PROJECT: FootballON: More Than Goals

PROJECT: FootballON: More Than Goals

Κλείσιμο
Project: FootballON: More Than Goals
εξωγηπεδική ζωή

Bλαντίμιρ Μπόρκοβιτς: «Η Gen Z ζητάει περισσότερα από τους ποδοσφαιριστές, παρακολουθεί σημαντικά την εξωγηπεδική τους ζωή»

Ο δρ. Βλαντίμιρ Μπόρκοβιτς είναι επικεφαλής στρατηγικών συνεργασιών της Common Goal, οργάνωση που δραστηριοποιείται στην στήριξη ευάλωτων κοινοτήτων μέσα από το ποδόσφαιρο. Συμμετέχει στο project FootballON: More Than Goals του ETERON, μιλώντας για το έργο του οργανισμού, την κοινωνική δύναμη του ποδοσφαίρου, το ρατσισμό στα γήπεδα, τη σχέση των νέων και της Gen Z με το άθλημα. 

Τι είναι το 1% για το οποίο κάνετε καμπάνια στο Common Goal;

Αφορά την απόδοση του 1% του ετήσιου εισοδήματος των ποδοσφαιριστών για τη στήριξη ευάλωτων κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο. Επί της ουσίας, δεν είναι κάτι που εμείς επινοήσαμε. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι για να καταφέρει κανείς να συγκεντρώσει χρήματα για την εξυπηρέτηση ενός κοινού σκοπού, όπως συμβαίνει για παράδειγμα και με τις πολιτικές εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Η ιστορία πάει πίσω στο 2017, όταν στο Common Goal ξεκινήσαμε την συγκεκριμένη εκστρατεία με το σκεπτικό ότι η ποδοσφαιρική «μηχανή» έχει πάρα πολλά χρήματα να διαθέσει, οι μεγάλοι επαγγελματίες αθλητές πληρώνονται πάρα πολύ καλά και δεν είναι ορθολογικό και κοινωνικά βιώσιμο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Εμείς θέλουμε να δώσουμε πίσω στις αδύναμες κοινότητες και στους ανθρώπους ένα μικρό κομμάτι της αναδιανομής του πλούτου και αυτό επιδιώκουμε να γίνει όχι με τρόπο συμβολικό, αλλά ουσιαστικό. 

Για εμάς, είναι επίσης και ένας τρόπος να δείξουν οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές ότι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στις κοινωνίες, ότι μπορούν να συμβάλλουν ενεργά και απτά στην κοινωνική ανάπτυξη και πως δεν αρκεί να παίζουν απλά ένα παιχνίδι ή να δίνουν συνεντεύξεις μετά τα ματς. Για εμάς, είναι σημαντικό να αποτελέσουμε το «σπίτι», τον πυρήνα, το μέρος όπου συγκεντρώνονται όλοι οι αθλητές που θέλουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κοινωνίας και την καταπολέμηση των ανισοτήτων και η καμπάνια του 1% κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Από αυτό το 1%, το 90% πηγαίνει στις τοπικές κοινότητες που το έχουν ανάγκη και το υπόλοιπο 10% το αξιοποιούμε για να υπάρχουμε εμείς, για τη λειτουργία του οργανισμού μας, για να συνεχίζουμε το έργο μας.   

Ποιοι ποδοσφαιριστές θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της καμπάνιας σας; 

Είναι πολλοί οι αθλητές που στηρίζουν το εγχείρημά μας. Ένας από τους ένθερμους υποστηρικτές είναι ο Χουάν Μάτα, ο οποίος ξεκίνησε να μας στηρίζει από την αρχή και θέλησε και ο ίδιος να συμβάλλει ενεργά για να πείσει συναθλητές του και να επηρεάσει ευρύτερα την ποδοσφαιρική βιομηχανία. Το κίνημα -γιατί πλέον πρόκειται για κίνημα- αναπτύχθηκε γρήγορα, ο Ματ Χούμελς και η Άλεξ Μόργκαν το «πήραν πάνω τους», μπήκαν στην ομάδα και σήμερα έχουμε φτάσει να έχουμε πάνω 250 αθλητές με τους οποίους συνεργαζόμαστε. Είμαστε περήφανοι γιατί υπάρχει ισορροπία μεταξύ ανδρών και γυναικών αθλητών και βλέπουμε σταδιακά να εντάσσονται στην πρωτοβουλία και ποδοσφαιρικές ομάδες και ομοσπονδίες, όπως η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ουαλίας, η ποδοσφαιρική συνομοσπονδία της Ωκεανίας (OFC), όλες οι χώρες της περιοχής, αλλά ακόμη και εταιρείες εκπροσώπησης παικτών. Έχουμε διαμορφώσει μια αξιόπιστη δομή και ομάδα, όλοι οι αθλητές, οι προπονητές, όσοι συμμετέχουν στο σχήμα ενισχύουν το σκοπό και την αξιοπιστία του εγχειρήματος και αυτό είναι το πιο σημαντικό για εμάς αυτή τη στιγμή. Για όλους εμάς που ξεκινήσαμε πίσω στο 2002 αυτή την υπόθεση με το Street Football World, είναι σκοπός ζωής. 

