Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις του αποτελέσματος των ευρωεκλογών: Άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για μια ελεγχόμενη αποδοκιμασία της κυβέρνησης, με την έννοια ότι η ΝΔ, παρά τον σοβαρό τραυματισμό της, εξακολουθεί να μην έχει ανταγωνιστικό αντίπαλο στη μάχη για την εξουσία. Άλλοι προτάσσουν την εκρηκτική αποχή, διαπιστώνοντας τη δυναμική μιας παθητικής αντισυστημικότητας που, για την ώρα, δεν ευνοεί κάποιο από τα υπάρχοντα κόμματα. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι όλα αλλάζουν μένοντας ίδια, δηλαδή ανασχηματίζεται το πολιτικό τοπίο παρόλο που δεν υπήρξε ανατροπή πολιτικών συσχετισμών στην κάλπη.
Τι ακριβώς συνέβη στις ευρωεκλογές; Το κέντρο το οποίο χάρισε στον Κ. Μητσοτάκη πέντε χρόνια πολιτικής παντοδυναμίας τον εγκατέλειψε. Συγκεκριμένα, η ΝΔ κατέγραψε υποχώρηση της τάξεως του 12-13% στον κεντρώο χώρο (Αράπογλου, Pulse, ΣΚΑΪ), μία μείωση που αριθμητικά είναι παρόμοια με το ποσοστό που έχασε το κυβερνών κόμμα σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του 2023. Σε απόλυτους αριθμούς, αυτή η μείωση μεταφράζεται σε απώλεια περίπου 1,1 εκ ψηφοφόρων, από τους οποίους οι περισσότεροι (700.000 κατά τον Θ. Γεράκη της Marc) δεν πήγαν στις κάλπες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll, η ΝΔ είχε συσπείρωση 72,4% με διαρροές και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Ειδικότερα, το 4,9% κατευθύνθηκε προς την Ελληνική Λύση, το 3,4% προς τη Φωνή της Λογικής της Α. Λατινοπούλου, το 2,3% προς την Νίκη και το 1% προς τους «Πατριώτες» του Πρ. Εμφιετζόγλου.
Το 4,6% μετακινήθηκε προς το ΠΑΣΟΚ, το 4% προς τον ΣΥΡΙΖΑ, το 1,6% προς τους «Δημοκράτες» του Α. Λοβέρδου, το 1,5% προς την Πλεύση Ελευθερίας, 1,1% προς τον Κόσμο του Π. Κόκκαλη, το 0,4% προς τη Νέα Αριστερά και το 0,2% προς το ΜέΡΑ25.
Δηλαδή, φυγόκεντρες τάσεις εκδηλώθηκαν προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς να υπάρχει μαζική μετακίνηση τόσο στοχευμένη που να γκρεμίζει την ασυμμετρία του καχεκτικού δικομματισμού (Ν. Μαραντζίδης) που άρχισε να διαμορφώνεται το 2019 για να κορυφωθεί το 2023 με το 41% της ΝΔ και την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στο 17%.
Η κοινωνική δυσφορία για την ακρίβεια και την μη καταπολέμηση της αισχροκέρδειας καθόρισε το αποτέλεσμα, όπως δείχνει η συντριβή της ΝΔ σε λαϊκές περιοχές, στον Δυτικό τομέα της Αττικής (22,8%) και στη Β Πειραιά (24%).
Από εκεί και πέρα, ζητήματα όπως ο γάμος για τα ομόφυλα ζευγάρια διευκόλυναν την μετάθεση της οργής για την πτώση του βιοτικού επιπέδου και τα προβλήματα της καθημερινότητας, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα.
Το βέβαιο είναι ότι στις τελευταίες ευρωεκλογές ο δικομματισμός έπεσε στο χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας του, ενώ ο αριθμός των κομμάτων που εκλέχτηκαν στην ευρωβουλή (8) ήταν μεγαλύτερος από ποτέ (μόνο το 2014 ήταν 7).
“Το αντιπροσωπευτικό σύστημα κατακερματίζεται όλο και περισσότερο και το πολιτικό τοπίο θυμίζει όλο και πιο πολύ το 2012 της κατάρρευσης του δικομματισμού της μεταπολίτευσης (Σεφερτζής, ΤΑ ΝΕΑ).
Είναι όλα τόσο καινούργια που ίσως δεν έχει νόημα πια η ανάλυση με βάση τον άξονα αριστεράς-δεξιάς.
“Όταν αθροίζει κανείς το σύνολο των δεξιών κομμάτων, και αφαιρώντας τα κεντρώα, συγκρίνει το νούμερο με τα αριστερά, προκύπτει ένα 47-49, δηλαδή σχεδόν ισότητα στις δυνάμεις, με ελαφρύ προβάδισμα στα αριστερά” (Μοσχονάς, ΣΚΑΪ).
Για το πολιτικό σύστημα η πρόκληση της ερμηνείας είναι μεγάλη. Αλλά τίποτα δεν δείχνει ότι οι πρωταγωνιστές είναι πρόθυμοι να δοκιμαστούν σ αυτό το διανοητικό πεδίο.
