 2018 στη Ρωσία, όσο και εκείνο του 2022 στο Κατάρ αποκαλύπτουν τη θέση των δύο χωρών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σύστημα. Το ίδιο ισχύει και με τη Σαουδική Αραβία, που θα φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2034.
Ένα στοιχείο επίσης που είναι σημαντικό να σημειώσουμε, είναι εκείνο του τρόπου με τον οποίο το ποδόσφαιρο γίνεται όλο και περισσότερο πεδίο προβολής μεγάλων επιχειρήσεων, και ειδικά επιχειρήσεων που με τη δραστηριότητά τους επιβαρύνουν το κλίμα και οξύνουν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες και εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο φυσικό αέριο, όπως η Gazprom για παράδειγμα, επενδύουν στο ποδόσφαιρο μεγάλα ποσά. Η συγκεκριμένη εταιρία ήταν ο βασικός χορηγός του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας, όπως επίσης και ένας από τους βασικούς χορηγούς του Τσάμπιονς Λιγκ.
Πέρα από χορηγός ρωσικών ομάδων, έχοντας δώσει και το όνομά της σε ποδοσφαιρικά γήπεδα, η Gazprom ήταν ο βασικός χορηγός της γερμανικής Σάλκε μέχρι και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Η TotalEnergies είναι επίσης ο κύριος χορηγός του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής (Copa Africa), ενώ η Aramco, συμφερόντων Σαουδικής Αραβίας, έχει αναπτύξει στρατηγική συνεργασία με την FIFA, την παγκόσμια ποδοσφαιρική ομοσπονδία.
Η σειρά «Ted Lasso», που ακολουθεί έναν Αμερικανό προπονητή κολεγιακού ποδοσφαίρου, ο οποίος προσλαμβάνεται για να προπονήσει μια αγγλική ομάδα ποδοσφαίρου, έχει γίνει μια από τις πλέον δημοφιλείς σειρές για το άθλημα. Εκτιμάτε ότι οι αναπαραστάσεις του ποδοσφαίρου στην ποπ κουλτούρα, όπως μέσα από τέτοιες σειρές, συμβάλλουν σε μια βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικών διαστάσεων κι αναφορών του αθλήματος;
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια βγαίνουν σειρές που αφορούν την ποδοσφαιρική κουλτούρα και οι περισσότερες έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Υπάρχουν κι άλλες μορφές τέχνης που αναδεικνύουν την ποδοσφαιρική κουλτούρα, κι άλλα πεδία εικαστικών τεχνών που αναγνωρίζουν στο ποδόσφαιρο τον πραγματικό κοινωνικό του ρόλο, πέρα από ένα αθλητικό γεγονός και μια ανάλυση που προκύπτει από ένα ματς.
Έχουμε επίσης ενδιαφέρουσες εκδόσεις και βιβλία για το ποδόσφαιρο, έχουμε εκπομπές σε κανάλια στο YouTube, podcast, πολλά και ενδιαφέροντα κείμενα ή ακόμα και ιστοσελίδες που αφορούν το ποδόσφαιρο πέρα από το ματς. Για μένα προσωπικά αυτό δείχνει ότι πλέον το άθλημα γίνεται αντιληπτό ως ένα πολιτιστικό φαινόμενο, ως κουλτούρα, ως λαϊκή κουλτούρα.
Είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη των τελευταίων ετών όλο αυτό γιατί φεύγει από τον κλασικό σχολιασμό και την ανάλυση ενός παιχνιδιού και βλέπει το ποδόσφαιρο ως κάτι που πραγματικά είναι. Έχει ενδιαφέρον να δούμε ακόμα ότι το ποδόσφαιρο μπαίνει και στα μουσεία, μπαίνει σε χώρους εκθέσεων, όπως για παράδειγμα η μεγάλη έκθεση που έγινε πρόσφατα στο Centre Pompidou στο Παρίσι με ομιλίες και εικαστικές εκθέσεις γύρω από το άθλημα, Αντίστοιχα ενδιαφέρουσα ήταν η έκθεση του Institut du Monde Arabe για το ρόλο του ποδοσφαίρου στην «Αραβική Άνοιξη», τι δρόμους άνοιξε και ποιες διαστάσεις ανέδειξε.
Υπάρχουν πολλές ακόμη προσπάθειες και πρωτοβουλίες στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλες χώρες για να γίνει αντιληπτό το ποδόσφαιρο ως προϊόν της λαϊκής κουλτούρας κι αυτό εγώ το βρίσκω πάρα πολύ αναζωογονητικό και όμορφο. Το ποδόσφαιρο είναι, πάνω από όλα, ένα πολιτιστικό γεγονός κι αυτό γίνεται κατανοητό σε μεγάλα κοινωνικά στρώματα.
Στο βιβλίο σας «Une Histoire Populaire du Football» (éditions la Découverte, 2020) ερευνάτε τη σύνθετη σχέση μεταξύ ποδοσφαίρου και εθνικής ταυτότητας. Με την άνοδο της παγκοσμιοποίησης, τις μετακινήσεις και την ενσωμάτωση πληθυσμών, προσφύγων και μεταναστών σε νέους τόπους, πως αντιλαμβάνεστε την έννοια της εθνικής ταυτότητας και πως αυτή εξελίσσεται μέσα στο ποδόσφαιρο;
Θα φέρω ως παράδειγμα τη Γαλλία. Εκεί επανέρχεται κατά καιρούς στη δημόσια σφαίρα ένα πολύ μεγάλο ντιμπέιτ γύρω από τη σχέση του ποδοσφαίρου με την εθνική ομάδα. Το θέμα ξεκίνησε κυρίως όταν η Γαλλία διοργάνωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 και υπήρχε ένα μια φράση, το «Black, Blanc Beur», «Μαύροι, Λευκοί και Άραβες» δηλαδή, φράση η οποία επί της ουσίας «αγκάλιαζε» όλες τις κοινότητες στη χώρα με στόχο να ωθήσει την γαλλική εθνική ομάδα στην επιτυχία. Η επιτυχία ήρθε με την κατάκτηση του τροπαίου κι άλλαξε όλο το αφήγημα που υπήρχε πριν, καλύπτοντας όλες τις αρνητικές αναφορές προς τους μαύρους, τους μουσουλμάνους, τους αφρικανικής ή αραβικής καταγωγής Γάλλους, προσφέροντας μια νέα αφήγηση ότι όλες οι κοινότητες μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά.
Τα επόμενα χρόνια μεσολάβησε μια περίοδος έντασης και κρίσεων, που αποτυπώθηκε κυρίως στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νοτίου Αφρικής το 2010, με την κρίση στην πολιτική να αντανακλάται και στην εθνική ομάδα. Έπρεπε να έρθει μια ακόμη επιτυχία, η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2018 στη Ρωσία, για να «σβήσει» και πάλι η φλόγα της έντασης και να επικρατήσει ένα κλίμα ενότητας.
Οι διάφορες φάσεις αυτής της δημόσιας συζήτησης για το ρόλο της εθνικής Γαλλίας και το γεγονός ότι έχει στη σύνθεσή της παίκτες από όλα τα μεταναστευτικά υπόβαθρα αναδεικνύει μια εμμονή με τη «λευκότητα» και με συγκεκριμένα πολιτισμικά πρότυπα, γεννώντας το ερώτημα «αν αυτός είναι δικός μας ή όχι», «πόσο Γάλλος είναι» κι άλλα αντίστοιχα ερωτήματα.