Πολλοί παίκτες, όπως ο Βινίσιους ή ο Ινιάκι Γουίλιαμς, έχουν πέσει θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και στο γήπεδο και στα social media. Είναι οι επιθέσεις αυτές αντανάκλαση ενός ευρύτερου κοινωνικού προβλήματος; Μπορούν να αντιμετωπιστούν; 

Κάθε συμπεριφορά έχει μια ρίζα από κάτω και ξεκινά από νεαρή ηλικία, από την ανάπτυξη του παιδιού. Αν δεν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της βίας και του ρατσισμού από τη ρίζα τους, όπως για παράδειγμα το να λένε κάποιοι ρατσιστικά συνθήματα στα γήπεδα, δεν θα δεν θα πάμε πουθενά. Ο στόχος ο δικός μας είναι μέσα από την οικογένεια, μέσα από την επιρροή των παικτών, μέσα από την εκπαίδευση να αλλάξουμε αυτές τις συμπεριφορές και να διαμορφώσουμε νέα πρότυπα. Απέναντι σε τέτοια φαινόμενα χρειάζεται ολιστική προσέγγιση και αντιμετώπιση των στερεοτύπων εντός και εκτός γηπέδων. Ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των social media είναι επίσης πολύ σημαντικός σε αυτή την κατεύθυνση, γιατί όταν ένας νέος σε ηλικία οπαδός για παράδειγμα βλέπει κάποιον άλλο στην κερκίδα να βρίζει ή να πετάει μπανάνες σε ένα παίκτη και δεν τιμωρείται, τότε αναπαράγεται η ίδια συμπεριφορά, γίνεται αποδεκτή και πολλαπλασιάζεται. Δεν είναι απαραίτητα κάποιος ρατσιστής όταν υιοθετεί ή κοπιάρει μια τέτοια συμπεριφορά, απλά μιμείται μια κατάσταση όταν βλέπει ότι είναι αποδεκτή.

Μπορούν όμως να αντιμετωπιστούν τέτοια φαινόμενα;  

Ναι, μπορούν και πρέπει να αντιμετωπιστούν. Υπάρχουν πλατφόρμες και πρωτοβουλίες, όπως η πλατφόρμα WeAre8, που προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε αυτά τα φαινόμενα, να τα ξεριζώσουν και κυρίως να κάνουν τους οπαδούς συνολικά να καταλάβουν πόσο καταδικαστέες είναι τέτοιες συμπεριφορές για την κοινωνία μας. Διαφορετικά, αν συνεχίζονται τέτοιες συμπεριφορές, θα αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση σε πολλούς ανθρώπους ότι είναι ανεκτές και ότι είναι οκ να επαναλαμβάνονται και να συμβαίνουν, ότι είναι κουλ και ότι δεν τρέχει τίποτα αν συμβαίνουν.

 Όταν κάποιος βλέπει για παράδειγμα ότι ο Βινίσιους, που έχει πέσει θύμα ρατσιστικών επιθέσεων, να βγαίνει δημόσια και να υπερασπίζεται τον εαυτό του, να μην ανέχεται να συμβαίνει απέναντι του ξανά και ξανά το ίδιο, διαμορφώνει μια κατάσταση, μια κουλτούρα συμπεριφοράς την οποία μπορούν να αναπαράξουν και άλλοι παίκτες και να το καταλάβουν και αυτοί που βρίσκονται στην κερκίδα. Ως κοινωνικός επιστήμονας και ψυχολόγος γνωρίζω ότι αυτά τα πρότυπα συμπεριφοράς μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα καλό παράδειγμα και όταν πολλαπλασιάζεται το καλό παράδειγμα μόνο θετικά αποτελέσματα μπορούμε να έχουμε. Η αλλαγή κουλτούρας δεν ξεκινάει από τα πάνω προς τα κάτω (top down), από κάποιες αυστηρές ενδεχομένως αποφάσεις ομοσπονδιών ή ομάδων, αλλά από τα κάτω προς τα πάνω (bottom up), από τους ίδιους τους ανθρώπους, από την ίδια την κοινωνία, από την ίδια την κερκίδα. Και φυσικά από τους παίκτες.

