Εάν η εκλογή του Donald Trump το 2016 εξέπληξε φιλελεύθερους αναλυτές, πολιτικούς και πολίτες, η επανεκλογή του το 2024 δεν προκάλεσε ένα αντίστοιχο συναίσθημα έκπληξης. Προκάλεσε, όμως πολλά ερωτήματα, όπως το πώς είναι δυνατόν ένας λαός να ψηφίζει ξανά κάποιον σαν και αυτόν. Έγινε ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ ο οποίος παραπέμφθηκε δύο φορές προς καθαίρεση ενώ επιπλέον του έχει απαγγελθεί σωρεία κατηγοριών και διώξεων και έχει μάλιστα ήδη καταδικαστεί για μερικές από αυτές. Αυτά τα «σοβαρά» ζητήματα φαίνεται να μην έχουν επιπτώσεις ως προς την δημοφιλία του. Αντίθετα, έχει πείσει τους οπαδούς του ότι «το κατεστημένο» τον κυνηγά, και κατ’ επέκταση κυνηγά τον ίδιον «τον λαό».
Μπορεί το 2016 οι Αμερικανοί να μην γνώριζαν τι ψήφιζαν, το 2024 όμως γνώριζαν και ήθελαν. Αυτό υπογραμμίζει πως τελικά ούτε η αλήθεια ούτε και η λογική έχουν σημασία στην πολιτική, τουλάχιστον όχι περισσότερη από το πάθος και την απόλαυση.
Μπορεί ο Trump να αποτελούσε «ανωμαλία» το 2016 και να απέκλινε από το παραδοσιακό ύφος των Ρεπουμπλικάνων υποψηφίων, το 2024 όμως δίνει και επίσημα νέο νόημα στο κόμμα το οποίο, αν και δύσπιστο το 2016, τώρα πια τον αγκαλιάζει σαν λυτρωτή του. Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν αποτελούν πλέον ένα συντηρητικό αλλά ένα «ριζοσπαστικό» κόμμα «ενάντια στο κατεστημένο» και, αν όχι τις οικονομικές, τις «πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ». Τι και αν ο Donald Trump δεν είναι πραγματικά μέρος του «λαού» που τον στηρίζει αλλά των ελίτ; Πως μπορούν οι ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων να υποστηρίζουν πολιτικούς που προωθούν τα μονοπώλια τα οποία κατασπαράζουν τους πρώτους; Πως μπορούν οι αγρότες να ψηφίζουν υπέρ της Monsanto; Πως μπορεί το φαρμακείο της γειτονιάς να ψηφίζει υπέρ των Walmart και το τοπικό βιβλιοπωλείο υπέρ της Amazon; Αυτά τα παράδοξα προσπαθεί να απαντήσει στο βιβλίο της Strangers in their Own Land η Arlie Russell Hochschild υποδεικνύοντας πως η ψήφος δεν είναι πάντα, ή σχεδόν ποτέ, οικονομική και δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τις υλικές συνθήκες των ψηφοφόρων.
Αν το 2016 η «τραμπική» συμμαχία απαρτιζόταν κυρίως από λευκούς, οκτώ χρόνια μετά η εξίσωση περιλαμβάνει επίσης μαύρους και λατίνους ψηφοφόρους. Αυτό δεν υπογραμμίζει μόνο την κανονικοποίηση του Trump στη δημόσια σφαίρα αλλά και μια εν δυνάμει κοινωνική και πολιτική ηγεμονία. Το εύρος της νίκης Trump αναδιατάσσει το πολιτικό παιχνίδι στις ΗΠΑ αφού η κλίμακα δεξιά-αριστερά δεν μπορεί να αφομοιώσει ούτε και να εξηγήσει πλήρως το εκλογικό αποτέλεσμα. Διαφαίνονται «νέες» διαιρετικές τομές που θέτουν από την μια τον φιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση και από την άλλη τον συντηρητισμό και τον εθνικό καπιταλισμό· την πολιτική ορθότητα και την «ελευθερία του λόγου» (πάντα στα στενά πλαίσια του ατομικισμού)· τους ειδικούς, τους εμπειρογνώμονες και τους τεχνοκράτες και την πάλη «του λαού» να ακουστεί ξανά· τον ελιτισμό και τον λαϊκισμό.