Υπάρχει κάποιο παράδειγμα παίκτη που βρίσκεται στο στόχαστρο; Και, επίσης, το μοτίβο που περιγράφετε παραπάνω, παρατηρείται και σήμερα στη Γαλλία;
Είναι μια συζήτηση που αναπτύσσεται παράλληλα με την άνοδο του εθνικισμού και του λαϊκισμού στη χώρα και το ρόλο που μπορεί να έχει μια εθνική ποδοσφαιρική ομάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εθνικιστικής παράκρουσης και υστερίας είναι ο Καρίμ Μπενζεμά, αν είναι ή δεν ήταν μουσουλμάνος, πόσο μουσουλμάνος είναι, αν το μούσι του είναι αρκετά μακρύ για να θεωρηθεί «θρησκευτικό» και «μουσουλμανικό» κι άλλες ιστορίες που τροφοδοτούσε η άκρα δεξιά για να συντηρείται.
Ωστόσο σε κοινωνίες, όπως η γαλλική, που είναι έντονα διασπασμένες και εντοπίζεται εσωτερική ένταση ή και σύγκρουση, η εθνική ομάδα συνεχίζει να παραμένει μια κοινότητα και ένα «κοινό πεδίο» ενσωμάτωσης. Πολλές φορές η άκρα δεξιά «τρελαίνεται» όταν βλέπει εθνικές ομάδες να προχωρούν και να επιτυγχάνουν, ειδικά όταν συμμετέχουν αθλητές από διαφορετικούς πολιτισμούς γιατί αυτό αποτελεί και απόδειξη του κόσμου και του πολιτισμού που η άκρα δεξιά δεν μπορεί να αποδεχθεί. Είναι η πραγματικότητα, βασικά, που δεν μπορεί να αποδεχθεί. Όπως είδαμε και στην περίπτωση της Γαλλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018, όταν πολίτες όλων των χρωμάτων κρατούσαν περήφανα τη γαλλική σημαία, η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα ήταν ίσως ένα από τα ελάχιστα πεδία όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να ταυτιστούν και με το κράτος και με την εθνική ταυτότητα παράλληλα.
Στο βιβλίο σας δίνετε επίσης έμφαση στον ρόλο των λαϊκών κινημάτων στη διαμόρφωση της ποδοσφαιρικής κουλτούρας. Ωστόσο, με την αυξανόμενη εμπορευματοποίηση του αθλήματος, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το ποδόσφαιρο χάνει τη σύνδεσή του με τις ρίζες του και με τις λαϊκές τάξεις. Συμφωνείτε με αυτήν την προσέγγιση;
Θα φέρω ως παράδειγμα το κόστος των εισιτηρίων για να παρακολουθήσει κανείς ένα ματς στο γήπεδο. Η αλήθεια είναι ότι πολλές ομάδες, όπως η Λίβερπουλ στην Αγγλία για παράδειγμα, ή στην περίπτωση της Γαλλίας η Λανς, η Σοσό και η Σεντ Ετιέν, ομάδες με παραδοσιακά ισχυρό λαϊκό έρεισμα, απομακρύνονται από τη βάση τους γιατί το κόστος του εισιτηρίου είναι τόσο υψηλό που η ιδέα παρακολούθησης ενός ματς στο γήπεδο εγκαταλείπεται. Όταν τα εισιτήρια είναι πολύ υψηλά, όταν στοιχίζουν 100 ή 200 ευρώ, δεν είναι εύκολο να μπει να παρακολουθήσει ο οποιοσδήποτε το παιχνίδι.