 Το ποδόσφαιρο μπορεί να αποτελέσει δύναμη συμφιλίωσης μέσα σε εμφύλιες συρράξεις, όπως στην περίπτωση της Ακτής Ελεφαντοστού και του Ντιντιέ Ντρογκμπά το 2005, μπορεί όμως να τροφοδοτήσει και τη σπίθα μιας σύγκρουσης, όπως στην περίπτωση του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας και του ντέρμπι μεταξύ της Ντινάμο Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου τον Μάιο του 1990. Πως γίνεται το ποδόσφαιρο να έχει τόσο αντιθετικές όψεις; 

 Καλό ερώτημα και οφείλω να σας πω ότι ακόμα αναζητάμε την απάντηση σε αυτό. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο το ποδόσφαιρο, όπως είναι παγκόσμιο φαινόμενο η κατάσταση στην κερκίδα και όλη αυτή η αγάπη των οπαδών προς την ομάδα τους. Μια σημαντική ερμηνεία εδώ είναι ότι ο νέος κόσμος, οι νέοι σε ηλικία άνθρωποι, είναι συχνά αποκλεισμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και τις εξελίξεις και στρέφονται στις ομάδες και το οπαδικό κίνημα για να βρουν ένα πεδίο δράσης και εκπροσώπησης. Προσωπικά πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι καταλύτης θετικών εξελίξεων στην κοινωνία, μπορεί να ασκήσει σημαντική επιρροή στην εξέλιξη της κοινωνίας, όμως την ίδια στιγμή έχει και κάποιες αρνητικές όψεις. 

Αν πάρουμε το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας, όπως είπατε και εσείς. Η χώρα ήδη βρισκόταν σε μια πορεία διάλυσης, οπότε το ποδόσφαιρο απλά ενσωματώθηκε σε αυτή τη διαδικασία και αποτέλεσε, ας πούμε, ένα μόνο στοιχείο αυτής της πορείας. Είδαμε τον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν να κλωτσάει έναν αστυνομικό σε εκείνο το ντέρμπι, ωστόσο ό,τι έγινε εκείνη την ημέρα αποτελούσε μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Η ένταση κυοφορούνταν για πάνω από 50 χρόνια εντός της Γιουγκοσλαβίας. Το ποδόσφαιρο δεν είναι πανάκεια, δεν μπορεί να θεραπεύσει τα πάντα · αν ήταν έτσι θα δινόταν και ως φάρμακο σε παιδιά, όταν θα ήταν άρρωστα για παράδειγμα, θα έπαιζαν ποδόσφαιρο ένα χρόνο ή για ένα διάστημα τέλος πάντων και αυτό θα τους θεράπευε μια και καλή από την αρρώστια. Δεν είναι όμως έτσι δυστυχώς τα πράγματα και το ποδόσφαιρο φαίνεται να είναι περισσότερο αυτή η ιδέα που μπορεί να προκαλέσει κάποιες θετικές αλλαγές και να αξιολογηθεί ως κοινωνικό φαινόμενο. Πολλές φορές θα έλεγα ότι το άθλημα επαληθεύει το ρητό του Τόμας Χομπς, το homo homini lupus, ότι δεν είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον ως άνθρωποι, ότι αναπτύσσουμε ζωώδη συμπεριφορά μεταξύ μας, αλλά μέσα από το ποδόσφαιρο βρίσκουμε ίσως τη δύναμη να αντιταχθούμε σε αυτή τη ρήση του Άγγλου φιλοσόφου.

