
Η Γαλλία βρίσκεται ξανά στη δίνη μιας μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Μετά την αποτυχία του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνοσυνέλευση, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν διόρισε τον πέμπτο κατά σειρά πρωθυπουργό του σε μόλις δύο χρόνια: τον μέχρι πρότινος υπουργό Άμυνας, Σεμπαστιάν Λεκορνί. Η επιλογή του 39χρονου Λεκορνί, στενού συνεργάτη από το κόμμα του Μακρόν, το Renaissance, διέψευσε τις προσδοκίες για μια κίνηση και ένα πολιτικό «άνοιγμα» προς την κεντροαριστερά και το σοσιαλιστικό κόμμα.
Η πτώση του Μπαϊρού ήρθε ως επιστέγασμα μιας διαρκούς πολιτικής κρίσης. Η απόπειρά του να περάσει ένα σχέδιο λιτότητας με περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ για το 2026, με στόχο την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών συνάντησε την ολική άρνηση τόσο στο πολιτικό στρατόπεδο του Ζαν-Λικ Μελανσόν, όσο και στην πλευρά της Μαρίν Λεπέν, αλλά και μερίδας βουλευτών των Ρεπουμπλικάνων και των Σοσιαλιστών. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταπεινωτική πολιτική ήττα, με μόλις 196 από τις 558 ψήφους υπέρ του. Ο Μπαϊρού παρέδωσε μια χώρα βυθισμένη σε ένα αδιέξοδο με τρία κυρίαρχα στοιχεία: την πολιτική αβεβαιότητα, τη νευρικότητα στις διεθνείς αγορές και μια κοινωνική αναταραχή που βαθαίνει διαρκώς.
Τι φέρνει ο Σεμπαστιάν Λεκορνί στην πρωθυπουργία;
Ο νέος πρωθυπουργός είναι μια επιλογή-έκπληξη, αλλά και μια επιλογή, ένα πρόσωπο που βρίσκεται πολύ κοντά στον Γάλλο πρόεδρο. Ο χαμηλών τόνων Σεμπαστιάν Λεκορνί είναι ο μοναδικός υπουργός που έχει επιβιώσει σε όλους τους ανασχηματισμούς και τις πρόωρες εκλογές από την πρώτη εκλογή του Μακρόν το 2017. Έχει χτίσει ένα ισχυρό προφίλ ως πιστός σύμμαχος και ικανό κυβερνητικό στέλεχος, διατηρώντας στενές επαφές με τον κόσμο της γαλλικής επαρχίας. Παρότι κρατά χαμηλούς τόνους και είναι ιδιαίτερα συγκρατημένος στις δηλώσεις τους, η πολιτική του ευφυΐα αναγνωρίζεται από όλους. Η δημοτικότητά του ενισχύεται από τη γενική συναίνεση των κομμάτων -με εξαίρεση τη ριζοσπαστική Αριστερά- στην ανάγκη για αμυντική θωράκιση της χώρας απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Ο Λεκορνί, ως πρώην υπουργός Άμυνας, πρωτοστάτησε στην προώθηση του νομοσχεδίου για δαπάνες 413 δισ. ευρώ την περίοδο 2024-2030, μια κίνηση που του έδωσε αίγλη και κύρος σε ισχυρούς πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους.
Η επιλογή του από τον Μακρόν είναι ένα σαφές μήνυμα: ο Γάλλος πρόεδρος επιθυμεί να έχει κοντά του ένα πρόσωπο που μπορεί να επιβιώσει για ένα διάστημα στο ιδιαίτερα ασταθές και ευάλωτο πολιτικό τοπίο, δίνοντας το στίγμα ότι η χώρα δεν βρίσκεται αντιμέτωπη με κενό εξουσίας. Ωστόσο, η κατάσταση στη Γαλλία είναι τόσο σύνθετη που απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις. Η παρουσία του Λεκορνί στον πρωθυπουργικό θώκο δεν αναμένεται να φέρει πολλές αλλαγές στη σημερινή εικόνα της γαλλικής κυβέρνησης, με δεδομένο ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που στηρίζει και ο Γάλλος πρόεδρος δεν έχουν την πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση.
Τριπλό αδιέξοδο: Κοινοβουλευτική, οικονομική και κοινωνική Κρίση
Το πολιτικό διακύβευμα της Γαλλίας δεν είναι τόσο το πρόσωπο του πρωθυπουργού, όσο η «αριθμητική» του κοινοβουλίου. Η Εθνοσυνέλευση είναι κατακερματισμένη σε τρεις ουσιαστικά πολιτικές ομάδες που δεν μπορούν να συνεργαστούν. Η εξασφάλιση μιας πλειοψηφίας για να περάσει ένας προϋπολογισμός λιτότητας, ο οποίος κρίνεται απαραίτητος για τη μείωση του δημόσιου χρέους (3,4 τρισ. ευρώ) σύμφωνα με τον Γάλλο πρόεδρο, μοιάζει με άλυτη σπαζοκεφαλιά.
Το χρέος, που έμεινε στο παρασκήνιο κατά την περίοδο των μεγάλων κινητοποιήσεων των «Κίτρινων Γιλέκων» και της σύγκρουσης για τις συντάξεις, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο. Το σχέδιο του Μπαϊρού για περικοπή δαπανών και κατάργηση δύο δημόσιων αργιών, θεωρήθηκε εξαιρετικά άδικο για τους εργαζομένους, με το σύνθημα «Δουλέψτε περισσότερο για να κερδίσετε λιγότερα» να συνοψίζει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Στο πολιτικό αδιέξοδο έρχεται να προστεθεί και η κοινωνική αναταραχή, η οποία εκδηλώθηκε με πρωτοφανή ένταση την Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου με την κινητοποίηση του κινήματος «Bloquons tout» («Μπλοκάρουμε τα πάντα»). Χιλιάδες πολίτες βγήκαν στους δρόμους σε όλη τη Γαλλία, με επίκεντρο το Παρίσι, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα για μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στα μέτρα λιτότητας.