Η απάντηση του πρωθυπουργού δόθηκε με έναν ανασχηματισμό που θα ήταν σαρωτικός, εάν είχε τη δύναμη να κάνει όποιες αλλαγές ήθελε στο κυβερνητικό σχήμα χωρίς να υπολογίζει αντιδράσεις, εάν είχε “πάγκο” και αν υπήρχε προθυμία από στελέχη του κέντρου να βάλουν πλάτη. Τελικά, διαμορφώθηκε ένα κυβερνητικό σχήμα ογκώδες και αναμενόμενο, χωρίς εκπλήξεις και χωρίς μεταρρυθμιστικό πρόσημο.
Έτσι, επιβεβαιώθηκε ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν είναι πια πανίσχυρος, όχι μόνο κοινωνικά αλλά ούτε στο κόμμα του, και ότι η πορεία του προς τις επόμενες εθνικές εκλογές θα είναι δύσκολη και απρόβλεπτη.
Το άνοιγμα παιχνιδιού ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ τόσο γρήγορα συνδέεται με τη διαπίστωση ότι η προοπτική μια νέας εκλογικής νίκης με αυτοδυναμία κάηκε για τη ΝΔ και, επομένως, ανοίγει ο δρόμος για σχηματισμό πολυκομματικών κυβερνήσεων. Αυτό εκ των πραγμάτων ευνοεί τις προοδευτικές συγκλίσεις αφού στη δεξιά πολυκατοικία τα διαμερίσματα έχουν -πέρα από όλα τα άλλα- αγεφύρωτες γεωπολιτικές διαφορές και δεν μπορούν να ενοποιηθούν στο όνομα της διακυβέρνησης.
Αλλωστε, το σενάριο συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ προϋποθέτει τη διαδοχή του Ν. Ανδρουλάκη, που έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί “με αυτόν που τον παρακολουθούσε” ή μια αλλαγή κορυφής στο εσωτερικό της ΝΔ που αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται ορατή.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ-Νέας Αριστεράς, αθροιστικά, υπερέβησαν εκείνο της ΝΔ πυροδοτεί συνειρμούς για την ανάγκη συνεργασιών στον προοδευτικό χώρο προκειμένου να υπάρξει πολιτική αλλαγή όταν έρθει η ώρα των εθνικών εκλογών. Πολύ περισσότερο, όταν στη Γαλλία χρειάστηκαν μόλις τρία 24ωρα για να συγκροτηθεί μέτωπο όλων των προοδευτικών δυνάμεων, από κομμουνιστές μέχρι οικολόγους, απέναντι στον ακροδεξιό κίνδυνο.
Αν όχι τώρα, πότε; Οι υποστηρικτές της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ για κοινή εκλογική κάθοδο επιχειρηματολογούν με όρους κοινής λογικής: Η ήττα της ΝΔ είναι υπέρτερο διακύβευμα από την αυτονομία των κομμάτων απέναντι της και το κοινωνικό αίτημα για προοδευτική διακυβέρνηση είναι σημαντικότερο από τους μικρούς και μεγάλους ναρκισσισμούς που διχάζουν τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς.
Ωστόσο, η πολιτική δεν έχει καμία σχέση με τη λογιστική και γι αυτό η πρόσθεση ποσοστών δεν παράγει, αυτόματα, μεγέθυνση, αν δεν συνδυάζεται με πολιτική όσμωση. Γι αυτό και δεν είναι εύκολα προβλέψιμη η εξέλιξη στο χώρο αριστερά της ΝΔ, όχι τουλάχιστον πριν καταλήξει το παιχνίδι ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και πριν αποκτήσει την τελική του μορφή το πείραμα Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πια προβλεψιμότητα σε όλα όσα αφορούν την πολιτική. Η ρευστότητα είναι τεράστια, η ταχύτητα στην αλλαγή στάσης των ψηφοφόρων εντυπωσιακή, ενώ η έλλειψη μεγάλων αφηγήσεων διαλύει τον ψυχικό δεσμό των πολιτών με το πολιτικό σύστημα.
Για τη νέα γενιά, αυτός ο δεσμός είναι ακόμη πιο εύθραυστος.
“Βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα: πάνω από ένας στους δύο ψηφοφόρους των ευρωεκλογών (53%) ήταν ηλικίας άνω των 55 ετών (Φαναράς, Metron, ΒΗΜΑ).
Και τελικά;
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει συμπέρασμα. Αυτό που συνέβη στις ευρωεκλογές μπορεί να είναι η αρχή του τέλους για τη ΝΔ ή το τέλος της αρχής, αν υποθέσουμε ότι η αυτοδυναμία της ήταν το πρώτο στάδιο. Κατά τον ίδιο τρόπο, έγινε η αρχή του τέλους για τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ που είναι πια κόμμα Κασσελάκη και για την εποχή Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ είτε επανεκλεγεί στην ηγεσία είτε όχι. Γενικά, μετά τις ευρωεκλογές, δεν είναι πια σαφή ούτε καν τα όρια ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος.