Social Europe
Μετά τα συγκλονιστικά αποτελέσματα των εκλογών στα γερμανικά κρατίδια της Σαξονίας, του Βρανδεμβούργου και της Θουριγγίας, τώρα ήταν η σειρά της Αυστρίας. Το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) έγινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη με 28,9% των ψήφων, ακολουθούμενο από τους Συντηρητικούς με 26,3%. Οι Σοσιαλδημοκράτες, στη μακρινή τρίτη θέση, εξασφάλισαν μόλις 21,1%, σημειώνοντας τα φτωχότερα αποτελέσματα στην ιστορία του κόμματος.
Ένα δεξιό κύμα σαρώνει την Ευρώπη, επηρεάζοντας χώρες από την Αυστρία μέχρι την Ιταλία και την Ολλανδία. Αν και το αποτέλεσμα στην Αυστρία ήταν κάπως αναμενόμενο, η διάστασή του είναι συγκλονιστική. Η νίκη της ακροδεξιάς αντιπροσωπεύει μια δημοκρατική, ανθρωπιστική και πολιτικο-πολιτιστική καταστροφή.
Χρόνια τοξικού λόγου, καθοδηγούμενου από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μια παρανοϊκή ατζέντα σκανδαλοθηρικών εφημερίδων και μια κουλτούρα ψεύτικων ειδήσεων στα κοινωνικά δίκτυα, έχουν θέσει τις βάσεις για αυτή τη στροφή. Θέματα όπως η μετανάστευση, η εγκληματικότητα και η ασφάλεια κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σε τέτοιο βαθμό που η μετανάστευση και η βία αντιμετωπίζονται σαν να είναι συνώνυμα. Μια παρανοϊκή νοοτροπία έχει εμπεδωθεί στην αυστριακή πολιτική κουλτούρα.
Το γεγονός αυτό επιδεινώθηκε από τα επίμονα ψυχολογικά τραύματα που άφησε πίσω της η πανδημία του κορονοϊού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα κυβερνητικά μέτρα καταγγέλλονταν από την ακροδεξιά ως «παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», χαρακτηρίζοντας τις κυβερνητικές ενέργειες ως «τυραννικές» και «δικτατορικές» για την υποτιθέμενη «φυλάκιση» πολιτών ή τον «εξαναγκασμό» εμβολιασμών. Καθώς οι ριζοσπαστικές ιδέες σταδιακά εξομαλύνθηκαν, οι άνθρωποι τις αποδέχονταν όλο και περισσότερο ως τυπικές και αναμενόμενες. Οι οικονομικές κρίσεις των τελευταίων ετών -ιδιαίτερα η κρίση του πληθωρισμού- επιδείνωσαν περαιτέρω την κατάσταση αυτή. Οι ζοφερές προοπτικές για το παρόν και το μέλλον χρησιμεύουν ως πρόσφορο έδαφος για τη ριζοσπαστική δεξιά, όπως καταδεικνύεται από το σύνθημα του FPÖ λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές: «Την Κυριακή των εκλογών, θα γκρεμίσουμε το σύστημα».
Αν μιλήσετε με ψηφοφόρους του FPÖ, γίνεται φανερό γιατί ψήφισαν το κόμμα: οι ανησυχίες για την υπερβολική μετανάστευση. Επισημαίνουν τις σχολικές τάξεις που αποτελούνται αποκλειστικά από παιδιά μεταναστών, πολλά από τα οποία δεν γνωρίζουν καλά τα γερμανικά. Αναφέρουν την επιβάρυνση των υποδομών, καθώς και μια αίσθηση «πολιτισμικού πανικού» γύρω από το Ισλάμ. Θέματα όπως η εγκληματικότητα, οι επιθέσεις με μαχαίρια και η απειλή της τρομοκρατίας συχνά υπερτονίζονται, οδηγώντας σε μια συσσώρευση φανταστικών φρικαλεοτήτων πάνω και πέρα από πραγματικές ανησυχίες. Αυτό καλλιεργεί ένα κοινωνικό κλίμα που παραποιεί την πραγματικότητα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η Αυστρία είναι ένα αποτυχημένο κράτος.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα για τους ψηφοφόρους αυτούς ήταν η πανδημία. Το FPÖ ενστάλαξε αποτελεσματικά σε πολλούς την πεποίθηση ότι άνθρωποι φυλακίστηκαν και απόλεσαν τα δικαιώματά τους σκόπιμα από κακόβουλες ελίτ κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της καραντίνας. Η ήδη αναφερθείσα αναπλαισίωση είχε την επίδρασή της. Αυτή η αναταραχή τροφοδοτεί μια αφήγηση εχθρότητας προς την επιστήμη και την ιατρική, πλαισιώνοντας τον κόσμο σε μια απλουστευτική διχοτόμηση: από τη μία πλευρά, οι ανήμποροι και ανίσχυροι απλοί πολίτες, και από την άλλη, μια σκιώδης παγκόσμια ελίτ -που αναφέρεται ως «παγκοσμιοποιητές»- που τους καταπιέζει.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, ωστόσο, ότι μόνο το 29% του εκλογικού σώματος υποστήριξε το FPÖ, ενώ το 71% όχι. Ωστόσο, για πρώτη φορά, το FPÖ αναδείχθηκε ως το ισχυρότερο κόμμα σε διάφορα τμήματα της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων των ψηφοφόρων που ψηφίζουν για πρώτη φορά, των νέων, των εργαζομένων και της μεσαίας τάξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι γυναίκες και άνδρες ψήφισαν το FPÖ σχεδόν εξίσου. Το χάσμα πόλης-αγροτικού χώρου έχει βαθύνει: οι αγροτικές περιοχές και οι μικρές κοινότητες είναι τώρα κυρίως μπλε (σ.σ. στο χρώμα της ακροδεξιάς), ενώ οι μεγαλύτερες πόλεις, ιδίως η μητρόπολη της Βιέννης, υποστηρίζουν σταθερά τη σοσιαλδημοκρατία και τις προοδευτικές πλειοψηφίες. Μόνο μεταξύ των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα και οι Σοσιαλδημοκράτες διατηρούν σαφή πλειοψηφία.
Μια ιδιαίτερα απογοητευτική πτυχή αυτού του εκλογικού αποτελέσματος είναι η αποτυχία του SPÖ. Πριν από δεκαέξι μήνες, οι Σοσιαλδημοκράτες αντιμετώπισαν την πρόκληση του δεξιού λαϊκισμού και του εθνικισμού εκλέγοντας έναν δημοφιλή, προσγειωμένο, αριστερό δήμαρχο μικρών πόλεων, τον Andreas Babler, ως επικεφαλής του κόμματός τους. Προερχόμενος «εκτός συστήματος», φαινόταν ότι ήταν σε θέση να επωφεληθεί από τα σύγχρονα αντιελιτίστικα αισθήματα ή τουλάχιστον να τα εξουδετερώσει. Η ρητορική του και η προεκλογική του εκστρατεία επικεντρώθηκαν στις κοινωνικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι μη προνομιούχοι, σε οικονομικά ζητήματα και σε κοινωνικά θέματα όπως ο πληθωρισμός, η υγειονομική περίθαλψη και οι συντάξεις. Ως προσγειωμένο άτομο με προλεταριακή στάση, θα μπορούσε να ενσαρκώσει αποτελεσματικά αυτές τις ανησυχίες.
Εντούτοις, τίποτα από αυτά δεν υλοποιήθηκε. Στην πραγματικότητα, ο Babler δεν συγκέντρωσε ούτε μία ψήφο από τα «θυμωμένα» και «ξεχασμένα» δημογραφικά στρώματα. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν ψήφους από τους «αριστερόστροφους» Πράσινους, έχασαν αντίστοιχο αριθμό από τους μη ψηφοφόρους. Για να το πούμε απλά: ακόμη και μπροστά σε μια πιθανή ακροδεξιά πλειοψηφία, εκατοντάδες χιλιάδες σοσιαλδημοκράτες ψηφοφόροι επέλεξαν να μείνουν στο σπίτι τους την ημέρα των εκλογών. Αυτό είναι μια καταστροφή. Οι εσωτερικές διαιρέσεις και συγκρούσεις του κόμματος συνέβαλαν αναμφίβολα σημαντικά σε αυτό το φιάσκο.
Όπως φαίνεται, κανείς δεν προετοιμάζει και μελετά μακροπρόθεσμες λύσεις ή στρατηγικές για την αντιμετώπιση του δεξιού εξτρεμισμού. Το άμεσο ερώτημα τώρα είναι πώς να προχωρήσουμε μπροστά. Συντηρητικοί και δεξιοί εξτρεμιστές έχουν σχηματίσει στο παρελθόν δύο φορές συνασπισμό, το 2000 και ξανά το 2017- ωστόσο, από τότε, το FPÖ έχει ριζοσπαστικοποιηθεί ακόμη περισσότερο. Τώρα, έχοντας αναδειχθεί ως το ισχυρότερο κόμμα, είναι πιθανό οι δεξιοί εξτρεμιστές να αναλάβουν την ηγεσία αντί των συντηρητικών. Μια άλλη πιθανότητα – ίσως η πιο επικρατούσα – είναι μια ανανεωμένη συμμαχία μεταξύ των συντηρητικών και των σοσιαλδημοκρατών για να κρατήσουν την ακροδεξιά εκτός κυβέρνησης. Το ÖVP και το SPÖ θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια στενή πλειοψηφία, ενώ ένας τρικομματικός συνασπισμός με το φιλελεύθερο NEOS θα παρείχε μια πιο άνετη πλειοψηφία.
Ο Karl Nehammer, ο εν ενεργεία ομοσπονδιακός καγκελάριος, και ο ηγέτης του SPÖ Andreas Babler βρίσκονται τώρα μπροστά σε μια κομβική στιγμή της ιστορίας. Είναι δική τους ευθύνη να αποτρέψουν την πτώση της χώρας σε ένα αυταρχικό, επιθετικό δεξιό καθεστώς, όπως έχει ήδη συμβεί στην Ουγγαρία και τη Σλοβακία. Εάν επιθυμούν να αποκρούσουν την ακροδεξιά, πρέπει να σχηματίσουν μια κυβέρνηση που θα αποφύγει τη μετριότητα και τη συνήθεια να εργάζονται ο ένας εναντίον του άλλου σε πλαίσια συνασπισμού, ενώ παράλληλα οφείλει να προσελκύσει ικανά και δυναμικά άτομα σε καίριες κυβερνητικές θέσεις. Το διακύβευμα για την Αυστρία είναι πολύ μεγάλο.
*Ο Ρόμπερτ Μίσικ είναι συγγραφέας και δοκιμιογράφος με έδρα τη Βιέννη. Κείμενά του έχουν δημοσιεύει σε πολλά έντυπα, μεταξύ των οποίων η Die Zeit και η Die Tageszeitung. Έχει λάβει το βραβείο οικονομικής δημοσιογραφίας του John Maynard Keynes Society για τη προσφορά του στο χώρο.
**Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται στα ελληνικά σε συνεργασία με το Social Europe.