Το κίνημα μοιάζει να έχει αρκετές ομοιότητες με τα «Κίτρινα Γιλέκα», ανακοινώνοντας παράλληλες κινητοποιήσεις μαζί με τη γενική απεργία που έχουν κηρύξει τα συνδικάτα για τις 18 Σεπτεμβρίου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο οι δύο αυτές παράλληλες κινητοποιήσεις να ενωθούν και να πορευτούν συλλογικά. Ο Μακρόν, που αναγκάστηκε να υποχωρήσει στον φόρο καυσίμων κατά την πρώτη θητεία του, γνωρίζει καλά πόσο γρήγορα μπορούν μαζικά κινήματα να οδηγήσουν σε εκρηκτικές καταστάσεις με ορατές τις συνέπειες στο πολιτικό και εκλογικό πεδίο.
Το δίλημμα για τον Γάλλο πρόεδρο είναι μεγάλο. Οι επιλογές του είναι περιορισμένες. Το σενάριο της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης και της προκήρυξης πρόωρων εκλογών, αν και ζητείται επιτακτικά από την Μαρίν Λεπέν, φαίνεται απίθανο αυτή τη στιγμή. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι κάτι τέτοιο θα ωφελούσε το κόμμα της, τον Εθνικό Συναγερμό (RN), χωρίς όμως να είναι δυνατή η συγκέντρωση απόλυτης πλειοψηφίας. Ο Μακρόν έχει ήδη «καεί» μια φορά από ένα τέτοιο πείραμα, όταν τον Ιούνιο του 2024 διέλυσε τη Βουλή και κατέληξε μετά τις εκλογές με λιγότερες έδρες.
Μια εναλλακτική λύση θα ήταν η αναζήτηση νέων συμμαχιών. Το σενάριο της σύμπραξης με τους Σοσιαλιστές, που διαθέτουν 66 έδρες, έχει πέσει στο τραπέζι, αλλά το τίμημα –η επιβολή ενός εμβληματικού φόρου περιουσίας– κρίνεται απαράδεκτο από τον Μακρόν, ο οποίος θεωρεί ότι θα πλήξει την εικόνα της Γαλλίας ως ελκυστικού επενδυτικού κέντρου.
Η επόμενη μέρα για τη Γαλλία και η αντανάκλαση στην Ευρώπη
Η κατάσταση στη Γαλλία δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα. Η πολιτική αστάθεια συνιστά ένα σημαντικό ρήγμα στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Ευρωζώνης. Η Γαλλία, ως μία από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις της Ένωσης μαζί με τη Γερμανία, έχει έναν κρίσιμο ρόλο στην οικονομική και γεωπολιτική σταθερότητα της ηπείρου. Το πολιτικό αδιέξοδο και οι συνεχείς κρίσεις στο Παρίσι δημιουργούν νευρικότητα στις αγορές και θέτουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις διεθνείς της υποχρεώσεις.
Ήδη, οι αγορές ομολόγων δείχνουν σημάδια ανησυχίας, με την απόδοση των γαλλικών δεκαετών ομολόγων να πλησιάζει αυτή της Ιταλίας. Η επανεξέταση της αξιολόγησης της χώρας από τον οίκο Fitch αποτελεί έναν ακόμα λόγο για προβληματισμό στο Ελιζέ, καθώς μια υποβάθμιση θα μπορούσε να αυξήσει το κόστος δανεισμού της Γαλλίας, δημιουργώντας ένα φαινόμενο ντόμινο για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Μια Γαλλία με αποδυναμωμένη οικονομία, κοινωνία στους δρόμους και πολιτική μεταβλητότητα θα είναι λιγότερο ικανή να ηγηθεί των πρωτοβουλιών στην Ένωση, ιδιαίτερα σε κρίσιμα ζητήματα όπως η άμυνα και το κοινωνικό κράτος.
Το πολιτικό χάος στη Γαλλία όμως αντικατοπτρίζει σε ένα βαθμό και μια ευρύτερη τάση στην Ευρώπη. Ο κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος, η αδυναμία των παραδοσιακών κεντρώων κομμάτων και των προοδευτικών κομμάτων να δώσουν λύσεις στα προβλήματα των πολιτών και η κατάσταση πόλωσης ενισχύουν πρωτίστως την άκρα δεξιά, μια τάση που παρατηρείται σταθερά τα τελευταία χρόνια σε πολλά κράτη-μέλη.
Ο νέος πρωθυπουργός, Σεμπαστιάν Λεκορνί, παραλαμβάνει μια χώρα ακόμη πιο ασταθή από εκείνη που αφήνει πίσω του ο Μπαϊρού. Το επόμενο διάστημα η ικανότητά του να διαχειριστεί τις κινητοποιήσεις, να περάσει έναν προϋπολογισμό λιτότητας, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να κερδίσει την κοινωνική ηρεμία που απαιτείται για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα θα καθορίσει όχι μόνο το άμεσο μέλλον της Γαλλίας, αλλά θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό και την πορεία της Ευρώπης στο σύνολό της. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και σίγουρα η πολλαπλή κρίση που κλονίζει στη χώρα δεν θα περάσει εύκολα και αναίμακτα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.