Επίσης, βλέπουμε ότι όλο και περισσότερες ομάδες γίνονται πρωτίστως εμπορικά brand. Δύσκολα βλέπεις πλέον γήπεδα τα οποία είναι συνδεδεμένα ή κουβαλούν μνήμες με τοπικούς ήρωες, που αφορούν την τοπική κοινότητα, και γίνονται πλέον περισσότερο εργαλεία διαφήμισης εταιρειών και προϊόντων. Διαφοροποιείται η λειτουργία του γηπέδου, αλλάζει η σύνδεση με τον οπαδό και τον φίλαθλο, αποδυναμώνεται ο ρόλος του γηπέδου ως φορέας συναισθήματος.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η συγκεκριμένη εξέλιξη μας κάνει να βλέπουμε το παιχνίδι κι από μία διαφορετική σκοπιά και να αναγνωρίζουμε ότι με την ανάπτυξη και εμπορευματοποίηση του αθλήματος, έρχονται κι άλλα ζητήματα στην επιφάνεια. Σημαντικότερο όλων είναι για μένα το ζήτημα των εργασιακών δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών και ποδοσφαιριστριών, οι διεκδικήσεις των αθλητών που σταδιακά έρχονται στο επίκεντρο της ποδοσφαιρικής καθημερινότητας. Όπως όλοι οι εργαζόμενοι σε όλα τα επαγγέλματα, έτσι και οι ποδοσφαιριστές είναι εργαζόμενοι και είναι πολύ σημαντικό αυτό που έγινε με τον Κανονισμό Μποσμάν το 1995 και έχει θετικές συνέπειες μέχρι και σήμερα, που δημιούργησε μια ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά και έδωσε σημαντικά δικαιώματα και παραχωρήσεις στους αθλητές, κάτι το οποίο φαινόταν αδιανόητο στο παρελθόν.
Αντίστοιχα κρίσιμο είναι το θέμα των εισιτηρίων στο οποίο αναφέρθηκα παραπάνω. Θα πρέπει το γήπεδο να είναι προσβάσιμο σε όλους και οι τιμές των εισιτηρίων να μειωθούν για να μπορεί να πηγαίνει ο κόσμος και να βλέπει τα ματς. Αυτή είναι μια συζήτηση που εκτιμώ ότι θα «ανοίξει» περισσότερο το επόμενο διάστημα.
Κανονισμός Μποσμάν
Ο Κανονισμός Μποσμάν (γαλ. Arrêt Bosman, αγγλ. Bosman ruling) προήλθε από απόφαση του 1995 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (European Court of Justice) σχετικά με την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την άμεση εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης της Ρώμης του 1957 (μετέπειτα, Άρ. 39 ΣΕΚ).
Η υπόθεση αφορούσε προσφυγή της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας του Βελγίου κατά του Βέλγου ποδοσφαιριστή Ζαν-Μαρκ Μποσμάν (Union Royal Belges des Sociétés de Football Association ASBL & others v. Jean-Marc Bosman; Case C-415/93, ECR I-4921) και προκάλεσε μια σημαντική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφορικά με την ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε).
Με την απόφαση Μποσμάν επιτράπηκε στους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές να μεταγράφονται ελεύθερα εντός της Ε.Ε. όταν λήγει το συμβόλαιό τους με κάποιο σύλλογο. Επίσης, ακυρώθηκαν όσοι κανονισμοί εθνικών ομοσπονδιών χωρών-μελών της Ε.Ε. επέβαλαν περιορισμούς σε τέτοιου είδους μεταγραφές, π.χ. αν επέβαλαν ένα ανώτατο όριο ξένων ποδοσφαιριστών. Η απόφαση αφορούσε μόνο σε ποδοσφαιριστές υπηκόους των χωρών-μελών της Ε.Ε., τους λεγόμενους κοινοτικούς, για τους οποίους επιτρεπόταν πλέον μεταγραφή ανεξαρτήτως αριθμού, σε αντίθεση με τους μη κοινοτικούς, για τους οποίους η κάθε ομοσπονδία διατήρησε τους κανονισμούς της.
Η μεγάλη ανησυχία είναι να μην καταλήξει στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο σαν το μπέιζμπολ στις ΗΠΑ, όπου τα εισιτήρια είναι πραγματικά πανάκριβα και εκείνοι που τελικά μπορούν να παρακολουθήσουν το άθλημα να είναι πολύ λίγοι, με τους υπόλοιπους να είναι αποκλεισμένοι και ουσιαστικά υποχρεωμένοι να το παρακολουθούν μέσα από την τηλεόραση και το laptop.