 Ποια είναι τα σημαντικότερα εμπόδια με τα οποία έρχεστε αντιμέτωποι όταν αξιολογείτε ένα έργο, μια δράση ή μια συνεργασία που έχει ως βάση το ποδόσφαιρο; 

Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι ότι δεν μπορούμε να ενοποιήσουμε, να συγκεντρώσουμε σε ένα χώρο όλη την πληροφορία. Καθημερινά αξιολογούμε δράσεις και σκεφτόμαστε τρόπους ανάπτυξης και εισχώρησης σε νέα, διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, καθώς κάθε χώρα έχει τα δικά της ξεχωριστά πολιτιστικά ήθη. Το μοντέλο που χρησιμοποιούμε και προωθούμε δεν μπορεί να αποτελέσει τη μία και μοναδική μέθοδο σε αυτό που έχουμε σκοπό και αυτό που κάνουμε ως οργανισμός. Αν, για παράδειγμα, κοιτάξετε το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στην Ελλάδα, το Μαλάουι και τη Χιλή θα δείτε ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές καταστάσεις, πολλές διαφορετικές συνθήκες και πολλά διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης και επιρροής. Η πρόκληση δηλαδή είναι πρωτίστως μεθοδολογική.

 Η δεύτερη πρόκληση έχει να κάνει με την αξιολόγηση της επίδρασης και επιρροής του ποδοσφαίρου στη ζωή ενός νέου ανθρώπου. Είναι, ίσως, περιορισμένη η επίδραση που έχει στην καθημερινότητά του. Δεν ασκεί την ίδια επιρροή που ασκεί η οικογένειά του, η παρέα του, το σχολείο του και τείνουμε πολλές φορές να δίνουμε στο ποδόσφαιρο κάποιες ιδιότητες και δυνάμεις που είναι περισσότερο στη σφαίρα της δικής μας φαντασίας. Έχουμε δηλαδή την αίσθηση ότι αν ένα παιδί έρθει σε μια προπόνηση, ολοκληρώσει την προπόνησή του και μετά γίνει μια συζήτηση για τις διακρίσεις ή για το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο αποτελεί εκείνο το πεδίο που καταρρίπτονται πάσης φύσης διακρίσεις, όλα θα αλλάξουν. Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε επαρκώς πώς το ποδόσφαιρο επηρεάζει τη ζωή του και αυτό γιατί επανερχόμαστε πάλι στην πρώτη πρόκληση, που έχει να κάνει με τα δεδομένα, με τα διαθέσιμα, μετρήσιμα data.

Υπάρχει ωστόσο και η άλλη όψη που συζητήσαμε πρωτύτερα για το θετικό ρόλο του ποδοσφαίρου, για τη θετική δύναμη που ασκεί, έτσι δεν είναι; 

 Ναι, έτσι είναι. Αυτή η αδυναμία που εμείς εντοπίζουμε στο ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει και δύναμη, μπορεί να γίνει ένα συγκριτικό του πλεονέκτημα. Για παράδειγμα όταν μιλάμε για την καταπολέμηση του ρατσισμού στο ποδόσφαιρο και το εφαρμόζουμε στις προπονήσεις των παιδιών, το ίδιο συμβαίνει και στο πλαίσιο της οικογένειας, του σχολείου, της παρέας ενός παιδιού, που σημαίνει τελικά ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να αποτελέσει και κινητήρια δύναμη προς αυτή την κατεύθυνση. Έχει δηλαδή δύο όψεις αυτή η πρόκληση και αυτός ο προβληματισμός. 

 Για να το θέσω και αλλιώς, υπάρχει η πίστη, η εκτίμηση ότι το ποδόσφαιρο κάνει αυτό που κάνει με θετικό τρόπο αλλά δεν μπορούμε να το αποδείξουμε με συγκεκριμένα δεδομένα. Με τον ίδιο τρόπο που το πιστεύουμε δηλαδή. Επειδή λοιπόν υπάρχει αυτή η δυσκολία, δίνουμε περισσότερο έμφαση σε ειδικά πρότζεκτ που μπορούν να στοχεύουν σε πρόσωπα, σε ποδοσφαιριστές που μπορούν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη στο άθλημα, για να μπορέσουμε να επαληθεύσουμε αυτή μας την εκτίμηση.