Πολιτικό στυλ, επιτέλεση και διασκέδαση
Πολλοί φιλελεύθεροι αναλυτές προσεγγίζουν τον Trump ως μια πολιτική καρικατούρα, γιατί δείχνει προφανή άγνοια για τα περισσότερα ζητήματα. Αντί να επικαλείται πηγές «υψηλού κύρους» για να υποστηρίξει το επιχείρημα του, π.χ. «σύμφωνα με τον οργανισμό Χ…» ή «τον έντιμο επιστήμονα Ψ», ο Trump επικαλείται την προσωπική του αυθεντία: «πιστέψτε με». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το πρόσωπο του και πολλές φορές ξεφεύγει από το θέμα για να μιλήσει για τα ξενοδοχεία του, τα σπίτια του και τα γήπεδα γκολφ του. Η πολιτική ορθότητα σίγουρα δεν αποτελεί μέρος του λόγου του, και χρησιμοποιεί συχνά λαϊκές και αμφιλεγόμενες εκφράσεις. Ενίοτε, γίνεται ακραίος ή και χυδαίος, τόσο ενάντια σε κοινωνικές ομάδες όπως οι μετανάστες, όσο και απέναντι σε πολιτικούς του αντιπάλους, τους οποίους υπόσχεται πως θα φυλακίσει.
Αντίθετα με την ευφράδεια λόγου που συνήθως παρατηρείται στους συμβατικούς πολιτικούς, ο λόγος του Trump είναι ακατέργαστος, οι προτάσεις του κοφτές, ανολοκλήρωτες και ασύντακτες. Σε αντίθεση με το κομψό στιλ πολιτικών σαν τους Obama ή τη Harris, τα κουστούμια του Trump είναι εμφανώς μεγαλύτερα σε μέγεθος και η αισθητική του κιτς. Ενώ οι πρώτοι έχουν το γούστο της υψηλής κοινωνίας, ο δεύτερος έχει γούστα «χαμηλής κουλτούρας». Η παρουσία του στη σκηνή είναι ασυνήθιστη: η αλλόκοτη χορογραφία, ο τρόπος που σουφρώνει το στόμα του και οι συχνοί μορφασμοί του. Σε αντίθεση με τους «καθωσπρέπει» συμβατικούς πολιτικούς, ο Trump έχει πάντα ένα ανεπίσημο ύφος, ακόμη και σε επίσημες περιστάσεις.
Ο λόγος και οι επιτελέσεις [performances] του Donald Trump, το ευρύτερο στυλ του, παραβιάζουν τους κανόνες πολιτικής αλλά και κοινωνικής συμπεριφοράς. Για τους φιλελεύθερους είναι ασύλληπτο το πώς κάποιος με μια τόσο «άξεστη» προσωπικότητα, που χαρακτηρίζεται από άγνοια και ακραία συμπεριφορά καταφέρνει να είναι τόσο δημοφιλής, πόσο μάλλον πρόεδρος της χώρας. Όμως, είναι ακριβώς αυτό το στυλ που συμβάλει στην πλατιά απήχησή του και στην ταύτιση μιας μερίδας του πληθυσμού μαζί του.
Τα shows που προσφέρει ο Donald Trump σπάνε την πλήξη της μεταπολιτικής συνθήκης. Η φιγούρα του Trump έρχεται σε ρήξη με τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς και ενσαρκώνει την περιφρόνηση, αν όχι την τιμωρία, του αποξενωμένου πολιτικού κατεστημένου. Μια τέτοια ανάγνωση αναδεικνύει την πολιτική λειτουργία και σημασία των εννοιών του «πολιτικού στυλ» και της «παράβασης» [transgression]. Η ρήξη δημιουργεί ευφορία και απόλαυση (δύο άλλες σημαντικές αλλά παραγκωνισμένες έννοιες στη πολιτική ανάλυση), σαγηνεύει τον «λαό», απελευθερώνει και κινητοποιεί συλλογικά πάθη που στην περίπτωση Trump έχουν να κάνουν με το μίσος και την νοσταλγία. Δημιουργούν μια πλατιά -και συνάμα παράδοξη ή αντιφατική στα μάτια πολλών- συμμαχία μεταξύ κατώτερων και ανώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων που εναντιώνονται στον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση – είτε γιατί οι αποτυχημένες πολιτικές τους έχουν προκαλέσει σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στα λαϊκά στρώματα είτε επειδή έχουν αλλάξει τον (φαντασιακό) χαρακτήρα του «γνήσιου» και «παραδοσιακού» τρόπου ζωής.
