Social Europe
Το φετινό βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά απονεμήθηκε στους Νταρόν Ατζέμογλου, Τζέιμς Ρόμπινσον και Σάιμον Τζόνσον. Δεν είναι μόνο τρεις ιδιαίτερα επιτυχημένοι, εξαιρετικά παραγωγικοί και καταξιωμένοι ερευνητές, αλλά είναι επίσης προς τιμή τους ότι έχουν δημοσιεύσει κείμενά τους όχι μόνο σε ακαδημαϊκά περιοδικά, αλλά και σε βιβλία που είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό.
Ωστόσο, μπορούν να τεθούν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με αυτό το βραβείο. Η αιτιολόγηση για την απονομή του βραβείου είναι πως έδειξαν ότι οι «συμπεριληπτικοί» πολιτικοί θεσμοί και η δημοκρατία δημιουργούν οικονομική ευημερία. Ας ξεκινήσουμε με αυτό που νοείται ως «συμπεριληπτικό», σε αντίθεση με τους μη συμπεριληπτικούς, πολιτικούς θεσμούς. Ένας ορισμός που παρουσιάζουν οι βραβευθέντες είναι ότι πρόκειται για θεσμούς που «ενθαρρύνουν την πλειοψηφία των ανθρώπων να συμμετέχουν σε οικονομικές δραστηριότητες, αξιοποιούν καλύτερα τα ταλέντα και τις δεξιότητές τους και επιτρέπουν στα άτομα να κάνουν τις επιλογές που επιθυμούν».
Το πρώτο ζήτημα σχετικά με τα παραπάνω είναι ότι η φύση αυτών των θεσμών είναι εξαιρετικά ασαφής. Δεν παρέχεται μια σαφής απάντηση σχετικά με τη βασικά στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν, καθιστώντας δύσκολο τον προσδιορισμό του πότε ένας θεσμός περνάει από το συμπεριληπτικό στο μη συμπεριληπτικό.
Δεύτερον, έχει υποστηριχθεί ότι, ιστορικά, οι θεσμοί είτε συμπεριληπτικοί, είτε μη συμπεριληπτικοί δεν ήταν αντίθετοι με το modus operandi των εθνικών οικονομιών. Η σκλαβιά πήγαινε χέρι-χέρι με την ίδρυση όσων αποκαλούνται συμπεριληπτικοί θεσμοί, όπως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και οι νομοθετικές συνελεύσεις, που είχαν περιορισμένο αλλά σταδιακά επεκτεινόμενο ρόλο στα σύγχρονα κράτη.
Το τρίτο ζήτημα είναι ότι μοιάζει σαν να λέμε ότι η καλή κοινωνία δημιουργεί την καλή κοινωνία. Όπως αναφέρει και η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών «οι καλοί πολιτικοί θεσμοί αποτελούν προϋπόθεση για καλούς οικονομικούς θεσμούς». Δεν υπάρχει επομένως μεγάλη θεωρητική απόσταση μεταξύ αυτού που εξηγείται και αυτού που πρέπει να εξηγηθεί. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτός ο τρόπος συλλογισμού είναι απλώς μια επανάληψη δεδομένων, σαν να δηλώνει δηλαδή κανείς ότι ο τρόπος με τον οποίο ψηφίζουν οι ψηφοφόροι καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κόμμα που προτιμούν περισσότερο.
Το τέταρτο ζήτημα είναι ότι η αναγνώριση της σημασίας των θεσμών δεν συνιστά μια νέα προοπτική. Το 1992, ο ιστορικός Ντάγκλας Νορθ τιμήθηκε με το ίδιο βραβείο ακριβώς γιατί υποστήριξε ότι οι θεσμοί είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της οικονομικής ανάπτυξης. Αν αυτό μπορεί να φαίνεται σήμερα προφανές, την εποχή που ο Νορθ λάμβανε το βραβείο του, η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες χωριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε δύο στρατόπεδα. Το ένα στρατόπεδο τόνιζε τη σημασία των βασικών κοινωνικών δομών: οι μαρξιστές είχαν επικεντρωθεί στην ταξική δομή, οι θιασώτες του φεμινιστικού κινήματος τόνιζαν την έμφυλη διαπάλη στην εξουσία και οι υποστηρικτές της θεωρίας του εκσυγχρονισμού επεσήμαιναν τον πολιτισμό ως θεμελιώδες δομικό φαινόμενο. Το άλλο στρατόπεδο επικεντρώθηκε στην ατομική συμπεριφορά, επηρεασμένη από διάφορους ψυχολογικούς παράγοντες. Η νέα τότε προσέγγιση του Νορθ έδωσε έμφαση στους θεσμούς, καθώς χρησίμευαν στη σύνδεση της ατομικής συμπεριφοράς με τους δομικούς παράγοντες μέσω (επίσημων και άτυπων) συστημάτων κανόνων και κανονιστικής συμπεριφοράς, όπως οι νόμοι και οι συνταγματικοί χάρες, καθώς και καθιερωμένων κοινωνικών κωδικών. Αν και αυτή η προοπτική ήταν σχετικά καινούργια για εκείνη την εποχή, σήμερα δεν κομίζει κάτι νέο.