Πείτε μας για το οργανωμένο οπαδικό κίνημα. Είναι ένας παρεξηγημένος όρος που συχνά συγχέεται με τον χουλιγκανισμό και με ανθρώπους που ασκούν παραβατική δράση. Είναι έτσι;
Πάντα υπάρχει ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε αυτό το ζήτημα. Το οπαδικό κίνημα είναι ένα σύνολο ανθρώπων και δράσεων, με μεγάλη ιστορία μέσα στις δεκαετίες. Ναι, φυσικά υπάρχει το ζήτημα του χουλιγκανισμού, το οποίο εντοπίζεται με μεγαλύτερη ένταση πλεόν στην Ανατολική Ευρώπη, εκεί όπου παρατηρείται μεγαλύτερη καταστολή και κοινωνική καταπίεση.
Για την καταπολέμηση του χουλιγκανισμού χρειάζονται κυρίως πολιτικές πρόληψης, αλλά και πολιτικές εκπαίδευσης, σωστές πολιτικές εκπαίδευσης, κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει στη Γερμανία για παράδειγμα όπου το οπαδικό κίνημα είναι πολύ οργανωμένο και υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν τις κοινότητες των οπαδών, γνωρίζουν πώς να διαχειρίζονται μεγάλα πλήθη, όπως επίσης γνωρίζουν και μπορούν να διακρίνουν πρόσωπα τα οποία έχουν παραβατική συμπεριφορά και διεισδύουν στο κίνημα για να προκαλέσουν, για να το βλάψουν και να ασκήσουν βία.
Συνολικά τώρα για το οπαδικό κίνημα και τους ultras, όπως κάθε μεγάλο κοινωνικό κίνημα, αξίζει να το παρακολουθεί και να το μελετά κανείς μέσα από διαφορετικό πρίσμα, μέσα από τις ποικίλες διαστάσεις του, πώς αυτό αλληλεπιδρά με την κοινωνία, πώς επηρεάζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Οι κοινότητες των οργανωμένων οπαδών παρουσιάζουν πάρα πολλά και πολύ έντονα στοιχεία αλληλεγγύης, όπως είδαμε και τα τελευταία χρόνια μέσα στην πανδημία του κορονοϊού, όταν οργανωμένοι οπαδοί ομάδων σε πολλές χώρες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή στήριξης ευάλωτων κοινωνικά ομάδων και ανθρώπων, συνέδραμαν το έργο νοσηλευτών σε νοσοκομεία, οργάνωσαν καμπάνιες συλλογής τροφίμων. Αντίστοιχη κινητοποίηση από το οργανωμένο οπαδικό κίνημα καταγράφεται σταθερά και στο πεδίο της μετανάστευσης και το προσφυγικό, σε πολλές χώρες, ανεξάρτητα από την πολιτική ή κοινωνική συγκυρία.
Ακόμα -κι αυτό είναι κρίσιμο και για τη συζήτηση για το ποιο ποδόσφαιρο θέλουμε- οι κοινότητες των οργανωμένων οπαδών είναι εκείνες που με συλλογικές διαδικασίες κινητοποιούνται για ό,τι έχει να κάνει με το ποδόσφαιρο, ασκούν πίεση στις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων τους, διαφυλάττουν τα βασικά στοιχεία ταυτότητας της ομάδας του και συνολικά συμμετέχουν στις μεγάλες στιγμές του αθλήματος. Οι οργανωμένοι οπαδοί είναι βασικοί δρώντες στη διαμόρφωση και εξέλιξη του ποδοσφαιρου και για όσα συζητάμε και εμείς εδώ, αλλά και για όλα τα θέματα που προβληματίζουν και αφορούν όσους αγαπούν το άθλημα και όσα έχει προσφέρει και μπορεί να συνεχίζει να προσφέρει στις κοινωνίες.