Ενώ οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, συμπεριλαμβανομένων και των Δημοκρατικών, έχουν χάσει την επαφή της με την καθημερινότητα του κόσμου και εμμένουν στις πολιτικές του (νέο)φιλελευθερισμού, ο Trump μοιρολογεί την Αμερική που παρακμάζει και υπόσχεται να την κάνει «σπουδαία ξανά», μέσα από ένα νοσταλγικό αντιδραστικό αφήγημα. Παίρνει τον ρόλο του «αυστηρού πατέρα», όπως λέει ο George Lakkoff, και υπόσχεται να επιβάλει την τάξη σε μια χώρα όπου οι παραδοσιακές ηθικές αξίες έχουν διαφθαρεί, υποτίθεται εξαιτίας των μετα-μοντέρνων αστικών ιδεών.
Διείσδυση στην κοινωνία και αναδιάταξη της Αμερικανικής πολιτικής
Ο Donald Trump αυξάνει τα ποσοστά του σχεδόν σε όλες τις πολιτείες και βελτιώνει τις εκλογικές επιδόσεις του σε κοινωνικές ομάδες που για ευνόητους λόγους παραδοσιακά στηρίζουν τους Δημοκρατικούς. Τα ποσοστά του Trump στους μαύρους ψηφοφόρους έφτασαν φέτος το 20%, από μόλις 6% το 2016. Ο Trump κέρδισε την Harris με 15% στην κατά κόρον ισπανόφωνη κομητεία Starr του νότιου Τέξας, η οποία «άνηκε» στους Δημοκρατικούς για πάνω από έναν αιώνα και η οποία είχε δώσει στον Barack Obama ποσοστό της τάξης του 80%. Στην πλειοψηφικά μουσουλμανική πόλη Dearborn ο Trump κερδίζει την Harris με 42% – 36%, κερδίζοντας και την κρίσιμη μάχη στην παραδοσιακά Δημοκρατική πολιτεία του Μίσιγκαν. Οι χειρισμοί Biden στο Παλαιστινιακό και η βία απέναντι στους φοιτητές που διαδήλωναν ενάντια στην εισβολή του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας φαίνεται να έπαιξαν καταλυτικό ρόλο σε αυτό. Οι Ρεπουμπλικάνοι αυξάνουν τα ποσοστά τους και στα αστικά κέντρα τα οποία παραδοσιακά αποτελούν προπύργια των Δημοκρατικών. Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου το 2020 ο Biden κέρδισε τον Trump με 23% διαφορά, η Kamala Harris κέρδισε μόνο με +12%. ‘Έτσι, το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων υπό την ηγεσία του Donald Trump κερδίζει την λαϊκή ψήφο για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια, διεισδύει στη «μπλε Αμερική» και γκρεμίζει το «μπλε τείχος» των Δημοκρατικών. Έχοντας κερδίσει την Βουλή και την Γερουσία, και έχοντας ήδη τοποθετήσει 3 συντηρητικούς δικαστές από την προηγούμενη του θητεία, ο Trump και οι Ρεπουμπλικάνοι διασφαλίζουν την παντοκρατορία τους στα καίρια θεσμικά όργανα και την κοινωνία.