Μετά από τόσα χρόνια που ασχολείστε επαγγελματικά με την κοινωνική δύναμη του ποδοσφαίρου, πως σας βοήθησε το ίδιο το παιχνίδι να εξελιχθείτε ως άνθρωπος και ως επαγγελματίας;

Στο παρελθόν είχαμε μεγάλους αθλητές, όπως ο Σόκρατες, που άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή στην κοινωνική εξέλιξη του αθλήματος, όπως είχαμε επίσης σημαντικές προσωπικότητες τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990.  Σήμερα έχουμε περισσότερο αθλητές που είναι πιο καταρτισμένοι, που σπουδάζουν, που πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο, όπως έχουμε και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα social media που παρουσιάζουν θετικές ιστορίες που μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην κοινωνία. Είναι κάτι το οποίο δεν το είχαμε στο παρελθόν. Έχουμε ακόμα την γενιά Gen Z που ζητάει περισσότερα από τους αθλητές, που θέλει να τους βλέπει και έξω από το γήπεδο, που παρακολουθεί σημαντικά και την εξωγηπεδική τους ζωή. Σε αυτό το επίπεδο ο ρόλος του ποδοσφαιριστή είναι πολύ σημαντικός και είναι αυτός που τον κάνει ξεχωριστό στα μάτια της κοινωνίας και των νέων φυσικά. Αυτό το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι αθλητές, το αντιλαμβάνονται οι οικογένειές τους, ο κύκλος τους, οι ατζέντηδές τους και έτσι το ποδόσφαιρο αναπτύσσεται με δύο ξεχωριστούς τρόπους:  πρώτον, μέσα στον αγωνιστικό χώρο όπου γίνεται πιο τεχνικό, πιο άρτιο, πιο γρήγορο, πιο δυναμικό· δεύτερον, όταν ο αθλητής αναπτύσσει πολύ πιο έντονα την κοινωνική του διάσταση, αναλαμβάνει δράσεις, κινείται, αξιολογεί, συμμετέχει. 

 Έχουμε συγκεκριμένα παραδείγματα για το δεύτερο;  

Ναι, φυσικά. Έχουμε, μεταξύ άλλων, την περίπτωση του Μάρκους Ράσφορντ στην Μεγάλη Βρετανία, που συνέβαλε καθοριστικά με τις πρωτοβουλίες του στο ζήτημα της καταπολέμησης της παιδικής φτώχειας και της διατροφής των παιδιών, ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία του κορονοϊού. Οι παίκτες είναι όλο και πιο καταρτισμένοι και πιο «εξοπλισμένοι» συνολικά ως προσωπικότητες και υπάρχει επίσης και το κοινό για να τους ακούσει, το κοινό που θέλει να τους ακούσει και να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Χρειαζόμαστε ακόμη κάποιες δεκαετίες για να φτάσει στο ποδόσφαιρο να αποτελέσει αυτή την κοινωνική δύναμη που θα προκαλέσει σημαντικές εξελίξεις, αλλά η διαδικασία αυτή έχει ξεκινήσει και για την επόμενη και την μεθεπόμενη γενιά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.

Επίσης, μαζί με τους παίκτες, υπάρχουν και σύλλογοι που επιδρούν σημαντικά στην εξέλιξη των τοπικών κοινωνικών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Nordsjaelland, σύλλογο από τη Δανία, που έχει φτιάξει την ακαδημία «Right to Dream» με παραρτήματα στην Γκάνα και στην Αίγυπτο, με δραστηριότητα στη Χιλή και στο Σαν Ντιέγκο των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάθε παίκτης που υπογράφει στην ομάδα δεσμεύεται με βάση το συμβόλαιό του να δίνει το 1% του εισοδήματός του για τη στήριξη ευάλωτων κοινοτήτων. Πέρα από το έργο της ακαδημίας, ο σύλλογος συνεργάζεται με πολλούς νεαρούς παίκτες από αφρικανικές χώρες και από άλλες περιοχές σε όλο τον κόσμο και αυτό είναι και μια εκπαιδευτική διαδικασία που δεν είναι αμιγώς ποδοσφαιρική. 

Προσωπικά είμαι αισιόδοξος ότι τέτοια παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν και ότι το ποδόσφαιρο τελικά θα είναι αρωγός για το καλό και θα συνεχίζει να εξελίσσεται όλο και περισσότερο. Οι νεότερες γενιές απαιτούν κάτι τέτοιο και αν το δει κάποιος και από μια εμπορική σκοπιά, όσο δεν δίνεις ή δεν προσφέρεις στο κοινό σου αυτά που εκείνο ζητάει, τότε χάνεις την επιρροή πάνω σε αυτό, αποδυναμώνεσαι και οικονομικά, δυσκολεύει η δραστηριότητά σου και παύεις να έχεις «πάτημα» για να ασκείς το κοινωνικό σου έργο.

Πολιτική Cookies