Ένα βασικό επίσης ζήτημα είναι ο ισχυρισμός των βραβευθέντων ότι η δημοκρατία προωθεί την οικονομική ευημερία. Αυτή η προοπτική αποτυγχάνει να εξηγήσει την αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη της κομμουνιστικής Κίνας, η οποία έχει τραβήξει έναν άνευ προηγουμένου αριθμό ανθρώπων μακριά από την ακραία φτώχεια σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Πριν από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, ο Αμάρτια Σεν, επίσης αποδέκτης του ίδιου βραβείου, δημοσίευσε ένα ευρέως συζητημένο άρθρο που συνέκρινε την κομμουνιστική Κίνα με τη δημοκρατική Ινδία. Αν και ο Σεν, ινδικής καταγωγής, ήταν απρόθυμος να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, τελικά διαπίστωσε ότι η Κίνα ξεπέρασε την Ινδία σε σχεδόν κάθε μέτρηση της ανθρώπινης ευημερίας εκείνη την εποχή.
Η αδυναμία των σημερινών βραβευθέντων να εξηγήσουν την οικονομική επιτυχία της Κίνας προέρχεται από την έλλειψη κατανόησης σχετικά με τον κρατικό μηχανισμό της χώρας – μια διοίκηση που καταφέρνει να συνδυάσει υψηλά επίπεδα επαγγελματισμού με ισχυρό πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο. Αυτό το οργανωτικό μοντέλο, αν και σχετικά σπάνιο, δεν είναι αποκλειστικό στην Κίνα. Παρόμοιες δομές έχω παρατηρήσει, κατ’ εξαίρεση, τη μεταπολεμική περίοδο και στη Σουηδία και στις ΗΠΑ. Αν και αυτό το είδος συστήματος μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό, δεν είναι ιδιαίτερα δημοκρατικό.
Το ότι η δημοκρατία από μόνη της δεν είναι η κύρια αιτία οικονομικής ευημερίας μπορεί επίσης να καταδειχθεί συγκρίνοντας μικρές χώρες. Στη δεκαετία του 1960, τα μικρά νησιωτικά έθνη της Τζαμάικα και της Σιγκαπούρης ήταν και τα δύο φτωχά. Είχαν παρόμοιους πληθυσμούς και ταυτόχρονα απελευθερώνονταν από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία. Εκείνη την εποχή, μια αξιολόγηση της ανάπτυξής τους πιθανότατα θα είχε οδηγήσει τους περισσότερους παρατηρητές να προβλέψουν ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον για την Τζαμάικα. Η χώρα διέθετε εκτεταμένη καλλιεργήσιμη γη, άφθονους φυσικούς πόρους, απουσίαζαν εθνοτικές συγκρούσεις, είχε γεωγραφική εγγύτητα με τη μεγαλύτερη αγορά του κόσμου (τις Ηνωμένες Πολιτείες), ήταν μια εκκολαπτόμενη δημοκρατία και είχε δυνατότητες για μια ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία, ιδιαίτερα καθώς η Κούβα αποχωρούσε από αυτόν τον τομέα.
Αντίθετα, η Σιγκαπούρη είχε ένα σημαντικό μειονέκτημα: είχε πολύ περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη, καθόλου φυσικούς πόρους (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούσαν τον τουρισμό), καμία δημοκρατική ανάπτυξη, ήταν μακριά από μεγάλες αγορές και αντιμετώπιζε αξιοσημείωτες εθνοτικές διαιρέσεις στον πληθυσμό της. Fast forward εξήντα χρόνια μετά, και η αντίθεση είναι εντυπωσιακή. Η Σιγκαπούρη απολαμβάνει πλέον πολύ υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από τη Σουηδία και έχει εξαιρετικά καλές επιδόσεις όσον αφορά τις τυπικές μετρήσεις της ανθρώπινης ευημερίας. Σε σύγκριση με την Τζαμάικα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Σιγκαπούρης είναι τώρα δώδεκα φορές μεγαλύτερο.
Η ουσία του θέματος είναι ότι η Τζαμάικα ήταν μια λειτουργική δημοκρατία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις, ενώ η Σιγκαπούρη λειτουργούσε ως απολυταρχία. Η βασική διαφορά δεν έγκειται στην παρουσία της δημοκρατίας, αλλά στο γεγονός ότι η αυταρχική Σιγκαπούρη είχε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να εξαλείψει τη διαφθορά και να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού της συστήματος, επιτεύγματα που η δημοκρατική Τζαμάικα δεν κατάφερε να επιτύχει. Δυστυχώς, η δημοκρατία δεν εγγυάται μια θεραπεία για τη διαφθορά και την αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Στην πραγματικότητα, συχνά μπορεί να ισχύει το αντίθετο, ειδικά σε πρόσφατα εκδημοκρατισμένες χώρες.
Συνοψίζοντας, το φετινό Βραβείο Νόμπελ Οικονομίας μπορεί να συμπυκνωθεί στην εξής φράση: Ό,τι είναι αληθινό δεν είναι απαραίτητα νέο και ό,τι είναι νέο δεν είναι απαραίτητα αληθινό.
* Ο Μπο Ροθστάιν είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ.
** Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στα ελληνικά σε συνεργασία με το Social Europe.