Ο ελιτισμός και ο αντι-λαϊκισμός των φιλελευθέρων τάξεων
Ο ρόλος των Δημοκρατικών και συνολικά των φιλελεύθερων και προοδευτικών ελίτ στην άνοδο Trump πρέπει, επίσης, να συζητηθεί. Η κωμικοτραγική κατάσταση με την υποψηφιότητα Biden και η καθυστερημένη είσοδος της αντιπροέδρου Harris στην προεκλογική εκστρατεία στοίχισαν. Η υποψήφια των Δημοκρατικών εμφανίστηκε ως συνέχεια των προηγούμενων πολιτικών, αθετώντας την υπόσχεση του κόμματος για αλλαγή πλεύσης και στροφή στη νέα γενιά και υπογραμμίζοντας την παντελή έλλειψη αφηγήματος και φαντασίας.
Σημαντικότατο στοιχείο, όμως, αποτελεί ο ελιτισμός και η αλαζονεία που κυριεύει την ηγεσία των Δημοκρατικών τις τελευταίες δεκαετίες. Ο σοσιαλιστής Δημοκρατικός Bernie Sanders κατήγγειλε το κόμμα του λέγοντας ότι εγκατέλειψε την εργατική τάξη. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό δεν συνέβη χθες. Στο βιβλίο What’s the Matter with Kansas? (2004), ο ιστορικός και δημοσιογράφος Thomas Frank δείχνει πως η καρδιά της Αμερικής, η οποία γέννησε τον αυθεντικό δημοκρατικό λαϊκισμό που διεκδικούσε την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, την κολεκτιβοποίηση της γης και την φορολογία του πλούτου, στράφηκε προς τους συντηρητικούς. Στο Listen, Liberal (2016) o Frank υποστηρίζει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα μεταλλάχθηκε σταδιακά από κόμμα των εργατών και των συνδικάτων σε ένα ελιτίστικο κόμμα του οποίου η αλαζονεία συμπυκνώνεται στον χαρακτηρισμό «αξιοθρήνητοι» που απέδωσε η Hillary Clinton στους οπαδούς του Trump.
Έτσι, οι Δημοκρατικοί αντιπροσωπεύουν τις αξίες της «νέας επαγγελματικής τάξης» των μητροπόλεων, των καθηγητών πανεπιστημίου, των ειδικών, των πολυταξιδεμένων και πολυδιαβασμένων αποφοίτων των Ivy league κολεγίων και των φιλελευθέρων ελίτ που ζουν στις «δύο ακτές» της χώρας. Πρόκειται ακριβώς για αυτό που ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Thomas Piketty αποκαλεί «Βραχμανική αριστερά».
Το 2016 οι φιλελεύθερες ελίτ πίστευαν ότι μετά την εκλογή του πρώτου μαύρου πρόεδρου, η χώρα τους θα προχωρούσε θριαμβευτικά και στην εκλογή της πρώτης γυναίκας προέδρου. Τα σχόλια διάφορων αναλυτών, όπως ο Paul Krugman, έδειχναν πόσο ξαφνιάστηκαν από την εκλογική νίκη του Trump: «άνθρωποι σαν εμένα, και πιθανώς σαν τους περισσότερους αναγνώστες των New York Times, πραγματικά δεν καταλαβαίνουμε τη χώρα στην οποία ζούμε. Πιστεύαμε ότι οι συμπολίτες μας δεν θα ψήφιζαν, τελικά, έναν υποψήφιο τόσο προφανώς ακατάλληλο για υψηλό αξίωμα, τόσο ασύμβατο ως προς την ιδιοσυγκρασία του, τόσο τρομακτικό αλλά και γελοίο ταυτόχρονα». To 2020 οι Δημοκρατικοί επανέλαβαν το ίδιο σφάλμα, όπως το επανέλαβαν και το 2024. Την πρώτη φορά επωφελήθηκαν από ένα αντι-τραμπικό μέτωπο, που υπερέβαινε τα στενά όρια του Δημοκρατικού Κόμματος, τη δεύτερη όμως πλήρωσαν την αλαζονεία τους. Απέτυχαν να κάνουν σωστή διάγνωση της συγκυρίας – πόσον μάλλον να καταλάβουν ότι η δικά τους Αμερική δεν είναι η Αμερική των άλλων· της Αμερικανικής ενδοχώρας την οποία προσπερνούν τα αεροπλάνα από την μια ακτή στην άλλη [the fly over country].